Βερολίνο 17.6.1953 – Πρόβες αντεπανάστασης
Άρθρο του Κουρτ Γκοσβάιλερ για την πρώτη σοβαρή απόπειρα καπιταλιστικής παλινόρθωσης σε σοσιαλιστική χώρα μετά τον πόλεμο.
Τα γεγονότα της 17ης Ιούνη 1953 υπήρξαν η πρώτη απόπειρα ανατροπής σοσιαλιστικού καθεστώτος στην Ευρώπη μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Αφορμή ήταν η δυσαρέσκεια μεγάλου μέρους του πληθυσμού από μια σειρά μέτρων, όπως η αύξηση στις νόρμες εργασίας, αλλά και μια σειρά από περιστολές κοινωνικών παροχών την οποία εκμεταλλεύτηκαν ιμπεριαλιστικά κέντρα της ΟΔΓ, των ΗΠΑ αλλά και αντιδραστικοί θύλακες εντός της ΓΛΔ, ώστε να ξεσηκώσουν ένα μέρος των εργαζομένων κατά της κυβέρνησης, κυρίως όσων δραστηριοποιούνταν στον κλάδο των κατασκευών, που απήργησαν στις 16 Ιούνη. Ένα κύμα ταραχών και διαδηλώσεων κατέκλυσε τη χώρα, το οποίο αντιμετωπίστηκε με την παρέμβαση της Λαϊκής Αστυνομίας, αλλά και σοβιετικών αρμάτων. Τα μέτρα που αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα των γεγονότων οφείλονταν τόσο σε μια σειρά αντικειμενικών δυσκολιών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, όσο και σε κακούς χειρισμούς του ίδιου του κυβερνώντος Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος, οι οποίοι βέβαια δεν ήταν άσχετοι και με τις παλινωδίες, αλλά και τις πιέσεις του ΚΚΣΕ στο ζήτημα, που σχετίζονταν σε σημαντικό βαθμό με τη στροφή του κόμματος που ξεκίνησε αμέσως μετά το θάνατο του Στάλιν το Μάρτη του 1953. Σε αυτή την τελευταία πτυχή, των σχέσεων δηλαδή ΕΣΚΓ και ΚΚΣΕ και τις ευθύνες αμφοτέρων για την εκτράχυνση της κατάστασης, αναφέρεται και το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του σπουδαίου Ανατολικογερμανού ιστορικού Κουρτ Γκοσβάιλερ “Τα αίτια της 17ης Ιούλη 1953”, εκτεταμένα αποσπάσματα του οποίου παραθέτουμε σήμερα, ενώ ολόκληρο μπορείτε να το βρείτε εδώ.
Η 17η Ιούνη 1953 έχει προξενήσει στο παρελθόν το ερευνητικό ενδιαφέρον ολόκληρων γενιών ιστορικών και συγγραφέων (ακόμα και μυθιστοριογράφων) και συνεχίζει να το κάνει σε σημαντική έκταση το 1993, έτος που αποτελεί και την 40ή επέτειο των γεγονότων. Στο πλαίσιο του άρθρου αυτού θα περιοριστώ σε ορισμένες πλευρές του υπόβαθρου αυτού του πολύ σημαντικού γεγονότος και κυρίως στις συνέπειες της σοβιετικής επίδρασης στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας (ΓΛΔ).
Ταυτόχρονα, με απασχολεί ποια θέση κατέχει η 17η Ιούνη του ’53, όχι μόνο στην ιστορία της ΓΛΔ, αλλά και στην ιστορία του κρατικά συγκροτημένου σοσιαλισμού στην Ευρώπη. Για πολύ καιρό μπορούσαμε να προσεγγίζουμε τη 17η Ιούνη ως μια διαχειριστική αστοχία η οποία, παρόλο που είχε οδυνηρές συνέπειες, δεν έπρεπε να υπερτιμηθεί, αφού δε διατάραξε την πορεία προς τη σωστή κατεύθυνση, παρά τις περιστασιακές παλινδρομήσεις. Τώρα που γνωρίζουμε όχι μόνο την αρχή, αλλά και το συντριπτικό τέλος αυτής της διαδρομής του πρώτου κύματος της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ευρώπη, προκύπτει πιεστικά το ερώτημα αν σ’ αυτήν τη «διαχειριστική αστοχία» αντανακλούνταν ήδη στοιχεία και παράγοντες οι οποίοι, αν παρέμεναν σε ισχύ, θα οδηγούσαν αναγκαστικά σε περαιτέρω –όλο και πιο απειλητικές– «διαχειριστικές αστοχίες» και τελικά στο οριστικό τέλος.
