Γκυστάβ Κουρμπέ – Ένας ζωγράφος στην Κομμούνα του Παρισιού
Πολλά από τα έργα του αποτυπώνουν σκηνές από τη ζωή φτωχών αγροτών και εργατών, χωρίς εξιδανικεύσεις, αλλά με μια μνημειακότητα που ως τότε συνηθίζονταν κυρίως σε μυθολογικούς και ιστορικούς πίνακες.
Από τους βασικούς εισηγητές του ρεαλισμού στη ζωγραφική, ο Γκυστάβ Κουρμπέ υπήρξε καλλιτεχνικά αλλά και πολιτικά πρωτοπόρος, με αποκορύφωμα τη συμμετοχή του στην Παρισινή Κομμούνα, συμμετοχή που του στοίχισε πολλά σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. Πολλά από τα έργα του αποτυπώνουν σκηνές από τη ζωή φτωχών αγροτών και εργατών, χωρίς εξιδανικεύσεις, αλλά με μια μνημειακότητα που ως τότε συνηθίζονταν κυρίως σε μυθολογικούς και ιστορικούς πίνακες. Περίφημες υπήρξαν επίσης οι τοπιογραφίες του, οι νεκρές φύσεις και τα γυμνά του, με γνωστότερη τη γέννηση του κόσμου, ενός πίνακα που συνέχισε να προκαλεί σκάνδαλα πάνω από έναν αιώνα μετά τη δημιουργία, καθώς τόσο στη Γαλλία το 1994 όσο και στην Πορτογαλία το 2009, η χρήση του πίνακα σε εξώφυλλα βιβλίων προκάλεσε αστυνομικές παρεμβάσεις σε βιβλιοπωλεία.
Ο Κουρμπέ γεννήθηκε σε κωμόπολη της Φρανς- Κομτέ το 1819 σαν σήμερα, ως μεγαλύτερος και μοναχογιός από τέσσερα παιδιά μιας εύπορης οικογένειας γαιοκτημόνων. Στα 14 χρόνια του ξεκίνησε να ζωγραφίζει υπό την καθοδήγηση ενός δασκάλου που καταγόταν από το ίδιο μέρος και είχε θητεύσει κοντά στο νεοκλασικιστή ζωγράφο Γκρο. Το 1837 ο Κουρμπέ μετακόμισε στη Μπεζανσόν, θητεύοντας στο εργαστήριο ενός ακολούθου του διάσημου ζωγράφου Ζακ-Λουί Νταβίντ. Στα 20 του χρόνια γράφτηκε στη νομική σχολή του Παρισιού, συνέχισε ωστόσο να συχνάζει σε εργαστήρια ζωγράφων ενώ αντέγραφε παράλληλα έργα μεγάλων δημιουργών από το Λούβρο. Από τους σύγχρονούς του ζωγράφος θαύμαζε ιδιαίτερα τους πρωτοπόρους του ρομαντισμού Ζερικό και Ντελακρουά.
Από νωρίς προσπαθούσε να βρει την προσωπική του τεχνοτεροπία, ενώ σε μια σειρά έργων απεικονίζει τον εαυτό του, όπως στο έργο “Ο Κουρμπέ με μαύρο σκύλο” (1842). Το 1848 δέκα από τα έργα του έγιναν δεκτά στο Παρισινό Σαλόνι, ενώ ο πίνακάς του “Μετά το δείπνο στην Ornans” αγοράστηκε από το κράτος, κι ο ίδιος έλαβε το χρυσό μετάλλιο δεύτερης τάξης. Ωστόσο η θεματολογία του, βασισμένη στη ζωή των απλών καθημερινών ανθρώπων συχνά προκαλούσε αντιδράσεις, κυρίως επειδή χρησιμοποιούσε μεγάλους καμβάδες, που συνηθίζονταν μόνο για θρησκευτικά, μυθολογικά, ιστορικά ή αλληγορικά θέματα. Η προστασία του πάτρωνά του Αλφρέντ Μπριγιά από το Μονπελιέ του επέτρεψε ωστόσο να ζει με άνεση και να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη ζωγραφική. Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1850 η φήμη του είχε εξαπλωθεί και στο εξωτερικό, ενώ την ίδια περίοδο ο Κουρμπέ ζωγραφίζει το “Εργαστήρι του καλλιτέχνη”, όπου ο ίδιος καθιστά σαφείς τις καλλιτεχνικές και πολιτικές του προθέσεις. Η άρνηση του Σαλονιού να κάνει δεκτό το έργο λόγω μεγέθους οδηγεί τον Κουρμπέ σε διοργάνωση παράλληλης, ξεχωριστής προσωπικής έκθεσης με τίτλο “Το περίπτερο του Ρεαλισμού”.
