Μέγας Αλέξανδρος – Όταν ο θρύλος γίνεται ιστορία
Η φήμη του ήταν τέτοια, που ο Αλέξανδρος αποτέλεσε αντικείμενο θρυλικών ιστοριών ήδη όσο ήταν εν ζωή, ενώ μετά το θάνατό του ο μύθος του απλά εκτοξεύτηκε.
Αν κάτι χαρακτήριζε το βασιλιά της Μακεδονίας Αλέξανδρο Γ’, τον επονομαζόμενο και Μέγα ήταν ο υπερθετικός βαθμός, τόσο στις αρετές όσο και στα ελαττώματα. Ξεθεμελίωσε την περσική αυτοκρατορία, αντικαθιστώντας τον με τη δική του, που μολονότι βραχύβια στην ενιαία της μορφή, αποτέλεσε τη βάση της δημιουργίας των ελληνιστικών βασιλείων, μέσω των οποίων ο ελληνικός πολιτισμός διαδόθηκε σε εκτεταμένες περιοχές της Ανατολής και αργότερα μέσω της ρωμαϊκής κατάκτησης δυτικότερα. Από την άλλη τα προσωπικά του πάθη αναμφίβολα επηρέαζαν τη δυνατότητα του για ρεαλιστική αποτίμηση των δυνατοτήτων των στρατιωτών του, ενώ συχνά ήταν και τα κρούσματα βαναυσότητας σε εχθρούς αλλά και ανθρώπους του περίγυρού του. Η φήμη του ήταν τέτοια, που ο Αλέξανδρος αποτέλεσε αντικείμενο θρυλικών ιστοριών ήδη όσο ήταν εν ζωή, ενώ μετά το θάνατό του ο μύθος του απλά εκτοξεύτηκε, καθώς έγινε αντικείμενο αφηγήσεων στις παραδόσεις όχι μόνο των κατακτημένων λαών, αλλά και όσων απλώς βρίσκονταν στις παρυφές της αυτοκρατορίας του.
Γεννήθηκε στην Πέλλα το 356 π.Χ. από το βασιλιά Φίλιππο Β’ και την Ολυμπιάδα. Δάσκαλός του ήταν ο Αριστοτέλης, που του εμφύσησε το ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία, την ιατρική και τις εξερευνήσεις. Άρχισε από νωρίς να συμμετέχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στο πλευρό του πατέρα του, με σημαντικότερη τη μάχη της Χαιρώνειας, όταν ο Φίλιππος καθυπόταξε τις ελληνικές πόλεις που είχαν στραφεί εναντίον του. Αργότερα οι σχέσεις τους ψυχράνθηκαν και για ένα διάστημα ο ίδιος έζησε με τη μητέρα του στην Ήπειρο, επιστρέφοντας αργότερα στην αυλή. Μετά τη δολοφονία του Φιλίππου το 336 έγινε βασιλιάς με τη στήριξη του στρατού και τιμώρησε όσους θεωρούσε δολοφόνους του πατέρα του καθώς και τους εσωτερικούς του αντιπάλους. Στο λεγόμενο συνέδριο της Κορίνθου, που είχε δημιουργήσει ο πατέρας του, οι ελληνικές πόλεις – πλην Λακεδαιμονίων – τον ανακύρηξαν στρατηγό για την εισβολή στην Ασία, που ως σχέδιο είχε συλλάβει ο Φίλιππος Β’. Πριν ξεκίνησει την εκστρατεία, αντιμετώπισε εχθρούς στα βόρεια, κυρίως Ιλλυριούς, ενώ τιμώρησε και τη Θήβα που είχε αποστατήσει, ισοπεδώνοντας την πόλη πλην ναών και της οικίας του Πινδάρου.
Ο Αλέξανδρος είχε γαλουχηθεί από μικρός στην ιδέα της περσικής κατάκτησης, εξάλλου ο πλούτος της αυτοκρατορίας του χρειαζόταν για τη συντήρηση του στρατού του. Η κρίση που αντιμετώπιζαν οι Πέρσες καθιστούσε ευκολότερο το εγχείρημά του. Άφησε το στρατηγό Αντίπατρο στην Ευρώπη και το 334 πέρασε το στενό των Δαρδανελίων με 30.000 πεζικό και 50.000 ιππικό. Το στρατό του συνόδευαν μηχανικοί, αρχιτέκτονες, αυλικοί, ιστορικοί κι επιστήμονες, κάτι που αποδείκνυε ότι εξαρχής είχε μεγαλεπήβολα σχέδια.