Υπάρχει διάχυτη ομοφωνία ότι πράγματι έτσι είχαν τα πράγματα. Ωστόσο, εντελώς διαφορετικές είναι (και αυτό θα επιβεβαιωθεί από την απήχηση που θα έχει το συγκεκριμένο άρθρο) οι απαντήσεις στο ερώτημα ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά τα στοιχεία και οι παράγοντες.
Μετά από τη λεγόμενη «στροφή»1 η οποία αποτελούσε αντεπανάσταση, ενδεχομένως όχι με κριτήριο τις προθέσεις των πρωταγωνιστών του κινήματος πολιτών2, αλλά με κριτήριο το κοινωνικοοικονομικό της περιεχόμενο, μπορούσε κανείς να διαβάζει σε άρθρα ιστορικών της πρώην ΓΛΔ ότι η 17η Ιούνη 1953 ήταν «προδιαγεγραμμένη» από τον Ιούλη του 1952, όταν έλαβε χώρα η 2η Συνδιάσκεψη του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας (ΕΣΚΓ).
Γι’ αυτό θεωρώ απαραίτητο για την κατανόηση της πορείας των εξελίξεων προς τη 17η Ιούνη να ξεκινήσω από την ανάδειξη της σημασίας των αποφάσεων της 2ης Συνδιάσκεψης του ΕΣΚΓ για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Ι. Η 2η ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΕΣΚΓ ΤΟΝ ΙΟΥΛΗ ΤΟΥ 1952 ΚΑΙ Η 17η ΙΟΥΝΗ 1953
Στη συζήτηση για τη 17η Ιούνη που εξελίσσεται μετά από τη «στροφή», δεν παρουσιάστηκε μόνο η θέση ότι αυτή ήταν ήδη προδιαγεγραμμένη από την απόφαση της μετάβασης στην οικοδόμηση των βάσεων του σοσιαλισμού. Με επιμονή υποστηρίχτηκε και μια δεύτερη θέση, σύμφωνα με την οποία αυτή η απόφαση πάρθηκε από την ηγεσία της ΓΛΔ και του ΕΣΚΓ αποκλειστικά με δική τους πρωτοβουλία, αγνοώντας μάλιστα μια «διαταγή από τη Μόσχα».
Και οι δύο θέσεις, παρμένες μαζί, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα «πνευματικά δικαιώματα» και η ευθύνη για τη 17η Ιούνη ανήκουν στην ηγεσία των ΓΛΔ/ΕΣΚΓ.
Ωστόσο, μια τέτοια αντίληψη της Ιστορίας θ’ αποτελούσε μια αλλόκοτη, παραμορφωμένη εικόνα της πραγματικότητας. Καμία από τις παραπάνω δύο θέσεις δεν επιβεβαιώνεται από τα ιστορικά γεγονότα.
[..] Πλήρης ομοφωνία κυριαρχούσε μεταξύ της ηγεσίας του ΚΚΣΕ και του ΕΣΚΓ και σχετικά με το ότι το πέρασμα στο σοσιαλισμό στη ΓΛΔ δε θα μπορούσε να προχωρήσει με τον ίδιο ρυθμό όπως στις χώρες των Λαϊκών Δημοκρατιών (σ’ αυτές έγινε το 1947-1948) προκειμένου να μην μπει κανένα εμπόδιο στη λύση του επιτακτικού καθήκοντος, δηλαδή την επίτευξη της ενότητας της Γερμανίας.
Ταυτόχρονα όμως επικρατούσε ομοφωνία και σχετικά με το ότι στην περίπτωση που θα προωθούνταν και θα βάθαινε η διαίρεση της χώρας από τις δυτικές δυνάμεις και τους Δυτικογερμανούς προστατευόμενούς τους, δε θα μπορούσε να διατηρηθεί τεχνητά για πάντα στη ΓΛΔ η αντιφασιστική-δημοκρατική τάξη πραγμάτων, αφού από αυτή θα μπορούσε να προκύψει είτε μια επιστροφή στον καπιταλισμό είτε ένα βήμα μπροστά στο σοσιαλισμό. […]
Υπήρχε λοιπόν πλήρης συμφωνία ανάμεσα στη Μόσχα και το ΕΣΚΓ στο ότι υπήρχαν δύο εναλλακτικές: Είτε αποκατάσταση μέσα σ’ ένα εύλογο χρονικό διάστημα, μιας ενιαίας, δημοκρατικής, ουδέτερης Γερμανίας είτε το πέρασμα κάποια στιγμή και της Σοβιετικής Ζώνης Κατοχής (ΣΖΚ)-ΓΛΔ στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. […] Ο περιβόητος «αποκλεισμός» του Δυτικού Βερολίνου10 σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί μόνο ως αγώνας για την εξουσία ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τις δυτικές δυνάμεις. Όπως ξεκάθαρα έδειξαν οι περαιτέρω εξελίξεις, προτεραιότητα της ΓΛΔ ήταν πάνω απ’ όλα η απομάκρυνση της υπονομευτικής εστίας που βρισκόταν στην καρδιά της ΓΛΔ.
