Ντιέγκο Βελάσκεθ – Ο μπαρόκ πρόδρομος του Ιμπρεσιονισμού
Εισάγει καινοτόμα στοιχεία στη ζωγραφική του, κυρίως στις έντονες φωτοσκιάσεις, τις εναλλαγές στη χρωματική κλίμακα, καθώς και τάσεις που προοιωνίζονται το ιμπρεσιονιστικό ρεύμα του 19ου αιώνα
Σαν σήμερα το 1599 γεννήθηκε σε αριστοκρατική οικογένεια της Σεβίλλης ο Ντιέγκο Ροντρίγκες ντε Σίλβα υ Βελάσκεθ, πρώτος από συνολικά 7 παιδιά.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην πόλη και μαθήτευσε από το 1611 κοντά στο ζωγράφο Φρανθίσκο Χερέρα και αργότερα κοντά στον Φρανθίσκο Πατσέκο ντελ Ρίο, που ασχολούταν ιδιαίτερα με τη θρησκευτική εικονογραφία, ενώ παντρεύτηκε και την κόρη του το 1618. Στο πρώιμο έργο του Βελάσκεθ κυριαρχούν σκηνές του θρησκευτικού βίου, αλλά και της καθημερινής ζωής. Χαρακτηριστικότερο έργο είναι “Ο νεροπωλητής της Σεβίλλης” που δημιουργήθηκε το 1620. Ιδιαίτερη επίδραση ασκούν σε εκείνη τη φάση ο γλύπτης του μπαρόκ Χουάν Μαρτίνες Μονταόες και ο διάσημος Ιταλός ζωγράφος Καραβάτζο. Καθοριστικής σημασίας στο έργο του ήταν και το περιβάλλον του, δηλαδή η πολιτιστική και πνευματική ελίτ της Σεβίλλης. Ο Βελάσκεθ συνδεόταν με διάφορους ανθρώπους της τέχνης και των γραμμάτων, κυρίως τον ποιητή Λουίς Αργότε, του οποίου το πορτραίτο έφτιαξε το 1622. Την ίδια χρονιά επισκέπτεται για πρώτη φορά τη Μαδρίτη, επιχειρώντας να γίνει αυλικός ζωγράφος, χωρίς επιτυχία, λίγους μήνες μετά όμως τον ξανακαλεί στην πρωτεύουσα ένας ευγενής, αναθέτοντάς του την απεικόνιση του αυλικού Χουάν ντε Φονσέκα, έργο που κερδίζει την προσοχή του βασιλιά Φιλίππου Δ’. Μετά από αυτό ο Βελάσκεθ ζωγραφίζει τόσο το μονάρχη, όσο και τα υπόλοιπα μέλη της Αυλής, κι έτσι σύντομα αρχίζει να καταλαμβάνει σειρά αξιωμάτων, μεταξύ των οποίων κι εκείνη του επιμελητή της καλλιτεχνικής συλλογής της Μαδρίτης.
Το 1625 γνωρίστηκε με το διάσημο Φλαμανδό ζωγράφο Πέτερ Πάουλ φον Ρούμπενς, που έγινε φίλος και μέντοράς του. Μεταξύ των ετών 1629 και 1631 ταξίδεψε σε σειρά ιταλικών πόλεων, δεχόμενος την έντονη επίδραση της βενετσιάνικης ζωγραφικής, που αποτυπώνεται κυρίως στο έργο του “Ο Ιωσήφ και οι αδελφοί του”. Επιστρέφοντας στη Μαδρίτη, επιδίδεται εκ νέου στις προσωπογραφίες, ωστοσο αυτή τη φορά δίνει έμφαση στην αποτύπωση της προσωπικότητας του εικονιζόμενου, κι όχι απλώς στην προσπάθεια αυτοπροβολής της κοινωνικής θέσης του εικονιζόμενου. Στράφηκε σε ένα λιτό στιλ, μακριά από διακοσμητική εκζήτηση και περιττά στοιχεία. Το 1634 του αντίθεται οι διακόσμηση του νέου ανακτόρο Μπουέν Ρετίρο, όπου δημιουργεί τον επικό πίνακα “Η παράδοσ τη Μπρέντα”, που θεωρείται ως σήμερα το σημαντικότερο έργο ιστορικής ζωγραφικής στην Ισπανία. Στα τέλη του 1649 ταξιδεύει ξανά στην Ιταλία, όπου μάλιστα προμηθεύεται για λογαριασμό του βασιλιά έργα των Τιντορέτο, Τισιανού και Βερονέζε, ενώ ζωγραφίζει πίνακες όπως ο “Χουάν ντε Παρέγια” καθώς και η “Αφροδίτη με καθρέφτη”, που θεωρείται το τελευταίο διατηρημένο γυμνό του Βελάσκεθ.
Η τελευταία του περίοδος στη Μαδρίτη σφραγίζεται από διεύρυνση των καθηκόντων του ως αυλικού ζωγράφου, ενώ εισάγει καινοτόμα στοιχεία στη ζωγραφική του, κυρίως στις έντονες φωτοσκιάσεις, τις εναλλαγές στη χρωματική κλίμακα, καθώς και τάσεις που προοιωνίζονται το ιμπρεσιονιστικό ρεύμα του 19ου αιώνα. Αυτό φαίνεται στις τοπιογραφίες της περιόδους, αλλά και στα πορτρέτα των νεαρών ινφάντα (κοριτσιών διαδόχων) που γίνονται πιο φωτεινά χρωματικά. Το 1659 τιμήθηκε με την αναγόρευσή του σε ιππότη του τάγματος του Σαντιάγο, ενώ έφυγε από τη ζωή ένα χρόνο μετά, στις 6 Αυγούστου 1660.