Μωάμεθ ο προφήτης: Ένας όψιμος επαναστάτης
Λίγα πρόσωπα απ’όσα έχουν καταγραφεί ιστορικά κατόρθωσαν μέσα σε τόσο λίγα χρόνια να κινητοποιήσουν τόσο κόσμο όσο αυτός ο έμπορος από τη Μέκκα, ανατρέποντας κατεστημένα αιώνων.
Παρότι πολλά στοιχεία για τη ζωή του Μωάμεθ, ιδρυτή της μουσουλμανικής θρησκείας χάνονται στη σφαίρα του μύθου, η ιστορική έρευνα έχει την τύχη να γνωρίζει τα βασικά για την καταγωγή, το έργο και την αποστολή του προφήτη του Ισλάμ, περισσότερα από εκείνα οποιουδήποτε άλλου θεμελιωτή θρησκείας στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Αμερικανός ψυχαναλυτής Ζυλ Μάσερμαν του Πανεπιστημίου του Σικάγου κάποτε είχε ανακηρύξει στο περιοδικό “Τάιμ” των Μωάμεθ ως σημαντικότερο πνευματικό ηγέτη όλων των εποχών, στη βάση τριών κριτηρίων: Την ενασχόλησή του με την ευμάρεια των οπαδών του, την δημιουργία μιας κοινωνικής οργάνωσης και την οικοδόμηση ενός νέου, ολοκληρωμένου συστήματος πίστης. Ακόμα κι αν διαφωνήσει κανείς με την συγκεκριμένη κατάταξη, το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Μωάμεθ προκάλεσε τη μεγαλύτερη θρησκευτική και πολιτική επανάσταση του Μεσαίωνα, η οποία άλλαξε το ρου της ανθρώπινης ιστορίας και συνεχίζει με τις μετεξελίξεις της να βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων μέχρι σήμερα.
Λίγα πρόσωπα απ’όσα έχουν καταγραφεί ιστορικά κατόρθωσαν μέσα σε τόσο λίγα χρόνια να κινητοποιήσουν τόσο κόσμο όσο αυτός ο έμπορος από τη Μέκκα, ανατρέποντας κατεστημένα αιώνων. Λίγοι επίσης είχαν διαχρονικά τόσο κακή φήμη στο χριστιανικό κόσμο ως τις μέρες μας. Οι εχθροί του τον ονόμαζαν “απατεώνα” ή και “Αντίχριστο”, ενώ ο διάσημος Ιταλός ποιητής Δάντης στη “Θεία Κωμωδία” του τον παρουσιάζει να διασχίζει την κόλαση με ανοιγμένη κοιλιά. Επί Διαφωτισμού η εικόνα του δε βελτιώνεται, καθώς τόσο ο Βολταίρος, όσο και ο Ντιντερό “κοσμούσαν” τον προφήτη με μια σειρά απαξιωτικών χαρακτηρισμών. Ο πρώτος στο θεατρικό του έργο “Ο φανατισμός ή ο Μωάμεθ, ο προφήτης” τον στηλιτεύει ως “Δολοφόνο και έκφυλο”, ενώ ο δεύτερος το 1775 τον χαρακτήριζε “το μεγαλύτερο εχθρό της υγιούς λογικής”. Με τον τρόπο αυτό δε διαφοροποιούνταν ιδιαίτερα από τη στάση της Καθολικής Εκκλησίας, που στη σύνοδο της Φλωρεντίας το 1442 είχε καταδικάσει τους Μουσουλμάνους στο “πυρ το εξώτερον”, κάτι που ήρθη μόλις το 1964, όταν οι οπαδοί όλων των μονοθεϊστικών θρησκειών ανακηρύχθηκαν προορισμένοι για την “αιώνια σωτηρία”κατά τη δεύτερη σύνοδο του Βατικανού. Στον αντίποδα, ο μεγάλος Γερμανός ποιητής Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, που έζησε στο β’μισό του 18ου και το πρώτο τρίτο του 19ου αιώνα, ήταν αναγνώστης του Κορανίου και σχεδίαζε να συγγράψει μια τραγωδία με θέμα το Μωάμεθ. Μάλιστα με στόχο να προκαλέσει τους συντηρητικούς κύκλους της εποχής του, προαναγγέλοντας το έργο του “Ντιβάνι Δύσης-Ανατολής” (1819), δήλωνε πως δεν απέρριπτε “την υποψία, πως ο ίδιος είναι μουσουλμάνος. Στην πραγματικότητα ο Γκαίτε δεν ενδιαφερόταν για πιστή τήρηση οποιουδήποτε θρησκευτικού δόγματος, ενώ και το Κοράνι το έβρισκε πληκτικό, λόγω των “ατελείωτων επαναλήψεων”.