Ήταν επιβεβλημένο από τις ίδιες τις συνθήκες για τη Σοβιετική Ένωση ν’ ασκήσει μια πολιτική στη Γερμανία η οποία άφηνε χώρο και στα δύο ενδεχόμενα και δεν έθετε κανένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. (Το να στιγματίζεις αυτό το γεγονός ως «δίπορτη πολιτική» και ως «παιχνίδι πόκερ του Στάλιν με τη ΓΛΔ» και να το τοποθετείς στη ζώνη του λυκόφωτος της ηθικής δε δείχνει, κατά τη γνώμη μου, σε καμία περίπτωση βαθιά γνώση της τότε κατάστασης).
Το γνωστό και πολυσυζητημένο σημείωμα του Στάλιν της 10ης Μάρτη 1952 προς τις τρεις δυτικές δυνάμεις, με την πρότασή του για τη δημιουργία μιας ενιαίας, δημοκρατικής και ουδέτερης Γερμανίας, ελεύθερης από στρατεύματα κατοχής, ικανοποιούσε ακριβώς αυτήν την αναγκαιότητα.
Απ’ τη μια πλευρά πρόσφερε τη μεγαλύτερη βοήθεια από τα έξω για όλες τις πολιτικές δυνάμεις της Γερμανίας οι οποίες είχαν ως στόχο το ξεπέρασμα της διαίρεσης της χώρας. Απ’ την άλλη μεριά, ανάγκασε όλους τους εσωτερικούς κι εξωτερικούς εχθρούς της ενότητας της Γερμανίας ν’ ανοίξουν τα χαρτιά τους και ν’ αναλάβουν ενώπιον του γερμανικού λαού και της Ιστορίας την ευθύνη για τη διατήρηση κι εμβάθυνση της διάσπασης της Γερμανίας.
Με την απόρριψη της σοβιετικής πρότασης, […] οι δυτικές δυνάμεις δεν άφησαν κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το ποιος είναι αυτός που απορρίπτει την ευκαιρία για υπερνίκηση της διαίρεσης και αντ’ αυτού την βαθαίνει μέχρι του σημείου να γίνει μόνιμη. Έτσι όμως ξεκαθάρισαν ιστορικά –πιεσμένοι από το σοβιετικό σημείωμα– ότι η απόφαση που πήρε μετά από δύο μήνες η ηγεσία της ΓΛΔ για το πέρασμα στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν ήταν αιτία, αλλά αναπόφευκτη συνέπεια της εμβάθυνσης της διαίρεσης της Γερμανίας, που είχαν επιφέρει εσκεμμένα οι δυτικές δυνάμεις και οι δυτικογερμανοί σύμμαχοί τους.
Αναπόφευκτη, επειδή στο μεταξύ οι πολιτικές, αλλά πάνω απ’ όλα οι οικονομικές συνθήκες στη ΓΛΔ απαιτούσαν να δοθεί περισσότερος χώρος στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στη βιομηχανία και κυρίως στη γεωργία. […]Με άλλα λόγια, η εξέλιξη της αντιφασιστικής-δημοκρατικής τάξης πραγμάτων της ΓΛΔ είχε φτάσει σ’ ένα σημείο όπου έπρεπε να παρθεί η απόφαση αν θα δέχονταν την επιστροφή στην καπιταλιστική τάξη πραγμάτων ή αν θα προχωρούσαν στη διαμόρφωση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η περαιτέρω αναβολή αυτής της απόφασης θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε στασιμότητα και σε σοβαρούς κλονισμούς.
Φυσικά, εδώ μπορούμε ν’ αντιτάξουμε το εξής: Η απόφαση για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν απέτρεψε αυτούς τους σοβαρούς κλονισμούς, ίσως μάλιστα να τους έφερε ακόμα πιο κοντά.
Όσο πολύ κι αν μια τέτοια ερμηνεία αντιστοιχεί στο «πλήρωμα του χρόνου», τόσο λίγο ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα.
Η εκρηκτική ύλη που είχε συσσωρευτεί μέχρι το δεύτερο μισό του 1952 στη ΓΛΔ κι εξερράγη στις 17 Ιούνη 1953 ήταν εντελώς διαφορετικής προέλευσης. Ένα μέρος της –αλλά σίγουρα όχι και το πλέον καθοριστικό– σχετίζεται με την αυξανόμενη αντίσταση των αντισοσιαλιστικών δυνάμεων στη ΓΛΔ, οι οποίες τότε (επτά μόνο χρόνια μετά από το τέλος της φασιστικής κυριαρχίας) ήταν φυσικά σχετικά δυνατές αριθμητικά και εν μέρει ακόμα οργανωμένες, αποτελώντας μια αξιόλογης ισχύος δύναμη ενάντια στην πορεία προς το σοσιαλισμό. Εν τούτοις, οι μεγαλύτερες δυσκολίες προέκυψαν από την όξυνση του Ψυχρού Πολέμου από την πλευρά των δυτικών δυνάμεων, οι οποίες διακήρυξαν ανοιχτά το πέρασμα σε μια πολιτική ανατροπής των σοσιαλιστικών καθεστώτων, ενώ στην Κορέα πέρασαν ήδη στο θερμό πόλεμο.