Πέρασε από την Τροία για να αποτίσει φόρο τιμής στον τάφο του Αχιλλέα και τον Ιούνη το 334 αντιμετώπισε τον περσικό στρατό στο Γρανικό. Η νίκη του επί των Ελλήνων μισθοφόρων του Δαρείου επέτρεψε την κατάκτηση της Μικράς Ασίας, καθώς οι πόλεις της περιοχής του άνοιξαν τις πύλες τους. Αν και τυπικά αποκατέστησε τη δημοκρατία στις ελληνικές πόλεις, ο διορισμός ενός σατράπη στην περιοχή έδειχνε εξαρχής ότι είχε στόχο να αντικαταστήσει την εξουσία του “Μεγάλου Βασιλέα”, δηλαδή του βασιλιά των Περσών.
Συνέχισε την εκστρατεία του στη δυτική Μικρά Ασία, ενώ στο Γόρδιο της Φρυγίας έκοψε τον περίφημο Γόρδιο δεσμό, κατά μια παράδοση της οποίας η ιστορική ακρίβεια ελέγχεται. Νέα νίκη σημείωσε στην Ισσό το 333 π.Χ, όταν ο Δαρείος άφησε την οικογένειά του, η οποία αντιμετωπίστηκε με σεβασμό από το Μακεδόνα ηγέτη, και δραπέτευσε. Επόμενο σημαντικό στρατιωτικό του επίτευγμα ήταν η κατάληψη της Τύρου το 331 π.Χ., που συνοδεύτηκε από σφαγές καθώς και την πώληση γυναικών και παιδιών ως σκλάβων. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς έφτασε στην Αίγυπτο, όπου έγινε δεκτός ως ελευθερωτής. Εκεί ίδρυσε την Αλεξάνδρεια και ήρθε σε επαφή με τα τοπικά θρησκευτικά έθιμα τα οποία ενθάρρυνε. Σημαντικός σταθμός ήταν η επίσκεψή του ιερό του Άμμωνα-Δία στην όαση Σίβα, όπου λέγεται πως ζήτησε το χρησμό του θεού για την έκβαση της εκστρατείας του, χωρίς να λάβει απάντηση, ενώ εκεί γεννήθηκε κι ο μύθος ότι ο ίδιος ήταν γιος του Δία.
Η αποφασιστική μάχη κατά των Περσών δόθηκε στα Γαυγάμηλα το 331, όταν η νίκη του Αλεξάνδρου του επέτρεψε να καταλάβει τη Βαβυλώνα, ενώ πυρπόλησε και την Περσέπολη, που ερμηνεύτηκε μεταγενέστερα ως “εκδίκηση” για την περσική εκστρατεία κατά της Ελλάδας τον 5ο αι. π.Χ, επρόκειτο όμως μάλλον για το καπρίτσιο του συχνά μεθυσμένου Αλεξάνδρου, ίσως με την παρότρυνση της Αθηναίας εταίρας Θαΐδας. Μετά την κατάκτηση της Μηδίας την άνοιξη του 330 ο Αλέξανδρος έστειλε πίσω τους Θεσσαλούς και τους υπόλοιπους συμμάχους του των ελληνικών πόλεων. Φαίνεται πως σε εκείνο το σημείο είχε συλλάβει την ιδέα μιας αυτοκρατορίας που θα βασιζόταν σε κοινή διοίκηση Μακεδόνων και Περσών. Όταν έμαθε ότι ο Δαρείος είχε δολοφονηθεί από τον σφετεριστή Βήσσο, σατράπη της Βακτρίας, ο Αλέξανδρος έβαλε να θάψουν με κάθε επισημότητα τον Πέρση ηγεμόνα στους βασιλικούς τάφους της Περσέπολης.
Μετά το θάνατο του Δαρείου άρχισε κι επίσημα όπως φαίνεται από επιγραφές και νομίσματα να φέρει τον τίτλο του βασιλέα και του “κυρίου της Ασίας”. Η προέλασή του στα ανατολικά συνεχιζόταν ακάθεκτη, συνοδευόμενη κι από την ίδρυση νέων πόλεων με το όνομά του, ωστόσο δυσαρέσκεια φαινόταν ήδη να συσσωρεύεται στο στράτευμα, όπως δείχνει η δολοφονία του στρατηγού Παρμενίωνα και του γιου του Φιλώτα, λόγω εμπλοκής του τελευταίου σε συνωμοσία κατά του βασιλιά.
