Ζοζέ Σαραμάγκου: Σύντομος στοχασμός με αφορμή ένα πορτρέτο του Τσε Γκεβάρα
Άλλοι ομολογούν πως παρασύρθηκαν από τη μόδα των καιρών, την ίδια μόδα που μεγάλωνε τα γένια και μάκραινε τα μαλλιά, λες και η επανάσταση ήταν υπόθεση κομμωτικής.
Σύντομος στοχασμός με αφορμή ένα πορτρέτο του Τσε Γκεβάρα
Δεν έχει σημασία ποιο πορτρέτο. Το όποιο: σοβαρό, χαμογελαστό, με όπλο στο χέρι, με τον Φιντέλ ή χωρίς τον Φιντέλ, να βγάζει λόγο στον ΟΗΕ, νεκρός, με το στήθος γυμνό και μάτια μισάνοιχτα, σαν να ’θελε, ακόμη κι απ’ την άλλη μεριά της ζωής, να ακολουθήσει την τροχιά του κόσμου που έπρεπε να εγκαταλείψει, σαν να μην ήθελε να παραιτηθεί και ν’ αδιαφορήσει οριστικά για την πορεία των αναρίθμητων πλασμάτων που ακόμα δεν είχαν γεννηθεί.
Σε κάθε μία από τούτες τις εικόνες, θα μπορούσα να συλλογίζομαι επίμονα, με τρόπο λυρικό ή και δραματικό, με την πεζή αντικειμενικότητα του ιστορικού ή απλά σαν κάποιον ο οποίος ετοιμάζεται να μιλήσει για τον φίλο που ανακαλύπτει ότι έχασε επειδή δεν τον γνώρισε ποτέ…
Στη δυστυχισμένη και φιμωμένη Πορτογαλία του Σαλαζάρ και του Καετάνο έφτασε μια μέρα το παράνομο πορτρέτο του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, το πιο διάσημο απ’ όλα, εκείνο που είναι φτιαγμένο με έντονα μαύρα και κόκκινα στίγματα, που έγινε η παγκόσμια εικόνα για τα επαναστατημένα όνειρα των ανθρώπων, υπόσχεση για νίκες, σε τέτοιο βαθμό ελπιδοφόρες, που ποτέ δεν θα μπορούσανε να εκφυλιστούνε μες στη ρουτίνα ή το σκεπτικισμό, πριν οδηγήσουνε σε πολλούς ακόμα θριάμβους: του καλού ενάντια στο κακό, του δίκιου επί της αδικίας, της ελευθερίας απέναντι στην καταπίεση.
Καδραρισμένο ή στερεωμένο πρόχειρα στον τοίχο, ετούτο το πορτρέτο ήτανε παρόν σε παθιασμένες πολιτικές συζητήσεις στην πορτογαλική επικράτεια, στήριξε επιχειρήματα, μετρίασε απογοητεύσεις, αποκοίμισε ελπίδες.
Τον είδανε σαν Χριστό που είχε κατέβει απ’ το σταυρό για να ξεσταυρώσει την ανθρωπότητα, σαν ένα ον προικισμένο με απόλυτη εξουσία, ικανό να βγάλει από μια πέτρα το νερό που θα εξαφάνιζε τη δίψα, κι εκείνο το νερό να το κάνει κρασί, για να το πιει και να μεθύσει το μεγαλείο της ζωής.
Και όλα τούτα ήταν αληθινά, γιατί και το πορτρέτο του Τσε Γκεβάρα ήταν αληθινό στα μάτια εκατομμυρίων ανθρώπων· ήτανε το πορτρέτο της υπέρτατης αξιοπρέπειας του ανθρώπινου όντος.
Μα χρησιμοποιήθηκε κιόλας σαν ξεκάρφωτο διακοσμητικό σε πολλά σπίτια της μικροαστικής και μεσοαστικής πορτογαλικής διανόησης, όπου για τα μέλη της η πολιτική ιδεολογία της σοσιαλιστικής επιβεβαίωσης δεν πήγαινε πιο πέρα από ένα απλό καπρίτσιο της στιγμής, ένας τάχα επικίνδυνος δρόμος στη θέση της διανοητικής αδράνειας, μια επιπολαιότητα της υψηλής κοινωνίας που δεν μπόρεσε να αντέξει στο πρώτο σοκ της πραγματικότητας, όταν τα γεγονότα ήρθανε να απαιτήσουν την εκπλήρωση των λόγων.