Τις περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή του Μωάμεθ τις αντλούμε από το χρονικογράφο Ιμπν Ισάκ, ο οποίος συγκέντρωσε όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες πρώτα στη Μεδίνα και μετέπειτα στη Μέκκα, ενώ καταγράφει επίσης τα άγνωστα ή πιθανόν μυθικά στοιχεία, παραθέτοντας παράλληλα διαφορετικές εκδοχές ορισμένων περιστατικών. Το αυθεντικό χειρόγραφο του χρονικογράφου χάθηκε, ωστόσο τα σπαράγματα που σώθηκαν αποτελούν μαζί με το Κοράνι τις βασικότερες πηγές για τη ζωή και τη δράση του Μωάμεθ.
Η γενέτειρά του η Μέκκα, ήταν μια πλούσια πόλη, που λειτουργούσε ως κόμβος γαι τα καραβάνια που συνέδεαν τη νότια Υεμένη με τη Συρία και το Ιράκ. Ήταν κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου χουρμάδων, μπαχαρικών, πολύτιμων λίθων και μεταξωτών, από την Ανατολή, ως την Ινδία και την Κίνα, ενώ εκεί γίνονταν και εισαγωγές βαμβακερών, σιτηρών και λαδιού. Η πόλη ελεγχόταν από ένα συμβούλιο των ισχυρότερων οικογενειών, με τις περισσότερες να προέρχονται από την φυλή των Κουράις, που ήλεγχαν το πιστωτικό σύστημα, εφοδίαζαν τους διερχόμενους εμπόρους και εγγυώνταν έναντι αντιτίμου την ασφάλειά τους. Σημαντικότερη πηγή της εξουσίας των Κουράις ήταν σε ιδεολογικό επίπεδο ο έλεγχος του ιερό της Κάαμπα, ενός κυβόσχημου κτιρίου, στη γωνία του οποίο βρισκόταν μια μυστηριώδης μαύρη πέτρα, λίγο πιο πέρα από το ιερό πηγάδι Σαμσάμ, από το οποίο αντλούσαν νερό οι προσκυνητές.
Πλάι στους παγανιστές της Μέκκας ζούσαν ορισμένοι Εβραίοι και κάποιοι χριστιανοί, οι οποίοι γίνονταν ανεκτοί, χωρίς να μπορούν να ανέλθουν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Ο πατέρας του Μωάμεθ (“ο ιδιαίτερα αξιέπαινος”) πέθανε λίγο αφότου ο ίδιος ήρθε στη ζωή, αλλά η μητέρα του Αμίνα, σε αντίθεση με άλλες χήρες της εποχής που αντιμετώπιζαν συχνά το φάσμα της εξαθλίωσης, μπορούσε να επικαλεστεί την προστασία της φυλής των Κουράις, καθώς καταγόταν από κάποιο κατώτερο παρακλάδι της. Ως έτος γέννησης προτείνεται το 570 ή το 569, το οποίο σύμφωνα με την ισλαμική παράδοση θεωρείται το “Έτος του Ελέφαντα” που συνδέεται με την επιτυχή απόκρουση εξωτερικών εχθρών.