Στις 27 Αυγούστου 1952, ο Τζον Φόστερ Ντάλες, τότε σύμβουλος Εξωτερικών Υποθέσεων του υποψήφιου Προέδρου Αϊζενχάουερ, είπε ανοιχτά σ’ ένα λόγο του στο Μπάφαλο ότι ο πομπός της «Φωνής της Αμερικής» θα έπρεπε ν’ αρχίσει να καλεί σε αντίσταση τον πληθυσμό «πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα». Λίγες μέρες αργότερα, στις 3 Σεπτέμβρη 1952, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τρούμαν ανακοίνωσε σε μια ομιλία του ότι η μέχρι τότε πολιτική της «συγκράτησης» (Containment), της αποτροπής της περαιτέρω εξάπλωσης του σοσιαλισμού, θ’ αντικαθίστατο από την πολιτική της «απελευθέρωσης» των σοσιαλιστικών χωρών. Δεν έμεινε στα λόγια. Οι άνθρωποι εμπιστοσύνης των δυτικογερμανικών κομμάτων του μεγάλου κεφαλαίου […] έκαναν –ο καθένας στον κλάδο του– όσο το δυνατόν περισσότερα για να σαμποτάρουν τη λειτουργία της οικονομίας και της πολιτικής της ΓΛΔ.16
Εχθρικές δραστηριότητες ανέπτυσσε με επιμέλεια και το διαβόητο Ανατολικό Γραφείο του SPD. […]
Εκείνη την εποχή, στα Κομμουνιστικά Κόμματα υπήρχαν αυταπάτες για ένα «φιλειρηνικό» ιμπεριαλισμό, ο οποίος θα μπορούσε να βρίσκεται σε ειρηνική συνύπαρξη με το σοσιαλισμό, πράγμα που αποτελεί μια σπάνια εξαίρεση.[…]Γι’ αυτό ήδη απ’ το πρώτο πεντάχρονο πλάνο (1951-1955) διαπιστώθηκε ότι οι δυσαναλογίες στην οικονομική δομή που προέκυψαν από τη διαίρεση της Γερμανίας έπρεπε να εξαλειφτούν όσο το δυνατό γρηγορότερα μέσα από την ιεραρχημένη ανάπτυξη εκείνων των βιομηχανικών κλάδων, οι οποίοι ήταν αναπτυγμένοι κυρίως στο δυτικό τμήμα της Γερμανίας, ενώ στη ΓΛΔ ήταν ακόμα υποανάπτυκτοι ή εντελώς ανύπαρκτοι, παρόλο που ήταν απαραίτητοι για τη διασφάλιση της οικονομικής ανεξαρτησίας.
Η έναρξη του εξοπλισμού της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η ένταξή της στο δυτικό συμμαχικό σύστημα, οι αναγγελίες πλέον για το πέρασμα από την πολιτική της συγκράτησης στην πολιτική της «απελευθέρωσης» απαιτούσαν ανάλογα αντίμετρα στις σοσιαλιστικές χώρες και στη ΓΛΔ. Για τη ΓΛΔ αυτό σήμαινε την αναγκαιότητα αλλαγής σχεδίων και την υιοθέτηση του πρόσθετου καθήκοντος της οικοδόμησης των δικών της αμυντικών δυνάμεων σε πολύ μεγαλύτερη έκταση από την αναμενόμενη. Με δεδομένο ότι γι’ αυτό το καθήκον δεν ήταν διαθέσιμα ούτε επιπλέον υλικά, ούτε επιπλέον εργατικές δυνάμεις, ούτε επιπλέον χρηματικά μέσα, η επιδίωξη αυτού του καθήκοντος σήμαινε ότι θα έπρεπε να γίνουν περικοπές σε όλα τ’ άλλα συστατικά στοιχεία του οικονομικού πλάνου. Σε ποιες δυσκολίες περιερχόταν η οικονομία της ΓΛΔ με αυτόν τον τρόπο προκύπτει με παραστατικότητα από το σχέδιο μιας επιστολής της ΚΕ του ΕΣΚΓ προς την κυβέρνηση της ΕΣΣΔ το Γενάρη του 1953.18
[…]
Στις 20 Γενάρη 1953 το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΣΚΓ επικύρωσε το σχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού για το έτος 1953, καθώς και το σχέδιο του προγράμματος λιτότητας. Μέσα από περικοπές στις δαπάνες για τη διοίκηση, τον πολιτισμό, την ιατρική περίθαλψη, μέσα από την ανατίμηση διάφορων ειδών, την κατάργηση των εκπτώσεων στα εισιτήρια κλπ., συνολικά 33 μέτρα λιτότητας, έπρεπε να εξοικονομηθούν περίπου ενάμισι δισεκατομμύριο μάρκα.