Και τότε, το πορτρέτο του Τσε Γκεβάρα, απόδειξη αρχικά παθιασμένων υποσχέσεων και μελλοντικής δράσης, και τώρα δικαστής κρυμμένου φόβου, δειλής παραίτησης ή φανερής προδοσίας, κατέβηκε απ’ τους τοίχους και καταχωνιάστηκε, στην καλύτερη των περιπτώσεων, στο πάτο μιας ντουλάπας ή καταστράφηκε ολοσχερώς, όπως θα θέλαμε να κάνουμε με κάτι που θα μας γέμιζε ντροπή.
Ένα από τα πιο διδακτικά πολιτικά μαθήματα στην εποχή μας, θα ήτανε να ξέρουμε τι πιστεύουνε για τον εαυτό τους αυτές οι χιλιάδες άνδρες και γυναίκες σε όλο τον κόσμο, που κάποτε είχανε του Τσε Γκεβάρα το πορτρέτο στο κεφαλάρι του κρεβατιού τους ή μπροστά απ’ το γραφείο τους ή στο σαλόνι που υποδέχονταν τους φίλους και τώρα χαμογελάνε για ό,τι πιστεύανε ή υποκρίνονταν πως πιστεύανε.
Κάποιοι θα λέγανε πως άλλαξε η ζωή, πως ο Τσε Γκεβάρα, χάνοντας τη μάχη του, μας έκανε να χάσουμε και τη δική μας μάχη και πως για τούτο θα ’τανε ανώφελο ν’ αρχίσουμε το κλάμα, σαν το παιδί που του χύθηκε το γάλα.
Άλλοι θα ομολογούσαν πως άφησανε να τους παρασύρει μια μόδα εποχική, η ίδια που ήθελε μακριά μαλλιά και γένια, λες και η επανάσταση ήτανε υπόθεση κομμωτικής.
Οι πιο ειλικρινείς αναγνωρίζανε ότι πονάει η καρδιά τους, ότι μπορούνε να νιώσουνε μέσα σ’ εκείνη την καρδιά τη διαρκή κίνηση των τύψεων, σαν η πραγματική ζωή τους να είχε σταματήσει να κυλάει και τώρα τους ρώταγε επίμονα, κατά πού τραβάνε χωρίς ιδανικά, χωρίς ελπίδα, δίχως άποψη για το μέλλον που θα ’δινε κάποιο νόημα στο παρόν.
Ο Τσε Γκεβάρα –αν κάτι μπορεί να ειπωθεί– υπήρχε ήδη πριν καν να γεννηθεί· ο Τσε Γκεβάρα –αν κάτι μπορεί να δηλωθεί– συνέχισε να υπάρχει και μετά το θάνατό του.
Γιατί ο Τσε Γκεβάρα είναι απλά το άλλο όνομα για το δίκιο και την αξιοπρέπεια της ανθρώπινης ψυχής.
Αυτό που συνήθως βρίσκεται μέσα μας σε λήθαργο.
Αυτό που οφείλουμε να το ξυπνήσουμε για να συναντηθούμε και να γνωριστούμε μεταξύ μας, για να προσθέσει ο καθείς το ταπεινό του βήμα στο δρόμο τον κοινό.
Μετάφραση από ισπανικό κείμενο
Μπάμπης Ζαφειράτος, 18 Ιουν. 2018
Πηγή: www.rebelion.org, 11/10/2003. Μετάφραση από τα πορτογαλικά: Dominica Diez. El Latinoamericano, 9 de octubre de 2003]
*
Από Κατιούσα και: Τσε Γκεβάρα: Με του Μαρξ και του Ένγκελς το τραγούδι (5 ποιήματα) – Μια κριτική προσέγγιση
__________________
Ο Ζοζέ Σαραμάγκου (1922-2010) γεννήθηκε στο μικρό χωριό Αζινιάγκα της Πορτογαλίας, μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Λισαβόνας, από γονείς φτωχούς ακτήμονες αγρότες, που για να επιβιώσουν μετεγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα.
Το «Σαραμάγκου» ήταν παρατσούκλι της οικογένειας ντε Σόουσα, από ένα είδος ραφανίδας που έτρωγαν οι φτωχοί, και γράφτηκε στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς του.