Νέα αναστάτωση στο καλλιτεχνικό κατεστημένο προκάλεσε με τον πίνακά του “Επιστροφή από τη Θεία Λειτουργία” (που καταστράφηκε μάλλον από κάποιον εξοργισμένο θεατή), όπου έδειχνε μεθυσμένους παπάδες να συζητούν εύθυμα σε έναν επαρχιακό δρόμο. Το έργο απαγορεύτηκε από όλες τις εκθέσεις το 1863 ως προσβολή στη θρησκευτική ευλάβεια. Το 1870 με τα έργα του “Το κύμα” και “Ο βράχος του Ετρετά” κατόρθωσε και πάλι να κερδίσει τη γενική αναγνώριση. Μετά την κατάρρευση του Λουδοβίκου Βοναπάρτη ο Κουρμπέ εκλέχθηκε πρόεδρος της Ομοσπονδίας των καλλιτεχνών και έμεινε στο πολιορκημένο από τους Πρώσους Παρίσι. Τον Απρίλη του 1871 η Εκτελεστική επιτροπή της Κομμούνας του Παρισιού του ανέθεσε να οργανώσει το Σαλόνι και να ξανανοίξει τις γκαλερί της πόλης. Ο Κουρμπέ εξελέγη επίσης μέλος του συμβουλίου της Κομμούνας, αλλά δε συμμετείχε στις μάχες καθότι δεν ήταν μέλος στην Εθνοφυλακή. Συνελήφθη από την κυβέρνηση Θιέρσου τον Ιούνη της ίδιας χρονιάς και καταδικάστηκε σε 6 μήνες φυλακή και πρόστιμο που επέτειναν τα βαριά δικαστικά έξοδα.
Έχοντας πρωτοστατήσει, αν και μη εκλεγμένος ακόμα τότε, στην κατεδάφιση της στήλης του Βαντόμ, που είχε ανεγείρει ο Ναπολέων Α’, ο Κουρμπέ κατηγορήθηκε ως υπεύθυνος για την απομάκρυνσή της και καταδικάστηκε σε νέο εξοντωτικό πρόστιμο 323 χιλιάδων φράγκων. Ο Κουρμπέ έχασε έτσι μεγάλο μέρος της περιουσίας του και μετακόμισε στην Ελβετία για να αποφύγει εκ νέου φυλάκιστη. Το κράτος δήμευσε την περιουσία του και έθεσε φίλους και συγγενείς υπό παρακολούθηση. Ο ζωγράφος αρνήθηκε να επιστρέψει χωρίς τη χορήγηση γενικής αμνηστίας, ενώ την ίδια περίοδο τα οικονομικά του προβλήματα γιγαντώνονταν συνέπεια και του γεγονότος πως λόγω του αυξανόμενου αλκοολισμού του δεν μπορούσε να δημιουργήσει έργα αντάξια του ταλέντου του. Έφυγε από τη ζωή στις 31 Δεκέμβρη 1877, λίγες μέρες αφότου είχαν πωληθεί σε δημοπρασία τα περιεχόμενα του εργαστηρίου του στο Παρίσι.
Το έργο του επηρέασε πολλούς σύγχρονους και μεταγενέστερους καλλιτέχνες, κυρίως τους Ιμπρεσιονιστές, ιδιαίτερα τον Μανέ, ο οποίος δεν έκρυβε την οφειλή του στον Κουρμπέ, ενώ και ο Σεζάν τον θαύμαζε έντονα θεωρώντας τον μάστορα στην απόδοση στοιχείων της φύσης, μιμούμενος παράλληλα τα σκοτεινά του χρώματα και τις παχιές πινελιές του.