Η αιτία αυτών των προβλημάτων δε συνδεόταν με την απόφαση της 2ης κομματικής Συνδιάσκεψης, αλλά με την όξυνση του Ψυχρού Πολέμου από την πλευρά των δυτικών δυνάμεων και τις ανοιχτές απειλές τους ενάντια στις σοσιαλιστικές χώρες για διάλυσή τους.
Τέλος, ως επιπλέον πηγή «εκρηκτικής ύλης» πρέπει να ξεχωριστεί και η Σοβιετική Επιτροπή Ελέγχου (ΣΕΕ), η οποία συνέχιζε να λειτουργεί σαν ένα είδος υπερκυβέρνησης, παραδίδοντας υπομνήματα στην κυβέρνηση της ΓΛΔ για όσα ζητήματα της φαίνονταν σημαντικά. Στα υπομνήματα αυτά, τα οποία τις περισσότερες φορές ήταν καταρτισμένα στη βάση πολύ εμπεριστατωμένης μελέτης της κατάστασης, περιέχονταν συμβουλές για αναλυτικά επεξεργασμένα μέτρα προς διεκπεραίωση.
ΙΙ. Η ΣΕΕ ΚΑΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΣΥΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ
Αν η Σοβιετική Στρατιωτική Διοίκηση της Γερμανίας δούλευε στην εποχή της ως δύναμη κατοχής και ανώτατη κυβερνητική Αρχή μέσω διαταγών,[…] η ΣΕΕ δούλευε μέσω συστάσεων, των οποίων η τήρηση και η εφαρμογή απαιτούσε αντίστοιχους νόμους και διατάγματα που σε κάθε περίπτωση είχαν κατηγορηματικό χαρακτήρα.
Τα υπομνήματα του δεύτερου μισού του 1952 και του πρώτου τριμήνου του 1953 ήταν κατά κανόνα αφιερωμένα στο ζήτημα: Από πού και πώς θα αποκτούσαν τα μέσα για το ξεπέρασμα των δυσχερειών στη χρηματοδότηση των επιπλέον δαπανών και στον εφοδιασμό με τρόφιμα. Όσο κι αν προσπαθούσαν τα στελέχη της ΣΕΕ να αποκτήσουν μια ακριβή εικόνα της κατάστασης στη ΓΛΔ και να προτείνουν τα ανάλογα μέτρα, άλλο τόσο γίνεται κατανοητό από τα υπομνήματα ότι στα προτεινόμενα μέτρα βάρυνε αποφασιστικά η δική τους πείρα από την εποχή της εκβιομηχάνισης και της επίθεσης ενάντια στους κουλάκους στη Σοβιετική Ένωση. Προτάθηκε ένα αυστηρό καθεστώς λιτότητας σε όλους τους τομείς, καθώς επίσης και η δραστική είσπραξη των καθυστερημένων αποδόσεων τροφίμων και φόρων από τους υπονομευτές μεγαλοαγρότες. Για να κερδίσουν χρήματα για τα πρόσθετα καθήκοντα, δόθηκαν μεταξύ άλλων συστάσεις για ριζικές περικοπές σε κοινωνικές παροχές: Υπολογισμός της αναρρωτικής στην κανονική άδεια, περιορισμός του κύκλου εγκεκριμένων θεραπειών, ατομική συμμετοχή στο κόστος της θεραπείας, αφαίρεση του δικαιώματος των ιδιωτών γιατρών να γράφουν θεραπείες κ.ά.
Ορισμένες από αυτές τις συστάσεις δεν υπολόγιζαν καθόλου ή υπολόγιζαν σε ανεπαρκή βαθμό τις ιδιαίτερες συνθήκες της Γερμανίας. Η υλοποίησή τους όξυνε ακόμα περισσότερο την αναπόφευκτη σκληρότητα του προγράμματος λιτότητας, και μάλιστα αυτό συνέβαινε στη διαιρεμένη Γερμανία με ανοιχτά σύνορα.