Πέρασε τα σχολικά του χρόνια στη Λισαβόνα. Μετά το Δημοτικό βγήκε στη βιοπάλη, αρχικά ως κλειδαράς. Παρά την έφεσή του στα γράμματα, αναγκάστηκε να αφήσει το γυμνάσιο για μια τεχνική σχολή που τον βοήθησε να βρει δουλειά σαν μηχανικός αυτοκινήτων.
Παράλληλα επισκεπτόταν την Εθνική Βιβλιοθήκη, όσα βράδια παρέμενε ανοιχτή, και διάβαζε «χωρίς βοήθεια ή καθοδήγηση, παρά μόνο με την περιέργεια και τη θέληση να μάθω», όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του.
Το πρώτο του μυθιστόρημα Γη της Αμαρτίας εκδόθηκε το 1947, το οποίο μεσούσης της δικτατορίας πέρασε απαρατήρητο. Μετά από 19 χρόνια εξέδωσε το δεύτερο, την ποιητική ανθολογία Os Poemas Possiveis. Αυτομόρφωτος, μεταξύ άλλων εργάστηκε διοικητικός υπάλληλος, υπάλληλος εκδοτικών οίκων και συνεργάτης πολλών εφημερίδων ως σχολιαστής, υπεύθυνος λογοτεχνικών σελίδων και βιβλιοκριτικός.
Το 1964 εντάχθηκε στο Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και τον Απρίλη του 1974 συμμετείχε στην Επανάσταση των Γαρυφάλλων, που οδήγησε στην πτώση της χούντας του Σαλαζάρ.
Μετά την επανάσταση του 1974 υπήρξε για ένα διάστημα υποδιευθυντής της μεγάλης εφημερίδας της Λισαβόνας Diarios de Noticias.
Το δεύτερο μυθιστόρημά του ήταν το Εγχειρίδιο ζωγραφικής και καλλιγραφίας (1977). Ευρέως γνωστός έγινε με το Χρονικό του μοναστηριού (1982).
Έγινε ένας από τους πιο γνωστούς συγγραφείς στη χώρα του, χάρη κυρίως στα μυθιστορήματα του.
Το 1998 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Λίγα 24ωρα μετά την απονομή του βραβείου, εκείνο το φθινόπωρο του 1998, θα πει.
Προσωπικά θεωρώ τον εαυτό μου ηττημένο, ηττημένο όχι στις προσωπικές μου πεποιθήσεις, αφού αυτές κανένας δεν μπορεί να μου τις πάρει, ηττημένο όμως με την έννοια ότι όταν επιχειρήθηκε να τεθεί σε εφαρμογή μια νέα αντίληψη για τη ζωή απέτυχε παταγωδώς. Από την άποψη αυτή θεωρώ τον εαυτό μου ηττημένο. Είμαι όμως απολύτως πεπεισμένος ότι, ακόμη και αν εγώ δεν θα βρίσκομαι εδώ, η σημερινή ήττα θα μετατραπεί σε νέα πάλη και νέα νίκη που με τη σειρά της δεν θα είναι και αυτή οριστική. Δεν πρόκειται απλώς για ελπίδα, έχει να κάνει με το ότι δεν θέλω να χάσω τον μόνο λόγο που έχω για να ζω: τη συνείδηση του ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι ένας κόσμος καλός, το αντίθετο, και ότι είναι ανάγκη να τον αλλάξουμε.
Ο Σαραμάγκου εξέφραζε πάντα την αλληλεγγύη του στους αγωνιζόμενους λαούς όπου Γης, στη σοσιαλιστική Κούβα απαιτώντας την άρση του βάρβαρου αποκλεισμού από τις ΗΠΑ, και μέχρι την τελευταία του πνοή, σταθερός στα ιδανικά του, πάλευε ενάντια στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Το 2004, συγκλονισμένος από την τακτική γενοκτονίας του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων, δηλώνει:
Η Ραμάλα είναι το Άουσβιτς του σήμερα: Στη Ραμάλα είδα την ανθρωπότητα ταπεινωμένη και εκμηδενισμένη, όπως στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί.
Στην τελετή της κηδείας του τον αποχαιρέτησε από το Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ο (και σημερινός) Γενικός Γραμματέας του, Τζερόνιμο ντε Σόουσα, που στάθηκε στη μεγάλη προσφορά του εκλιπόντος. Κατά επιθυμία του ίδιου του Σαραμάγκου η σορός του αποτεφρώθηκε και η στάχτη του έμεινε στη Λισαβόνα.
