Μαρτυρία…
Όσο η φρίκη παραμένει ζωντανή κι ισχυρή, τα ανάρμοστα προνόμια κι η αχαλίνωτη ασυδοσία των ισχυρών της γης θα ‘ναι πάντα επισφαλή κι επίφοβα…
Ο βίαιος θάνατος δεν ανήκει μήτε στη βούληση, μήτε στο πνεύμα, μήτε στο αγαθό φρόνημα των φωτεινών οριζόντων και των άστρων, αλλά αποτελεί ιδίωμα της καταστροφικής μανίας του εκκεντρικού και ψυχικά διαταραγμένου ανθρώπινου νου… Κατεδάφιση, όλεθρος, εξόντωση, υποταγή… Ο ανοίκειος κι επιλήψιμος θνητός, απειλεί να ξεθεμελιώσει ολάκερη την οικουμένη με την νοσηρή μεγαλομανία του και με τη βαριά, αρρωστημένη φιλοδοξία του… Κι αρνείται με πείσμα να αποδεχθεί πως το αίμα θα γυρέψει κι άλλο αίμα, το έγκλημα θα επιζητήσει την εκδίκηση κι η αυτοδικία θα εξοντώσει και θ’ αφανίσει κάθε μορφή ζωής πάνω σε τούτο τον πλανήτη…
Θέλω να υψώσω τη φωνή μου, θέλω ν’ ακουστεί η κραυγή μου ως τα πέρατα της γης, να δημοσιοποιήσω τη δική μου αλήθεια στην οικουμένη, έτσι όπως την είδα κι έτσι όπως την έζησα εγώ… Θέλω να καταγγείλω τις αθέατες πτυχές ενός ακόμα εγκλήματος και να επιζητήσω την αυστηρή τιμωρία των εκμεταλλευτών και των κερδοσκόπων που καθορίζουν σαν το θεό ποιος λαός θα επιβιώσει και ποιος θα αφανιστεί από το πρόσωπο της γης… Θέλω να πιστέψετε στο δικό μου λόγο σύντροφοι…
Γιατί εγώ άκουσα τον εκκωφαντικό βόμβο των πολεμικών αεροσκαφών που πέταξαν πάνω από τις πόλεις και τα χωριά της πατρίδας μου κι είδα τις βόμβες να πέφτουν σαν το χαλάζι από το σκοτεινό διάστημα… Γιατί εγώ έμεινα άγρυπνος, μέσα στα συντρίμμια, μέρες και νύχτες, ακούγοντας τον υπόκωφο σάλαγο της μάχης… Κι είδα με τα μάτια μου τα πυκνά σύννεφα της σκόνης, τις λάμψεις, τις εκρήξεις και τον κοπετό κι αντίκρισα στο σκοτάδι τις σπίθες της φωτιάς από το κροτάλισμα των πολυβόλων…
Κάθε σφαίρα των πολεμοκάπηλων μπορεί να γράφει ένα όνομα, κάθε σφαίρα μπορεί να κόψει το νήμα μιας ζωής, κάθε σφαίρα μπορεί να σκοτώσει ένα παιδί, κάθε σφαίρα μπορεί να ξεριζώσει ένα όνειρο…
Κι είδα μυριάδες σακατεμένα κορμιά, μέσα στα ρημαγμένα σπίτια, έξω στις ερειπωμένες αυλές, στους ανασκαμμένους δρόμους, στα έρημα πάρκα και στις σιωπηλές πλατείες… Κι είδα το αίμα να κυλά σαν ποτάμι πάνω στην αξεδίψαστη γη των προγόνων μου… Νέοι, γέροι, γυναίκες κι ανήλικα παιδιά, άνθρωποι κάθε ηλικίας, με διαμελισμένη και καμένη τη σάρκα τους από τις οβίδες, μ’ ορθάνοιχτες πληγές, με πηχτά αίματα και με θολά δάκρυα, ικέτευαν τον ουρανό να δώσει ένα τέλος σε τούτο το αβάσταχτο μαρτύριο της γης… Θρήνοι, κλάματα, βογγητά, οι πολιτείες καίγονταν απ’ άκρη σ’ άκρη, μια απτόητη κι αστείρευτη κόλαση διασκορπίστηκε και επεκτάθηκε σ’ όλη την έκταση της πολύπαθης χώρας μας, που κάποτε αφειδώς παρείχε εγγυήσεις και διαβεβαιώσεις για την ασφάλεια και για την ευημερία του λαού της…