Σε μικρή ηλικία χάνει τόσο τη μητέρα του όσο και τον αγαπημένο του παππού, κι έτσι την ανατροφή του αναλαμβάνει ο θείος του Αμπού Ταλίμπ, που τον στήριξε μέχρι και τη στροφή του ανηψιού του στη νέα θρησκεία, την οποία ο ίδιος ποτέ δεν ασπάστηκε. Στη νεανική του ηλικία συνόδευε τα καραβάνια με προορισμό τη Συρία, όπου πιθανόν να ήρθε σε επαφή και με χριστιανιούς ιεροκήρυκες. Σύμφωνα με ένα θρύλο, ο πρώτος που τον αναγνώρισε ως προφήτη ήταν ένας χριστιανός μοναχός. Η επιτυχία του ως οδηγού καραβανιών προσελκύει την προσοχή της πλούσιας χήρας Χαντίτζα, που τον παντρεύεται όταν εκείνος ήταν 25 ετών κι εκείνη τουλάχιστον 10 χρόνια μεγαλύτερη. Αποκτούν μαζί τέσσερις κόρες, καθώς οι γιοι πεθαίνουν σε παιδική ηλικία.
Στα 40 του χρόνια ο επιτυχημένος οικογενειακά και κοινωνικά έμπορος πέφτει σε βαθιά υπαρξιακή κρίση. Αφήνει τις δουλειές του κι αποσύρεται στα βουνά, διαλογιζόμενος σε σπηλιές. Σύμφωνα με την παράδοση, η Αποκάλυψη του Θεού ήρθε μια νύχτα με τη μορφή του αρχάγγελου Γαβριήλ, που τον άρπαξε με όλη του τη δύναμη κόβοντάς του τον αέρα, ωθώντας τον να κηρύξει στο όνομα του Κυρίου. Ο ίδιος στην αρχή αμφιταλαντεύεται, προστρέχει στη σύζυγό του, φλερτάρει ακόμα και με την ιδέα να πέσει από κάποιο γκρεμό, αλλά τα αποκαλυπτικά οράματα συνεχίζονται. Ο ίδιος τελικά ενθαρρυμένος από τους δικούς του ανθρώπους αρχίζει να κηρύττει δημόσια, εισπράττοντας αρχικά τη χλεύη ή και την οργή των συμπολιτών του στη Μέκκα. Η ελίτ της πόλης θορυβείται ιδιαίτερα, φοβούμενη για απώλειες εσόδων από το προσκύνημα της Κάαμπα, τα οποία ο Μωάμεθ την καλεί να μοιραστεί με τους τους φτωχού με αντάλλαγμα τη ζωή στο Επέκεινα. Τον λένε “δαιμονισμένο” και αποκαλούν τη διδασκαλία του “ένα μπλεγμένο κουβάρι από ονειροπολήσεις”.
Όταν κάποιοι από τους ακροατές του τον καλούν να αποδείξει ότι είναι προφήτης κάνοντας κάποιο θαύμα, ο ίδιος ομολογεί πως δεν μπορεί να περπατήσει στη θάλασσα, να πολλαπλασιάσει τα ψωμιά, να θεραπεύσει αρρώστους. Ούτε ήταν ο πρώτος προφήτης, έλεγε, αλλά η “Σφραγίδα των Προφήτων”, μετά τους Αβραάμ, Μωϋσή και Ιησού. Πολλοί από τους οπαδούς του, κυρίως από τα φτωχότερα στρώματα καταφεύγουν στην Αβυσσυνία, όπου τους καλοδέχεται ο χριστιανός βασιλιάς. Στα 619 ο Μωάμεθ χάνει το θείο και τη σύζυγό του. Τίποτε δεν τον κρατά πια στην πόλη, και στα 52 του της γυρίζει στην πλάτη. Αυτή η “Μετανάστευση” (χίτζρα στα αραβικά, γνωστότερη ως Εγίρα ) στις 16 Ιούλη 622 σηματοδοτεί την έναρξη της ισλαμικής χρονολόγησης. Πρόκειται για ένα ορόσημο της παγκόσμιας ιστορίας, καθώς μέσα σε μια δεκαετία ο Μωάμθε θα εγκαθιδρύσει μια νέα θρησκεία και θα θέσει το θεμέλιο λίθο για τη δημιουργία της αραβικής κοσμοκρατορίας.
