Γεώργιος Μιστριώτης – Το αντίπαλον δέος του δημοτικισμού
Μπορεί ο δημοτικισμός να μην μπορεί να ταυτιστεί μονοσήμαντα με τον προοδευτισμό, ωστόσο πρακτικά όλοι οι οπαδοί της καθαρεύουσας, με προεξάρχοντα το Μιστριώτη είχαν ταυτόχρονα ιδιαίτερα συντηρητικές και εθνικιστικές πολιτικές ιδέες.
“Από το Μιστριώτη στο Λένιν” τιτλοφορούσε ο Δημήτρης Γληνός άρθρο με την προσωπική του διαδρομή, και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι χρησιμοποίησε τους δύο άνδρες ως τα δυο άκρα του ιδεολογικού διπόλου που τον διαμόρφωσε. Μπορεί ο δημοτικισμός να μην μπορεί σε καμία περίπτωση να ταυτιστεί μονοσήμαντα με τον προοδευτισμό, ωστόσο πρακτικά όλοι οι οπαδοί της καθαρεύουσας και δη της πιο αρχαΐζουσας μορφής της, με προεξάρχοντα το Μιστριώτη είχαν ταυτόχρονα ιδιαίτερα συντηρητικές και εθνικιστικές πολιτικές ιδέες.
Γεννήθηκε το 1840 στην Τρίπολη και σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα κι αργότερα ως υπότροφος του ελληνικού κράτους στη Λειψία. Ξεκίνησε την ακαδημαϊκή του πορεία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1868, όπου και δίδασκε, ανερχόμενος στη βαθμίδα του τακτικού καθηγητή ως το θάνατό του.
Παρότι εξέφραζε εξαρχής την έντονη αντίθεσή του στην ευρεία καθιέρωση της δημοτικής, αποδεχόταν όπως και άλλοι ομοΐδεάτες του τη χρήση της στην ποίηση, κάτι που φαίνεται και από τη βράβευση που απένειμε το 1873 στην ποιητική συλλογή “Η φωνή της καρδιάς μου” του Δημήτρη Καμπούρογλου. Σημαντικό θεωρείται και το επιστημονικό του έργο για τα ομηρικά έπη, τους τραγικούς ποιητές και τον Πλάτωνα, ενώ έγραψε και μια από τις πρώτες γραμματολογίες της αρχαίας και βυζαντινής λογοτεχνίας, στηριζόμενος στη γερμανική βιβλιογραφία.
Η δημόσια δράση και αναγνώρισή του φαίνεται από σειρά αξιωμάτων που κατέλαβε, ως πρόεδρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, της “Εταιρείας προς διδασκαλίαν των Αρχαίων Ελληνικών Δραμάτων”, της “Εταιρείας φίλων του λαού “και της Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Ο Μιστριώτης πρωτοστάτησε στην αναβίωση των κλασικών δραμάτων στα αρχαία θέατρα, που εκείνη την εποχή ανασκάπτονταν συστηματικά σε διάφορες περιοχές της χώρας. Έτσι στα πλαίσια των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων το 1896 ανέβασε μια σειρά αρχαιόγλωσσων δραμάτων, δραστηριότητα στην οποία αφιερώθηκε ολόψυχα τα επόμενα χρόνια. Η ενασχόλησή του με το αρχαίο θέατρο είχε φυσικά και έντονα ιδεολογικά κίνητρα. Όπως και άλλοι αστοί διαννοούμενοι της εποχής του ένιωθε ότι το έθνος, η θρησκεία και η γλώσσα απειλούνταν από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, με κυριότερο τον “υλισμό”, ο οποίος ήταν πολύ ευρύς όρος που περιλάμβανε τα πάντα από το δημοτικισμό μέχρι το φιλελευθερισμό και τις πολύ πρόσφατες τότε στον ελληνικό χώρο σοσιαλιστικές ιδέες. Συνεργάστηκε στενά με τον θεμελιωτή της γλωσσολογίας στην Ελλάδα, Γεώργιο Χατζηδάκι που εμφορούνταν από παρόμοιες γλωσσικές και πολιτικές αντιλήψεις. Ο τελευταίος ίδρυσε μαζί με άλλους πανεπιστημιακούς καθηγητές την “Εταιρεία υπέρ της των Πατρίων Αμύνης” που διακύρηττε ως εξής τους στόχους της: «… Πρέπει κατά του μολύσματος των κοσμοπολιτικών ιδεών… να κηρυχθή πόλεμος εκμηδενίσεως, και να περιλουστούν με καίουσαν άσφαλτον τα μικρόβια του αντιπατριωτισμού…».