Πέθανε στις 18 Ιουνίου 2010, σε ηλικία 87 ετών, νικημένος από τη λευχαιμία, στο νησί Λανθαρότε, στα Κανάρια Νησιά, όπου έζησε αυτοεξόριστος από το 1993, όταν κορυφώθηκε η ρήξη του με την πορτογαλική Εκκλησία, η οποία τον πολέμησε λυσσαλέα για το έργο του Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιο, ενώ η πορτογαλική κυβέρνηση απέρριψε την υποψηφιότητά του για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας, με το αιτιολογικό ότι… «δεν εξέφραζε τη χώρα».
Λίγο πριν πεθάνει εκδόθηκε το τελευταίο του αλληγορικό μυθιστόρημα Κάιν (Νοέμβρης 2009).
Οσο ζούσε εξέδωσε 30 έργα: μυθιστορήματα, ποιήματα, δοκίμια και θεατρικά έργα.
Τα γνωστότερα βιβλία του είναι:
Εγχειρίδιο ζωγραφικής και καλλιγραφίας (1977)
Από τη γη θρεμμένος (1980)
Ταξίδι στην Πορτογαλία (1981
Το χρονικό του μοναστηριού (1983)
Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις (1984)
Η πέτρινη σχεδία” (1986)
Ιστορία της Πολιορκίας της Λισαβόνας (1989)
Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον (1991)
Περί τυφλότητος (1995)
Όλα τα ονόματα (1997)
Η σπηλιά (2001)
Ο άνθρωπος αντίγραφο (2003)
Περί φωτίσεως (2004)
Πηγή βιογραφικού:Ριζοσπάστης και biblionet.gr – Περισσότερα για τις ελληνικές εκδόσεις των έργων του:
(2014) Η ιστορία της άγνωστης νήσου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2013) Ο φωταγωγός, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2013) Περί θανάτου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2012) Η σιωπή του νερού, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2011) Το τελευταίο τετράδιο, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2011) Χρονικό του μοναστηριού, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2010) Κάιν, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2010) Το τετράδιο, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2009) Το ταξίδι του ελέφαντα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2008) Μικρές αναμνήσεις, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2007) Όλα τα ονόματα, Alter – Ego ΜΜΕ Α.Ε.
(2007) Περί θανάτου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2006) Περί φωτίσεως, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2006) Το μεγαλύτερο λουλούδι του κόσμου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2005) Ο άνθρωπος αντίγραφο, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2004) Ιστορία της πολιορκίας της Λισαβόνας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2003) Η σπηλιά, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2001) Η ιστορία της άγνωστης νήσου, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2001) Όλα τα ονόματα, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2000) Η πέτρινη σχεδία, Εκδόσεις Καστανιώτη
(2000) Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1998) Ιστορία της πολιορκίας της Λισαβόνας, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1998) Περί τυφλότητος, Εκδόσεις Καστανιώτη
(1993) Η χρονιά που πέθανε ο Ρικάρντο Ρέις, Αλεξάνδρεια
(1990) Το χρονικό του μοναστηριού, Σύγχρονη Εποχή
*
Περικοπές εκ του κατά Σαραμάγκου Ευαγγελίου
«Το σώμα μου παράγει ορμόνες για να μεγαλώνουν τα γένια μου και κάποιες άλλες που με κρατάνε κομμουνιστή. Να αλλάξω; Για ποιο λόγο; Θα ντρεπόμουν».
«Είναι σαφές πως οι τραπεζίτες δεν είναι άνθρωποι για να τους εμπιστεύεται κανείς…»
Στο αριστούργημά του, Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον (Καστανιώτης) γράφει:
O Ιησούς σηκώθηκε, ένιωσε μια άπειρη δύναμη να ξυπνά στο πνεύμα του, εκείνη την ώρα ήταν ικανός να κάνει τα πάντα, να διώξει το θάνατο από εκείνο το κορμί, να κάνει να επιστρέψει σ’ αυτό η ύπαρξη και το είναι του ακέραια, ο λόγος, η κίνηση, το γέλιο και το δάκρυ ακόμη, όχι όμως κι ο πόνος, μπορούσε να πει, Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή, όποιος σε μένα πιστεύει, ακόμη και νεκρός, θα ζήσει, και θα ρωτούσε τη Μάρθα. Εσύ το πιστεύεις αυτό, και εκείνη θα απαντούσε, Ναι, πιστεύω ότι είσαι ο γιος του Θεού που θα ερχόταν στον κόσμο, κι έτσι, αφού βρίσκονται όλα τα χρειώδη διαθέσιμα και παρατεταγμένα, η δύναμη και η δυνατότητα, η θέληση να τις χρησιμοποιήσει, το μόνο που λείπει είναι ο Ιησούς, κοιτάζοντας το εγκαταλειμμένο από την ψυχή του σώμα, απλώνοντάς του τα χέρια, δείχνοντάς του το δρόμο της επιστροφής, να πει, Λάζαρε, σήκω, κι ο Λάζαρος να σηκωθεί, γιατί ο Θεός το θέλησε, ακριβώς όμως εκείνη τη στιγμή, την πραγματικά τελευταία και έσχατη, η Μαρία η Μαγδαληνή βάζει το χέρι της πάνω στον ώμο του Ιησού και του λέει. Κανείς δεν έχει αμαρτήσει τόσο στη ζωή του που ν’ αξίζει να πεθάνει δυο φορές, και τότε ο Ιησούς άφησε τα χέρια του να πέσουν και βγήκε έξω να κλάψει.
Όταν του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, είπε («Βήμα», 18/10/1998):
Σε έναν κόσμο όπου μια χούφτα άνθρωποι κατέχουν περισσότερα αγαθά από ό,τι ο μισός πληθυσμός του πλανήτη και κανένας δεν κάνει τίποτε γι’ αυτό, νομίζω ότι όλες οι υπόλοιπες συντέλειες περισσεύουν.
Στο βιβλίο του Το τετράδιο (Καστανιώτης) μνημονεύει τα λόγια του Πορτογάλου ποιητή Αλμέιντα Γκαρέτ:
Κι εγώ ρωτώ τους οικονομολόγους, τους πολιτικούς, τους ηθικολόγους: υπολόγισαν ποτέ τον αριθμό των ατόμων που υποχρεωτικά καταδικάζονται σε αθλιότητα, σε άνιση εργασία, σε εξαχρείωση, σε αφροσύνη, σε διεφθαρμένη άγνοια, σε ανίκητη δυστυχία, σε απόλυτη ένδεια, για να παραχθεί ένας πλούσιος;
Στην ερώτηση «γιατί παραμένει κομμουνιστής;», μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Πορτογαλίας από το 1964, απαντά:
Είμαι κομμουνιστής γιατί δεν θέλω να χάσω τον μόνο λόγο που έχω για να ζω: τη συνείδηση του ότι ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι ένας κόσμος καλός, το αντίθετο, και ότι είναι ανάγκη να τον αλλάξουμε.
*
Vayan y privaticen a la puta madre que les pario
Senadora Layda Sansores en la camara de Senadores.
Layda Sansores, γερουσιαστής του Μεξικού, στις 8 Δεκεμβριου 2013, για τις μεταρρυθμίσεις και ιδιωτικοποιήσεις στη χώρα της.
Το… ποίημα:
Μου φαίνεται μια χαρά
1 Σεπτεμβρίου (1995)
Επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στη Βολιβία και την Αργεντινή, οι κουνιάδοι μου φέρνουν την εφημερίδα Clarín της 30 Αυγούστου. Σε αυτήν ύπαρχει μια είδηση, σύμφωνα με την οποία θα κατατεθεί ένας νόμος για τον τουρισμό, που δίνει τη δυνατότητα εκμετάλλευσης σημαντικών αρχαιολογικών χώρων, όπως το Μάτσου Πίτσου και η Ακρόπολη του Τσαν-Τσαν, σε ιδιωτικές εταιρείες κατόπιν διεθνούς διαγωνισμού. Η Clarín αναφέρεται σε αυτό ως «ο τρελός αγώνας ιδιωτικοποίησης του Φουτζιμόρι». Ο συντάκτης του προτεινόμενου νόμου είναι κάποιος ονόματι Ricardo Marcenaro, πρόεδρος της Επιτροπής Τουρισμού, Τηλεπικοινωνιών και Υποδομών του Περουβιανού Νομοθετικού Σώματος, που συνοψίζεται στα ακόλουθα, χωρίς να χρειάζεται μετάφραση:
«Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το κράτος δεν έχει διαχειριστεί καλά τους αρχαιολογικούς μας χώρους, γιατί να μην τους παραχωρούσαμε σε εξειδικευμένες εταιρείες αυτού του τομέα που δραστηριοποιούνται σε άλλες χώρες με μεγάλη αποτελεσματικότητα;»
Μου φαίνεται ότι είναι μια χαρά.