Η ηγεσία του ΕΣΚΓ και η κυβέρνηση ανταποκρίνονταν σ’ αυτές τις συστάσεις μόνο διστακτικά και υιοθετώντας μια πιο ήπια μορφή. Τα πιο καθοριστικά μέτρα εφαρμόστηκαν μόλις στα τέλη του 1952, ενώ τα χειρότερα ήρθαν λίγο αργότερα, το Μάρτη και τον Απρίλη του 1953. […]
Στις 9 Απρίλη 1953 αποκλείστηκε με διάταγμα από την παροχή εκπτωτικών δελτίων μια μεγάλη γκάμα του πληθυσμού. Δηλαδή αυτοί που θίγονταν από αυτό θα έπρεπε στο εξής ν’ αγοράζουν τα πάντα (τρόφιμα, ρούχα, παπούτσια) σε σημαντικά υψηλότερες τιμές. Από αυτό πλήττονταν όχι μόνο οι καπιταλιστές επιχειρηματίες, αλλά και οι έμποροι λιανικής και άλλοι αυτοαπασχολούμενοι. Στις 20 Απρίλη ακολούθησε ένα διάταγμα για τις τιμές, το οποίο επέφερε αύξηση στην τιμή του κρέατος και των «ζαχαρούχων εμπορευμάτων», κατ’ επέκταση και στη μαρμελάδα, τα υποκατάστατα μελιού και στα είδη αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής. Αυτή έπληξε πάνω απ’ όλα τους συνταξιούχους.
Τέλος, η μηνιαία καμπάνια για τον καθορισμό τεχνικά θεμελιωμένων νορμών εργασίας στις επιχειρήσεις λαϊκής ιδιοκτησίας ολοκληρώθηκε με την απόφαση της συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΣΚΓ της 13ης-14ης Μάη 1953, σύμφωνα με την οποία από 1 Ιούνη 1953 όλες οι εργασιακές νόρμες θα αυξάνονταν τουλάχιστον κατά 10%.
Αν και αυτά τα μέτρα αρκούσαν από μόνα τους για να ξεσηκώσουν σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού, αυτές οι διαθέσεις οξύνθηκαν ακόμα περισσότερο από την αδιανόητα χαζή επιχειρηματολογία, σύμφωνα με την οποία κάθε πραγματική επιδείνωση θ’ αποτελούσε ένα βήμα προς τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Για παράδειγμα, στο κύριο άρθρο της «Neues Deutschland»27 στις 11 Απρίλη 1953, η αφαίρεση του δελτίου τροφίμων για τους αυτοαπασχολούμενους παρουσιάζεται σαν «ένα ακόμα βήμα προς τη σταδιακή κατάργηση του συστήματος των δελτίων», δηλαδή σχεδόν ως ένα θετικό επίτευγμα. […]
Όσον αφορά τις διαθέσεις, η κατάσταση ήταν πολύ ευνοϊκή για όλες τις εχθρικές προς το σοσιαλισμό δυνάμεις εντός και εκτός ΓΛΔ. Το γεγονός αυτό αξιοποιήθηκε πλήρως για την έντονη αντικομμουνιστική και αντικυβερνητική υπονομευτική δουλειά που καλούσε σε ξεσηκωμό. Στο εσωτερικό της χώρας αξιοποιήθηκε –στη βάση της προνομιακής θέσης της Εκκλησίας– και η ηγεσία της Ευαγγελικής Εκκλησίας με τον αρχιεπίσκοπο Ντιμπέλιους.[…]
ΙΙΙ. ΤΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΗΣ 9ης ΙΟΥΝΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ:
Η ΣΥΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΙΟΥΝΗ ΤΟΥ 1953
Η κατάσταση που περιγράφηκε αποτελούσε μια εξαιρετικά μεγάλη δοκιμασία για το ΕΣΚΓ. Ωστόσο, τα ενεργά μέλη του –ακόμα κι αν δε συμφωνούσαν με ορισμένα μέτρα και υπερβολές, ιδιαίτερα με τις αυξήσεις στις τιμές– ήταν πεπεισμένα για την ορθότητα του βασικού προσανατολισμού του Κόμματος στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού και υπερασπίζονταν τα μέτρα της κυβέρνησης σε χιλιάδες καθημερινές συζητήσεις. […]
Έτσι λοιπόν, για μήνες ολόκληρους έρχονταν –κάθε μέρα από την αρχή– σε σκληρή αντιπαράθεση για την υπεράσπιση της γραμμής του Κόμματος και των μέτρων της κυβέρνησης μέχρι τις 11 Ιούνη 1953, οπότε και δημοσιεύτηκε στη «Neues Deutschland» το «Ανακοινωθέν του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΣΚΓ της 9ης Ιούνη 1953».
Μόλις διάβασαν αυτό το Ανακοινωθέν, δεν πίστευαν στα μάτια τους: Όλα αυτά που τόσο επίμονα και αμείλικτα υπερασπίζονταν ως σωστά και αναγκαία μπροστά σε συναδέλφους, γνωστούς και αγνώστους, χαρακτηρίζονταν με μια μονοκονδυλιά ως λάθη, τα οποία θα διορθώνονταν μέσω της αναίρεσης όλων των σχετικών μέτρων.