Σε αυτό τον “πόλεμο εκμηδενίσεως” ο ρόλος του Μιστριώτη ήταν πρωταγωνιστικός, καθώς είχε ηγετική θέση υποκινητή στις αιματηρές ταραχές με αφορμή το γλωσσικό που συντάραξαν την πρωτεύουσα το 1901 και το 1903, στα λεγόμενα “Ευαγγελικά” και “Ορεστειακά” αντίστοιχα. Στην πρώτη περίπτωση οι αντιδράσεις αφορούσαν τη δημοσίευση απόδοσης των Ευαγγελίων στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη, με στήριξη της βασίλισσας Όλγας, του τότε αρχιεπισκόπου Προκοπίου και του κοσμήτορα της Θεολογικής, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Ακρόπολις”.
Ο Μιστριώτης και άλλοι συνάδελφοί του ξεσήκωσαν τους φοιτητές του “εν Αθήνησιν” πανεπιστημίου κατά της απόδοσης, εξαναγκάζοντας αρχιεπίσκοπο και την κυβέρνηση Θεοτόκη σε παραίτηση, μετά κι από το θάνατο 7 ή 8 γλωσσαμυντόρων διαδηλωτών σε διαδήλωση στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Η εμπλοκή της βασίλισσας, ρωσικής καταγωγής, έδωσε έντονες πολιτικές διαστάσεις στις διαμαρτυρίες, οι οποίες εξαπλώθηκαν και σε άλλα στρώματα του πληθυσμού. Ήταν εποχή έντονης σλαβοφοβίας λόγω του βαλκανικού ανταγωνισμού Ελλάδας-Βουλγαρίας και η Όλγα κατηγορήθηκε ως όργανο του “πανσλαβισμού”. Παρόμοια επεισόδια, πάλι με επικεφαλής το Μιστριώτη, μικρότερης έκτασης αλλά και πάλι με 1-2 νεκρούς σημειώθηκαν δυο χρόνια μετά, για να ματαιωθεί παράσταση της Ορέστειας του Αισχύλου σε συντηρητική δημοτική απόδοση του Γεωργίου Σωτηριάδη.
Οι άοκνες προσπάθειες του Μιστριώτη και των υπόλοιπων γλωσσαμυντόρων αποτυπώθηκαν και στο σύνταγμα του 1911, όταν και υιοθετείται επίσημα η καθαρεύουσα ως γλώσσα του κράτους και διατυπώνεται ρητά πώς: «Τὸ κείμενον τῶν Ἁγίων Γραφῶν τηρείται ἀναλλοίωτον· ἡ εἰς ἄλλον γλωσσικόν τύπον ἀπόδοσις τούτου ἄνευ τῆς προηγούμενης ἐγκρίσεως καί τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἀπαγορεύεται ἀπολύτως».
Έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα το 1916 κληροδοτώντας την περιουσία του στο δήμο της γενέτειράς του, η οποία αξιοποιήθηκε για την ανέγερση διδακτηρίου με το όνομά του, όπου σήμερα στεγάζεται το 1ο γυμνάσιο και λύκειο της Τρίπολης, μαζί με χειρόγραφα και συγγράματα του καθηγητή.