Κατόρθωσε τελικά να εκτελέσει τον στασιαστή Βήσσο ενώ κατέστειλε και την εξέγερση Σκυθών νομάδων στα ανατολικά σύνορα της περσικής αυτοκρατορίας. Αντιμετώπισε επίσης τους τοπικούς ηγεμόνες Σπιταμένη και Οξυάρτη, ενώ μετά την ήττα του παντρεύτηκε την κόρη του τελευταίου, Ρωξάννη. Στη σημερινή Σαμαρκάνδη ο Αλέξανδρος μεθυσμένος σκότωσε πάνω στον καβγά τον στενό φίλο και συνεργάτη του Κλείτο, κάτι που τον αποξένωσε από πολλούς στρατιώτες του, αποξένωση που ενισχύθηκε από την ολοένα και μεγαλύτερη υιοθέτηση στοιχείων περσικών τελετουργιών, με κυριότερη την επιβολή της προσκύνησης. Η χλεύη των στρατιωτών του τον έκανε να εγκαταλείψει την απόπειρα αυτή, εκτέλεσε ωστόσο τον ιστορικό και ανηψιό του Αριστοτέλη, Καλλισθένη, επειδή είχε αρνηθεί να προσκυνήσει.
Το 327 εκστράτευσε με ένα μεγάλο σώμα στην Ινδία, όπου συμμάχησε με τον τοπικό ηγεμόνα Ταξίλα, ο οποίος του παρείχε στρατεύματα και ελέφαντες κατά του αντιπάλου του Πώρου, τον οποίο ο Αλέξανδρος κατανίκησε στις δυτικές όχθες του ποταμού Υδάσπη, εξαναγκάζοντάς τον σε συμμαχία. Συνέχισε να προελαύνει προς τον ποταμό Ύφαση, ωστόσο ο εξουθενωμένος στρατός του στασίασε, αρνούμενος να προχωρήσει κι άλλο εν μέσω τροπικού δάσους και μουσώνων. Ο Αλέξανδρος τελικά υποχώρησε στις πιέσεις και ξεκίνησε η πορεία της επιστροφής. Ο υψηλόβαθμος αξιωματούχος Κρατερός επέστρεψε πρώτος μαζί τους ασθενείς, τους τραυματίες, τους ελέφαντες, και τρία τάγματα της μακεδονικής φάλαγγας. Ο Νέαρχος με πάνω από 100 πλοία πραγματοποίησε ερευνητικό ταξίδι στον Περσικό Κόλπο, ενώ ο Αλέξανδρος κινήθηκε μέσω της ερήμου της Γεδρωσίας σε μια καταστροφική για το στράτευμά του πορεία, μέχρι που συναντήθηκε με το στόλο του Νεάρχου, ο οποίος επίσης είχε υποστεί απώλειες. Επιστρέφοντας στα Σούσα ο Αλέξανδρος μαζί με 80 αξιωματούχους του παντρεύτηκε Περσίδες της αριστοκρατίας, ο ίδιος και ο φίλος του Ηφαιστίωνας νυμφεύθηκαν δυο κόρες του Δαρείου. Γενναιόδωρη προίκα δόθηκε και σε 10.000 από τους στρατιώτες του που εχίαν παντρευτεί ντόπιες γυναίκες. Η κίνησή του αυτή ερμηνεύεται ως υλοποίηση του στόχου του για τη δημιουργία μιας νέας ελληνο-περσικής κυβερνητικής και στρατιωτικής ελίτ που θα κυριαρχούσε στην αυτοκρατορία. Οι Μακεδόνες ωστόσο δεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι την ισότιμη αυτή μεταχείριση των Περσών σε διοίκηση και στράτευμα, φοβούμενοι για τα δικά τους προνόμια. Η δυσαρέσκεια κατέληξε σε ανοιχτή ανταρσία το 324, όταν ο Αλέξανδρος αποφάσισε να στείλει πίσω τους Μακεδόνες βετεράνους υπό την ηγεσία του Κρατερού. Ο Αλέξανδρος διέλυσε το σύνολο του στρατού, στρατολογώντας Πέρσες. Τότε υπήρξε συμφιλίωση και 10.000 βετεράνοι γύρισαν στη Μακεδονία έχοντας λάβει πλούσια δώρα.