Κι οι ζωντανοί έτρεχαν αλαφιασμένοι προς κάθε κατεύθυνση να βρουν ένα αμπρί, ένα καταφύγιο να καλυφτούν, να γλιτώσουν από τις σφαίρες κι απ’ το πυρακτωμένο σίδερο… Κι ο θάνατος ερχόταν από μίλια μακριά, διαγράφοντας τη θανατηφόρα τροχιά του στο νυχτωμένο ορίζοντα, μας έβλεπε και τον βλέπαμε, ένας θάνατος από ύλη και αίμα, ζωντανός, άτεγκτος κι αμείλικτος… Κι η επέλασή του άφηνε πίσω της κατεστραμμένα κτήρια, κουρέλια, λείψανα, πέτρες, ράκη, συντρίμμια, χαλάσματα, φωτιές, αντάρα, στάχτη και καπνούς… Πώς να συντρέξεις και πώς να περιθάλψεις τα αθώα θύματα της Αποκάλυψης που σφαδάζανε σα σφαγμένα αρνιά πάνω στο φρυγμένο χώμα, εκεί όπου ο χάρος ήταν παρών και στριφογύριζε στον αγέρα το δίκοπο γιαταγάνι του;
Τα γκρεμισμένα σπίτια, οι ερειπωμένες αυλές, τα αποψιλωμένα βουνά δεν έχουν φωνή… φωνή διαθέτει μονάχα η καρδιά, η συνείδηση κι η λογική του ανθρώπου… Φωνή δυσαρέσκειας, αγανάκτησης και διαμαρτυρίας για το άδικο που συντελείται ενάντια σ’ έναν πολυπληθή λαό που είναι εξ’ ανάγκης υποχρεωμένος να ομοφωνήσει στο οδυνηρό αίσθημα και στον αφόρητο πόνο… Ο λαός μας θρηνωδεί και στηθοκοπιέται για την ανθρωποσφαγή και την αιματοχυσία, αλλά ευσπλαχνία και πονοψυχιά στον κόσμο καμιά…
Δημοκόποι, αγύρτες, ταραχοποιοί, να φοβάστε την οργή των δεινοπαθούντων, να τρέμετε τη μανία, τη φρενίτιδα και τον παροξυσμό των καθημαγμένων και των παιδεμένων, γιατί οι εικόνες της φρίκης ταξιδεύουν στο διάστημα κι εκπέμπουν μηνύματα κι οι ανεπούλωτες πληγές των αμάχων που στάζουν αίμα πρέπει σφόδρα να σας προβληματίσουν… Γιατί τούτη την ώρα που σας μιλώ και ομολογώ τη βάρβαρη αλήθεια που έζησα, μια βαριά κατάρα ξεφεύγει απ’ τα ματωμένα χείλη μου: Αν υπάρχει δικαιοσύνη στους ουρανούς και βλέπει την τρομοκρατία που μαστίζει τη γη, ας ρίξει φωτιά και θειάφι στα σπίτια και στις αυλές εκείνων που κράτησαν το μαχαίρι και τον κεραυνό, που θανάτωσαν ομαδικά (δίχως οίκτο) άοπλους κι ανυπεράσπιστους ανθρώπους. Κι η φλόγα της ανθρώπινης δικαιοσύνης ας κάψει κι ας απανθρακώσει την ψίχα της ψυχής τους, για να νιώσουν κι εκείνοι τον σπαραγμό, τη συντριβή, την απώλεια και την ερήμωση…
Κι όσοι νοιάζονται κι αγωνιούν για το συνάνθρωπό τους που πάσχει και δεινοπαθεί, ας αποδοκιμάσουν αυθωρεί την αδικία, ας εκδηλώσουν την έμπρακτη υποστήριξη και την κοινωνική τους αλληλεγγύη για μας τους απόκληρους της γης, για να πάρουν επιτέλους τα όνειρα εκδίκηση, για να τιμωρηθεί όπως αρμόζει η ελαττωματική συμπεριφορά κι η παραβατικότητα που κεντρικός τους στόχος ήταν, είναι και θα είναι, το έγκλημα, το ολοκαύτωμα και η γενοκτονία… Γιατί είναι απόλυτα ακριβές, πως σύντομα, οι γονατισμένοι λαοί θα ξαναπάρουν τη σκυτάλη στα χέρια τους, θα εξεγερθούν και θα στασιάσουν για να διαπραγματευτούν ή για να πολεμήσουν σαν κολασμένοι προκειμένου να υπερασπίσουν το ακριβό δώρο της ζωής που τους χάρισε η φύση και τα έννομα συμφέροντα που απορρέουν από την κοινή συμβίωση των αγγέλων και των ανθρώπων…
Ναι, όσο η φρίκη παραμένει ζωντανή κι ισχυρή, τα ανάρμοστα προνόμια κι η αχαλίνωτη ασυδοσία των ισχυρών της γης θα ‘ναι πάντα επισφαλή κι επίφοβα…
Ποια ακραιφνής συνείδηση θα δυσανασχετήσει και θα κρατήσει αποστάσεις από τα θύματα του πολέμου που βίωσαν τη βάναυση μεταχείριση, την ακραία σωματική και ψυχική ταλαιπωρία, την άδικη τιμωρία και το μαρτύριο που τους επέβαλλαν οι δήμιοι, οι δυνάστες κι οι εκμεταλλευτές; Που έχασαν ξαφνικά τα προσφιλή τους πρόσωπα (αδέρφια, φίλους, συγγενείς) που απώλεσαν δουλειές, σπίτια, κτήματα, περιουσίες, που στερήθηκαν το γλαυκό ουρανό της πατρίδας τους, τους οικείους τόπους, τις παραδόσεις, τον ακμαίο πολιτισμό των προγόνων τους… Που απώλεσαν, χωρίς να φταίνε, την οντότητα και την αυτοτέλειά τους και τώρα μ’ ένα διαμπερές τραύμα στην ψυχή μεταναστεύουν σαν τα διαβατάρικα πουλιά σε ξένους κι αφιλόξενους τόπους…
Γιατί, την ερειπωμένη και λεηλατημένη χώρα μας την εγκατέλειψε πρώτα ο θεός κι εμείς που γλιτώσαμε από την κόλαση της φωτιάς έπρεπε πάραυτα να δραπετεύσουμε, να ξεφύγουμε από το δραστικό βεληνεκές του ακόρεστου κι αδυσώπητου ανταγωνισμού που ακόμα δε λέει να κοπάσει… Να μη βλέπουμε τις τραγικές απώλειες των ανθρώπινων ζωών, τα στυγερά εγκλήματα, τον παραλογισμό των ελαττωματικών συνειδήσεων που ξεθεμελιώνουν μια εξαίσια χώρα για να αυγατίσουν τα έκνομα κι αθέμιτα κέρδη τους… Η συμφωνημένη και σχεδιασμένη υλική καταστροφή κληροδότησε στο παρόν την άμετρη στέρηση, την έσχατη πείνα και την εξαθλίωση κι ακόμα, επέβαλλε την χρεοκοπία και την άχρονη φτωχοποίηση του μέλλοντος για τον τόπο και για το λαό μας…
Ο πλούτος που παράγεται από τις πωλήσεις των όπλων και των οπλικών συστημάτων, οι μίζες των μεσαζόντων κι οι μπίζνες των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών, πηγάζουν από το άδικο χυμένο αίμα των εκατομμυρίων ψυχών – μαρτύρων της γης που αντικρίζουν το θάνατο με τα ίδια τους τα μάτια…
Ωστόσο, ο θεός- άνθρωπος είναι γεννημένος και για το καλό και για το κακό. Κι αν κατανοήσει το αληθινό νόημα της δημιουργίας, τον άγιο προορισμό του αλλά και την τελευταία στάση της ζωής του, μπορεί να μεγαλουργήσει,… πρέπει πρώτα όμως να αποβάλλει το ένστικτο από μέσα του για να κραυγάσει με ευσυνειδησία και με αξιοπιστία στους αχανείς ορίζοντες που τον περιστοιχίζουν: σ’ αυτό τον κόσμο του ανούσιου ανταγωνισμού, των αγεφύρωτων ταξικών αντιθέσεων και της αδιάλειπτης αντιδικίας, υπάρχω εγώ, η συνείδησή μου κι η αθανασία της άγιας μου ψυχής που δεν παύει ούτε στιγμή να ευελπιστεί και να διαπνέεται από εφορία κι από αισιοδοξία!!!
Σύντροφοι και συνάνθρωποι, η παράνοια των ανθρώπων, η ψυχοπάθεια κι η αδικοπραξία, μου επέβαλλαν να ιδώ ζωγραφισμένο τον τρόμο και τον πανικό στα μάτια των νηπίων την ώρα που οι μανάδες τους χαροπάλευαν και ψυχομαχούσαν πάνω στο πυρπολημένο κι απανθρακωμένο χώμα… Γι’ αυτό γογγύζω και θρηνώ!!!