Να ιδιωτικοποιηθεί το Μάτσου Πίτσου,
να ιδιωτικοποιηθεί το Τσαν Τσαν,
να ιδιωτικοποιηθεί η Καπέλα Σιστίνα,
να ιδιωτικοποιηθεί ο Παρθενώνας,
να ιδιωτικοποιηθεί ο Νούνο Γκονσάλβες,
να ιδιωτικοποιηθεί ο Καθεδρικό Ναός της Σαρτρ,
να ιδιωτικοποιηθεί η Αποκαθήλωση του Antonio da Crestalcore,
να ιδιωτικοποιηθεί το Πρόστωο της Δόξας του Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα,
να ιδιωτικοποιηθεί η Κορδιλιέρα των Άνδεων,
να ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα,
να ιδιωτικοποιηθεί η θάλασσα και ο ουρανός,
να ιδιωτικοποιηθεί το νερό και ο αέρας,
να ιδιωτικοποιηθεί τη δικαιοσύνη και ο νόμος,
να ιδιωτικοποιηθεί και το σύννεφο το περαστικό,
να ιδιωτικοποιηθεί το όνειρο, προπαντός αν είναι ημέρας και με τα μάτια ανοιχτά.Και σαν κερασάκι στην τούρτα όλων των ιδιωτικοποιήσεων,
ιδιωτικοποιήστε τα Κράτη, παραδίνοντας μια κι έξω
την εκμετάλλευσή τους σε ιδιωτικές εταιρείες με διεθνή διαγωνισμό.
Εκεί βρίσκεται η σωτηρία του κόσμου…Και τώρα, μια που μπήκατε στον κόπο,
ιδιωτικοποιήστε και την πουτάνα τη μάνα που σας γέννησε.Ζοζέ ντε Σούζα Σαραμάγκου (1922-2010)
Τα Σημειωματάρια του Λανθαρότε, 1 Σεπ. 1995 (Αυτοβιογραφικά κείμενα, 1993/95), Μετάφραση από ισπανικό, Μπ. Ζ. – Πηγή κειμένου: Marcona Protesta
____________________
Μάτσου Πίτσου: Η αρχαία Ακρόπολη των Ίνκας που βρίσκεται στο νότιο Περού.
Τσαν Τσαν: Η μεγαλύτερη πόλη της προ-Κολομβιανής εποχής στη Νότια Αμερική (Περού).
Καπέλα Σιστίνα: Το παρεκκλήσι του Αποστολικού Παλατιού, της επίσημης κατοικίας του Πάπα, στο Βατικανό. Αναγέρθηκε από τον Πάπα Σίξτο Δ’. Ολόκληρο με τοιχογραφίες μεγάλων αναγεννησιακών ζωγράφων, με τη φημισμένη οροφή και τον τοίχο του ιερού φιλοτεχνημένα από τον Μιχαήλ Άγγελο (1508-1512 και 1534-1541).
Νούνο Γκονσάλβες: Πορτογάλος ζωγράφος του 15ου αι.
Καθεδρικός Ναός της Σαρτρ: Η Παναγία της Σαρτρ στη Γαλλία (1145).
Αποκαθήλωση: Έργο του 1521 του Ιταλού ζωγράφου Ρόσο Φιορεντίνο (Τζοβάνι Μπατίστα ντι Γιάκοπο Ρόσο -Il Rosso. 1495, Φλωρεντία – 1540 Παρίσι).
Antonio da Crestalcore (Μπολόνια 1478-1513/1525): Στα αυτοβιογραφικά Σημειωματάρια του Λανθαρότε αναφέρεται ως ο μεγαλύτερος ζωγράφος του κόσμου.
Πρόστωο της Δόξας: Στον Καθεδρικό ναό, στην πόλη Santiago de Compostela, πρωτεύουσα της Γαλικίας, στην Ισπανία. Χτίστηκε μεταξύ 1075 και 1128, την εποχή των Σταυροφοριών. Ρωμανικού στυλ με ύστερα γοτθικά, αναγεννησιακά και Μπαρόκ στοιχεία, κατά την περίοδο της χριστιανικής Επανάκτησης.
*
Οι κεραίες της εποχής μας της ΕΡΤ, παραγωγής 2005
Greek documentary and interview of Jose Saramago, 2005
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
5 Trackbacks