Καταφεύγει με οπαδούς του 300 χλμ νοτιότερα στη Γιατθρίμπ που αργότερα ονομάζεται Μεδίνα προς τιμή του (πόλη του προφήτη). Στην όαση πέριξ της πόλης επικρατεί πόλεμος μεταξύ δυο αραβικών φυλών, ενώ ο μισός πληθυσμός είναι εβραϊκός. Οι κάτοικοι είναι ανοιχτοί σε έναν “ειρηνοποιό” ικανό να ενώσει τις αντιμαχόμενες φατρίες με το μήνυμά του. Ο Μωάμεθ συγκροτεί την ούμμα, την κοινότητα των πιστών, που την ενώνει η πίστη στον ένα και μοναδικό Θεό, ενώ ανοιχτή παραμένει η κοινότητα στους Εβραίους της πόλης. Εκείνοι δε θα αντιδράσουν ενθουσιωδώς, ενώ μετά από φερόμενη απόπειρα δολοφονίας κατά του προφήτη από πλευράς τους αντιμετωπίζουν αιματηρή καταστολή. Παρόλαυτα, Εβραίοι και Χριστιανοί απολαμβάνουν συγκριτικά με τους υπόλοιπους άπιστους ιδιαίτερα προνόμια βάσει Κορανίου, ως λαοί της βίβλου, με προϋπόθεση την καταβολή κεφαλικού φόρου. Αν στη Μέκκα το κήρυγμά του αφορούσε κυρίως εσχατολογικά θέματα, στη Μεδίνα το ενδιαφέρον του στρέφεται σε θέματα της κοσμικής ζωής, όπως τις κοινωνικές υποχρεώσεις που συνεπάγεται η κατοχή πλούτου, την ευμενέστερη (για τα μέτρα της εποχής) συμπεριφορά προς τις γυναίκες, την τοκογλυφία, την απαγόρευση της πορνείας, τον καταμοιρασμό της κληρονομιάς, το τζόγο και το αλκοόλ. Σταδιακά οι οδηγίες άρχισαν να περιλαμβάνουν κάθε τομέα της καθημερινότητας, περιλαμβανομένων του βουρτσίσματος των δοντιών και του πλυσίματος χεριών μετά τη συνουσία.
Ο Μωάμεθ συγκροτεί στη Μεδίνα ένα είδος κράτους που φιλοδοξεί να αποτελέσει το σχέδιο του Θεού για την κοινωνική οργάνωση των ανθρώπων, σε αντίθεση με το Χριστιανισμό, ο οποίος επικεντρώνει το μήνυμά του στη ρήση του Χριστού πως “Το βασίλειό μου δεν είναι του κόσμου τούτου”. Αυτή η ταύτιση κοσμικού και θρησκευτικού δίνει στο Ισλάμ τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, και αποτελεί και το σημαντικότερο σημείο τριβής με τους επικριτές του ως σήμερα. Η ιστορική εμπειρία βεβαίως έχει αποδείξει ότι δυνατότητα κοσμικών μουσουλμανικών κρατών δεν είναι κάτι το ανεδαφικό, ενώ η άνοδος του φονταμενταλιστικού ισλάμ τις τελευταίες δεκαετίες έχει να κάνει περισσότερο με ιστορικές και πολιτικές συγκυρίες εντός κι εκτός μουσουλμανικού κόσμου, παρά με τα όποια εγγενή στοιχεία της θρησκείας αυτής καθ’αυτής.
Η βελτίωση που επέφερε στη ζωή των αραβικών φυλών της εποχής, ιδιαίτερα για τους φτωχότερους είναι αδιαμφισβήτητη, μολονότι σε σειρά ζητημάτων ο Μωάμεθ παρέμενε αυστηρά τέκνο της εποχής του, όπως στην αποδοχή της δουλείας ή της ιεραρχικής ανωτερότητας του άνδρα, στοιχεία βέβαια που δεν διαφοροποιούσαν ιδιαίτερα το Ισλάμ από τις υπόλοιπες μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες. Εξάλλου ορισμένα από τα μέτρα που αντίκεινται στις σύγχρονες αντιλήψεις περί ισότητας των δύο φύλων, όπως η χρήση μαντίλας και η τετραγαμία των ανδρών, θεσπίστηκαν αρχικά ως μέτρα προστασίας της γυναίκας, καθώς η μαντίλα χρησίμευε ως στοιχείο αναγνώρισης και αποφυγής παρενόχλησης, ενώ οι πολλαπλοί γάμοι ήταν μέτρο αντιμετώπισης της λειψανδρίας που προκαλούσαν οι συνεχείς εμφύλιοι των αραβικών φυλών, αφήνοντας συχνά χήρες και κόρες απροστάτευτες και στα όρια της επιβίωσης.
Έχοντας σταθεροποιήσει τη θέση του στη Μεδίνα, αρχίζει τις επιθέσεις σε διερχόμενα καραβάνια από τη Μέκκα. Αποφασιστική είναι η μάχη του Μπαντρ το 624, όταν οι αριθμητικά υποδεέστεροι οπαδοί του προφήτη εκδιώκουν τους κατοίκους της Μέκκας, οι οποίοι τρία χρόνια μετά συγκεντρώνονται με εκδικητικές διαθέσεις στις πύλες της Μεδίνας. Η σωτηρία της πόλης οφείλεται στις τάφρους που είχε διατάξει ο Μωάμεθ να δημιουργηθούν πέριξ της πόλης. Τελικά η Μέκκα πέφτει σχεδόν αμαχητί, καθώς ήδη πολλοί κάτοικοί της έχουν προσχωρήσει στη νέα θρησκεία, ενώ ο κοινωνικός ιστός της πόλης ήταν ήδη σε αποσύνθεση. Η πρώτη του κίνηση είναι να μετατρέψει την Κάαμπα σε ιερό προσκύνημα του Αλλάχ, που ως γνωστόν αποτελεί και σήμερα υποχρεωτικό τόπο προσκύνησης για κάθε πιστό μουσουλμάνο. Δείχνει σε μεγάλο βαθμό επιείκια στους παλιούς του εχθρούς, ενώ συνεχίζει με διπλωματικά κυρίως μέσα να εδραιώνει την πολιτική και θρησκευτική του εξουσία. Προτιμώμενο μέσο είναι οι επιγαμίες, καθώς παντρεύεται συνολικά 13 γυναίκες, με στόχο να συμμαχήσει με την εκάστοτε φυλή καταγωγής των συζύγων του.
Έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 632, έχοντας ενώσει πρακτικά όλες τις ως τότε αλληλοσπαρασσόμενες φυλές της αραβικής χερσονήσου. Λέγεται ωστόσο πως πριν κλείσει τα μάτια του είχε διαβλέψει τη διάσπαση μεταξύ των επιγόνων του: “Οι Εβραίοι πήγαν σε 71 κατευθύνσεις, οι Χριστιανοί σε 72, εσείς θα πάτε σε 73”. Οι χαλίφηδες που τον διαδέχτηκαν άρχισαν να εξαπλώνουν γρήγορα την πολιτική και θρησκευτική κυριαρχία του Ισλάμ, φθάνοντας ως και την Ισπανία. Αλλά η τελευταία προφητεία του Μωάμεθ έμελε κι αυτή να εκπληρωθεί με τους αιματηρούς πολέμους των διαδόχων που ακολούθησαν, σηματοδοτώντας μεταξύ άλλων και το μεγάλο σχίσμα του μουσουλμανικού δόγματος σε σουνιτικό και σιϊτικό, με τεράστιες συνέπειες ως και τις μέρες μας.
.