Αμηχανία, κούνημα του κεφαλιού λόγω δυσπιστίας, πικρία και το αίσθημα της ατιμωτικής γελοιοποίησης –αν όχι προδοσίας– τους από την καθοδήγηση, μεγάλη ανασφάλεια και παράλυση ιδιαίτερα των πιο ενεργών και πιστών συντρόφων: Αυτή ήταν η επίδραση και οι συνέπειες αυτού του Ανακοινωθέντος.
Αυτά τα συναισθήματα ήταν παραπάνω από κατανοητά. Δεν πρέπει να υπήρχε κανένα παράδειγμα στην ιστορία άλλου κόμματος που η ηγεσία να οδήγησε τα μέλη και τους οπαδούς του σε μια τόσο σκληρή μάχη και στο αποκορύφωμα αυτής ξαφνικά να ανακοίνωσε ότι όλα ήταν ένα λάθος και γι’ αυτό όλες οι μέχρι τότε διαμορφωμένες θέσεις πρέπει να αναιρεθούν. Εκείνο τον καιρό, η πεποίθηση ότι για έναν κομμουνιστή το Κόμμα είναι το ύψιστο, στο οποίο υποτάσσονται όλα τα προσωπικά, μάλλον δέχτηκε για πολλούς συντρόφους ένα σοβαρό πλήγμα.
Αυτό που τα απλά μέλη του Κόμματος δε γνώριζαν –και που μέχρι και σήμερα με λίγες εξαιρέσεις δε γνωρίζουν– είναι ότι εκείνες τις μέρες η ηγεσία έκανε με αυτό το Ανακοινωθέν απέναντι στα μέλη της ό,τι είχαν κάνει απέναντι στην ίδια με πολύ πιο βίαιο τρόπο. Και μάλιστα το έκανε αυτό μόνο κάτω από εξωτερική πίεση και με όσο πιο μετριασμένο τρόπο ήταν δυνατό.
Στις αρχές του Ιούνη του 1953 κλήθηκαν στη Μόσχα οι Ότο Γκρότεβολ, Βάλτερ Ούλμπριχτ και Φρεντ Έλσνερ (ως μεταφραστής), όχι όμως για να συσκεφτούν με τους Σοβιετικούς συντρόφους για το πώς θα τα βγάλουν πέρα με τη δύσκολη κατάσταση στη ΓΛΔ, αλλά για ν’ αποδεχτούν από αυτούς εγγράφως αυτό που είχε ήδη αποφασιστεί, ότι έπρεπε δηλαδή να προχωρήσουν σε μια απότομη αλλαγή πορείας και μάλιστα έπρεπε να φαίνεται ως τέτοια. Πρόκειται για μία διαδικασία που δεν είχε αναγκαστεί μέχρι τώρα να υποστεί καμία ηγεσία κάποιας χώρας συνδεδεμένης με τη Σοβιετική Ένωση.
Η αντιπροσωπία της ΓΛΔ παρέλαβε ένα τυπωμένο ντοκουμέντο με τον τίτλο «Μέτρα για την εξυγίανση της πολιτικής κατάστασης στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας», το οποίο διάβασε μεγαλοφώνως ο Έλσνερ ως μεταφραστής και στη συνέχεια ζητήθηκε από τους Γερμανούς να πάρουν θέση πάνω σ’ αυτό.
Το ντοκουμέντο ξεκινάει με τη μονόπλευρη διαπίστωση ότι: «Εξαιτίας της εφαρμογής μιας λαθεμένης πολιτικής γραμμής, έχει δημιουργηθεί στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία μια άκρως μη ικανοποιητική πολιτική και οικονομική κατάσταση».
Η διαπίστωση αυτή (σ.μ.: στην οποία θα γίνει αναφορά παρακάτω) ήταν μονόπλευρη […] Μόνο μετά από τις σχετικές υποδείξεις που έγιναν από την πλευρά της ΓΛΔ υπήρξε η παραδοχή ότι δε θα έπρεπε να τεθεί ζήτημα ευθύνης, γιατί ευθύνη είχαν και οι δύο πλευρές. Όμως οι αντιρρήσεις που υπήρχαν από τη γερμανική πλευρά όσον αφορά το περιεχόμενο δεν έγιναν δεκτές και η πρώτη γραπτή τοποθέτησή της απορρίφτηκε ως ανεπαρκής. […] Η απαιτούμενη συναίνεση δόθηκε τελικά, όσο δύσκολο κι αν πρέπει να ήταν αυτό για τους Γερμανούς συντρόφους.