Την ίδια χρονιά πέθανε ο αγαπημένος του Ηφαιστίωνας στα Εκβάτανα, τον οποίο έθαψε με βασιλικές τιμές στη Βαβυλώνα, διατάσσοντας τους στρατιώτες του να τιμούν ως ήρωα τον νεκρό, επιδαψιλεύοντας θεϊκές τιμές και στον ίδιο, καθώς ήδη από παλιά προσπαθούσε να συνδέσει τα επιτεύγματά του με εκείνα του Ηρακλή ή του Διονύσου. Το καλοκαίρι του 323 σχεδίαζε στη Βαβυλώνα την υδρότηση του Ευφράτη και τον εποικισμό των ακτών του Περσικού, όταν αρρώστησε βαριά μετά από παρατεταμένο γεύμα και οινοποσία. Έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα στα 33 του χρόνια και το πτώμα του μεταφέρθηκε από τον Πτολεμαίο στην Αίγυπτο, όπου τάφηκε σε χρυσό φέρετρο στην Αλεξάνδρεια, χωρίς μέχρι στιγμής να έχουν εντοπιστεί ίχνης της ταφής του εκεί ή σε άλλο σημείο. Ο Αλέξανδρος δεν είχε ορίσει διάδοχό του, ενώ κοντινότεροι συγγενείς του ήταν ο ετεροθαλής αδελφός του Φίλιππος ο Αριδαίος που έπασχε από νοητική υστέρηση και ο ανήλικος γιος του με τη Ρωξάννη Αλέξανδρος Δ’, οι οποίοι μέσα στα επόμενα χρόνια δολοφονήθηκαν αμφότεροι. Οι επίδοξοι διάδοχοι του Αλεξάνδρου επιδόθηκαν σε έναν ανελέητο πόλεμο 40 ετών που θα απέληγε τελικά στη συγκρότηση των βασικών ελληνιστικών βασιλείων: των Αντιγονιδών στη Μακεδονία και την κεντρική Ελλάδα, των Ατταλιδών στην Πέργαμο, των Σελευκιδών στη Συρία και τη Μεσοποταμία και των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο.
Ο ιστορικός Διόδωρος ο Σικιελιώτης του 1ου π.Χ αιώνα παραδίδει ότι ο Αλέξανδρος στόχευε τη στιγμή του θανάτου του να εκστρατεύσει κατά της Δύσης για τη συγκρότηση μιας οικουμενικής μοναρχίας, ωστόσο πιθανολογείται ότι οι πληροφορίες του βασίζονταν σε πλαστογραφημένες πηγές. Σίγουρα ωστόσο ενδιαφερόταν για την εξερεύνηση, αν όχι την κατάκτηση της Αραβίας και της Κασπίας, ενώ στόχευε επίσης στην καθυπόταξη περιοχών της Μικράς Ασίας που διατηρούσαν πρακτικά την ανεξαρτησία τους (Παφλαγονία, Καππαδοκία, Αρμενία).
Ως στρατηγός ο Αλέξανδρος συγκαταλέγεται στους αξιολογότερους που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία, χάρη στην προσαρμοστικότητα και την ευελιξία του, ανεξαρτήτως των πολυποίκιλων εχθρών που αντιμετώπιζε και των αντίξοων περιβαλλοντικών και τοπικών συνθηκών που καλούνταν να αντιμετωπίσει ο στρατός του. Παρότι η βασιλεία του υπήρξε σύντομη και ο σχεδιασμός του για σύζευξη ελληνικού και περσικού πολιτισμού δεν υλοποιήθηκε, οι κατακτήσεις του αποτέλεσαν σημείο καμπής στην ιστορία της αρχαιότητας. Επιπλέον, οι εκστρατείες του προώθησαν την ανθρώπινη γνώση στους τομείς της γεωγραφίας και της φυσικής ιστορίας, ενώ ο ελληνικός πολιτισμός, με επίδραση από την ντόπια παράδοση, εξαπλώθηκε σε εσχατιές που κανείς δε θα μπορούσε να φανταστεί ως τότε, θεμελιώνοντας μεταξύ άλλων την κοινή ελληνιστική ως lingua franca της Ανατολής τους επόμενους αιώνες. Υπό την έννοια αυτή είχε ξεκινήσει μια διαδικασία ενοποίησης της μεσογειακής λεκάνης που διευκόλυνε αργότερα τη ρωμαϊκή κυριαρχία και τις σημαντικές εξελίξεις που κυοφορήθηκαν στους κόλπους της, πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά.