1984: Η “κομμουνιστική δυστοπία” του Όργουελ που κατέληξε να περιγράφει το σύγχρονο καπιταλισμό
Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα πράγματα. Και το βιβλίο του Όργουελ μοιάζει να εκδικείται το δημιουργό του και την πολιτική του ένταξη.
Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες 69 χρόνια από την κυκλοφορία του Οργουελικού “1984”, του κλασικού έργου με το “Μεγάλο Αδελφό”, που θεωρείται μια διαχρονική καταγγελία των ολοκληρωτικών καθεστώτων, του φακελώματος, της ισοπέδωσης της προσωπικότητας του ατόμου από την εξουσία κτλ. Είναι ζήτημα όμως τι ακριβώς ορίζεται τελικά ως “ολοκληρωτισμός”, καθώς η δυστοπία του Όργουελ φαίνεται να περιγράφει ολοένα και πιο πιστά τις σύγχρονες “δημοκρατικές κοινωνίες” του δυτικού κόσμου, που ακολουθούν κατά γράμμα το σενάριο, καταγράφοντας τα πάντα γύρω από κάθε πρόσωπο και τις δραστηριότητές του.
Οι προθέσεις του συγγραφέα στην εποχή του ήταν πάντως πολύ διαφορετικές, καθώς ο σκοπός του ήταν να παραπέψει συνειρμικά, εμμέσως πλην σαφώς, τον αναγνώστη στον “κόκκινο ολοκληρωτισμό” της Σοβιετικής Ένωσης. Κι υπάρχουν μια σειρά στοιχεία που το υποδηλώνουν -αν δεν το αποδεικνύουν. Ο Όργουελ αντιστρέφει τα δύο τελευταία ψηφία της χρονολογίας συγγραφής του βιβλίου, για να μας μιλήσει για την εποχή του, αντιστρέφοντας πλήρως την πραγματικότητα στο σοσιαλιστικό κόσμο. Ο Μεγάλος Αδελφός έχει μουστάκι, που θα μπορούσε βέβαια να παραπέμπει εξίσου στο Χίτλερ και το Στάλιν, αλλά είναι αρκετά βολικό να μένει κάπως αόριστο κι αδιευκρίνιστο, για να γίνεται άρρητα η σύνδεση μεταξύ τους. Τα βιβλία ιστορίας ξαναγράφονται και οι παλιοί ήρωες που ξέπεσαν στην κατάσταση του αντιφρονούντα διαγράφονται από κάθε εγχειρίδιο ή φωτογραφία κι αναφέρονται ως η πηγή κάθε κακού-αναποδιάς, χωρίς να υπάρχει κανένα άλλο ίχνος της προηγούμενης δράσης τους. Ο βασικός εχθρός του καθεστώτος λέγεται Γκολντστάιν, που παραπέμπει ευθέως στο Λεβ Νταβίντοβιτς Μπρονστάιν, που δεν είναι άλλος από τον Τρότσκι. Ενώ η χώρα κάνει συνεχείς ελιγμούς, συμμαχώντας πότε με τη μία και πότε με την άλλη μεγάλη αντίπαλη δύναμη. Εδώ ο Όργουελ αναφέρεται σαρκαστικά στην αγωνιώδη προπολεμική προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης να σπάσει το τείχος της διεθνούς απομόνωσής της, καθυστερώντας το μοιραίο (δηλαδή τον πόλεμο), αλλά και τη θεωρητική δικαιολόγηση αυτών των τακτικών ελιγμών -πχ πάντα πολεμούσαμε με την Ανατολασία, που ήταν ανέκαθεν ο πιο επικίνδυνος εχθρός.
Ο Όργουελ ολοκληρώνει μια άτυπη τριλογία με τα πιο γνωστά έργα του και παράλληλα το δικό του πολιτικό κατήφορο: από το “Πεθαίνοντας (Φόρος Τιμής) στην Καταλονία”, όπου διατυπώνει αρχικά σχεδόν συντροφικά κάποιους προβληματισμόυς, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως οι σταλινικοί πρόδωσαν την επανάσταση στον ισπανικό εμφύλιο, στην πανέξυπνη αλληγορία της “Φάρμας των Ζώων”, όπου καταλήγει πως η σοβιετική ηγεσία απαρτίζεται από γουρούνια που είναι όμως ολόιδια με τους ανθρώπους -δηλαδή τους καπιταλιστές και τους αστούς ηγέτες- και στο 1984, ως κερασάκι στην τούρτα. Σήμερα γνωρίζουμε πως το όνομα του Τζορτζ Όργουελ βρισκόταν στις λίστες μισθοδοσίας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Αυτό δεν επηρεάζει τη δική μας πολιτική κρίση για τα βιβλία του και τα όποια συμπεράσματα που βγαίνουν κι αυτοτελώς, είναι όμως χρήσιμη η υπόμνησή του για όσους τυχόν πιστεύουν πως έχουν να κάνουν με έναν καλοπροαίρετο -έστω κι αυστηρό- κριτή της επανάστασης, έναν αγνό φλογερό κατήγορο του “σταλινισμού” κοκ.
Μια άλλη συνηθισμένη ένσταση είναι πως το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί αυτοτελώς, χωρίς τα (αντισοβιετικά) ιστορικά συμφραζόμενα της εποχής του, ως μια κραυγή αγωνίας για όλη την ανθρωπότητα και όλες τις εξουσίες. Βασικά ο Όργουελ επιχειρεί να εξηγήσει για ποιο λόγο επικράτησε το σοβιετικό καθεστώς, γιατί επιβάλλει την εξουσία του στους λαούς της Σοβιετικής Ένωσης, πώς καταφέρνει να τους κρατάει πειθήνιους, χωρίς σοβαρές αντιδράσεις. Αν ωστόσο τα δούμε όλα αυτά έξω από το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρονται, τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα. Σε αυτήν την περίπτωση, το “ηθικό δίδαγμα” του οργουελικού μυθιστορήματος είναι πως ο άνθρωπος και οι αντιστάσεις του είναι εντελώς ανήμπορες μπροστά σε κάθε εξουσία. Όταν αυτή η τελευταία συλλάβει και απειλήσει με βασανιστήρια όσους σκέφτονται διαφορετικά, αυτοί θα ξεχάσουν κάθε έννοια συλλογικότητας, κάθε ιδανικό, θα θελήσουν να προδώσουν την υπόθεσή τους, για να σώσουν το δικό τους τομάρι, θα σκεφτούν πως επιθυμούν ακόμα και το κακό του ερωτικού τους συντρόφου, οτιδήποτε αρκεί να μην είναι σε αυτή τη δυσάρεστη θέση. Και όταν τελειώσουν από αυτήν τη διαδικασία, θα είναι ένα άδειο κέλυφος, χωρίς ψυχή, ιδανικά, χωρίς καμία ηθική δύναμη, που είναι απαραίτητος όρος για την αντίσταση και την επανάσταση. Ο σώζων εαυτόν σωθείτω…
Το πιο ενδιαφέρον πάντως σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πως το έργο όντως αυτονομείται από το δημιουργό του, ο οποίος δεν είναι σε θέση να ελέγξει τη δυναμική του, τους συνειρμούς που θα προκαλεί στο πέρασμα του χρόνου, σε ένα άλλο ιστορικό πλαίσιο. Ανεξάρτητα λοιπόν από τις αναφορές και τις προθέσεις του Όργουελ, η δυστοπία του γίνεται πιο επίκαιρη από ποτέ στο σήμερα, στις σημερινές “ανοιχτές” κοινωνίες, που φακελώνουν κάθε άτομο από τη στιγμή της γέννησής του, περνάνε αυτό το φακέλωμα σε κάθε του δραστηριότητα, στις αγορές που κάνει, ακόμα και στις πληροφορίες που ανεβάζει το ίδιο οικειοθελώς στο προφίλ του, σε κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης.
Ο Μεγάλος Αδελφός δεν έχει μουστάκι, αλλά το χρώμα του χρήματος. Ο καταναλωτής λαός μαθαίνει να το αγαπάει, να μην αμφισβητεί την αξία του (την ανταλλακτική και όχι μόνο).
Τα γεγονότα είναι πεισματάρικα πράγματα. Και το βιβλίο του Όργουελ μοιάζει να εκδικείται το δημιουργό του και την πολιτική του ένταξη.