Η διατύπωση του σοβιετικού ντοκουμέντου […] ήταν τόσο ανακριβής, που στο εσωτερικό της ηγεσίας του SED εξήχθησαν διαφορετικά συμπεράσματα για το αν η οικοδόμηση του σοσιαλισμού θα έπρεπε γενικά να συνεχιστεί ή όχι.
Έπειτα, το σοβιετικό ντοκουμέντο θεώρησε χωρίς διακρίσεις λάθος και απαίτησε την ανάκληση όλων των μέτρων της κυβέρνησης της ΓΛΔ που προωθήθηκαν στην πορεία του –συνιστώμενου από τη Σοβιετική Επιτροπή Ελέγχου– προγράμματος λιτότητας κι εφαρμόζοντας τις συστάσεις της ΣΕΕ για πιο αυστηρή είσπραξη των καθυστερημένων φόρων και τη συλλογή των αγροτικών προϊόντων. […]
Η κύρια σκέψη του ντοκουμέντου ήταν ότι «προς το παρόν το βασικό καθήκον είναι ο αγώνας για την ένωση της Γερμανίας σε δημοκρατική και ειρηνική βάση». Το καθήκον της πολιτικής πάλης για την αποκατάσταση της εθνικής ενότητας της Γερμανίας και για τη σύναψη μιας συνθήκης ειρήνης θα έπρεπε να βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής των πλατιών μαζών του γερμανικού λαού.
Με βάση αυτό, θα ήταν λογικό να συμφωνήσει η σοβιετική πλευρά με την πρόταση του Ότο Γκρότεβολ να αιτιολογηθεί η αλλαγή πλεύσης στην κοινή γνώμη της ΓΛΔ με το επιχείρημα της προσπάθειας για την ενότητα της Γερμανίας. Όμως αυτό απορρίφτηκε. Ολόκληρο το ντοκουμέντο και η πορεία των συνομιλιών δίνουν την εντύπωση ότι η σοβιετική πλευρά –ή ορισμένοι από τους αντιπροσώπους της– απέβλεπε στο να εκθέσει μπροστά στην κοινή γνώμη της ΓΛΔ και να μετατρέψει σε αποδιοπομπαίο τράγο την ηγεσία του ΕΣΚΓ, και πάνω απ’ όλα τον πλέον εξέχοντα εκφραστή της, τον Βάλτερ Ούλμπριχτ.
Έχοντας κανείς μια γενική εικόνα του ντοκουμέντου της Μόσχας στο σύνολό του, θα παρατηρήσει ότι, παρά το ζήλο να διαμορφωθεί ένα όσο το δυνατόν πιο εκτενές και πλήρες «μητρώο λαθών», δε θίχτηκε καθόλου ένα πραγματικά καθοριστικό ζήτημα: Η απόφαση που είχε παρθεί στα μέσα του Μάη για την αύξηση των νορμών από την 1η Ιούνη 1953! […]Στο Ανακοινωθέν της 9ης Ιούνη όπως και στην Απόφαση της Μόσχας περί «Εξυγίανσης» δε γίνεται καμία αναφορά στην ανάκληση της αύξησης των νορμών.
Η υπόθεση ότι κάποιοι από τη σοβιετική πλευρά θα είχαν συμφέρον να μετατρέψουν την ηγεσία του ΕΣΚΓ και ιδιαίτερα το Γενικό του Γραμματέα σε αποδιοπομπαίο τράγο, προκειμένου να ταρακουνήσουν τη θέση του, ενισχύεται αν μάθει κανείς πώς φτάσαμε στη συγγραφή του Ανακοινωθέντος της 9ης Ιούνη το οποίο προκάλεσε εντελώς αναπόφευκτα τη λαϊκή οργή. […]
Έτσι λοιπόν εμφανίστηκε το Ανακοινωθέν στις 11 Ιούνη 1953 και είχε ως αποτέλεσμα αυτό ακριβώς που φοβούνταν οι Ούλμπριχτ, Γκρότεβολ και Χέρνστατ: «Αποπροσανατόλισε, προκάλεσε πικρία στο Κόμμα και άνοιξε την πόρτα στον αντίπαλο». Λειτούργησε σαν αναμμένο σπίρτο που πετάχτηκε σ’ ένα ανοιχτό βαρέλι με βενζίνη. Ασφαλώς, η εκρηκτική ύλη είχε δημιουργηθεί, όμως το αν θα εκρήγνυτο ή αν θα «απενεργοποιούνταν» χωρίς να προκαλέσει κάποια ζημιά, αυτό εξαρτιόταν από το πώς θα την μεταχειρίζονταν. Μπορούσε να προβλεφθεί, προβλέφθηκε, υπήρξε η προειδοποίηση, όμως «κάποιος» επέμενε να ρίξει το αναμμένο σπίρτο μέσα στο βαρέλι με τη βενζίνη!
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback