Ναύαρχος Χόρτι: Από την καταστολή των Ουγγρικών Σοβιέτ στο πλευρό του Άξονα
Η συντονισμένη προσπάθεια της κυβέρνησης Ορμπάν, του ακροδεξιού Τζόμπικ, εκκλησιαστικών αξιωματούχων και αντισημιτικών ομάδων να προβάλουν ως εθνικό ήρωα το Χόρτι έχει λάβει διαστάσεις χιονοστιβάδας τα τελευταία χρόνια.
Ο Ναύαρχος Χόρτι που γεννήθηκε σαν σήμερα το 1868, ανήκει στη χορεία εκείνη των δικτατόρων της κεντρικής Ευρώπης, που, χωρίς να προέρχονται από το αμιγώς φασιστικό κίνημα των χωρών τους, συμβίβασαν εύκολα τον παραδοσιακού τύπου αυταρχικό κι εθνικιστικό συντηρητισμό τους με τις ναζιστικές επιδιώξεις, σε βαθμό που η πολιτική τους στην πράξη ελάχιστα να διαφέρει από εκείνη των “καθαρόαιμων” φασιστών, ιδιαίτερα σε θέματα αντιμετώπισης κομμουνιστών, Εβραίων και άλλων “ανεπιθύμητων”. Ο Μίκλος Χόρτι καταγόταν από οικογένεια της κατώτερης αριστοκρατίας, που ανήκε στην προτεσταντική (καλβινιστική) μειονότητα της Αυστροουγαρίας. Αποφοίτησε από τη σχολή του Πολεμικού Ναυτικού στο Φιούμε και υπηρέτησε για πολλά χρόνια σε ανώτερες θέσεις του Αυστροουγγρικού Πολεμικού Ναυτικού, ιδιαίτερα κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις 31 Οκτώβρη κατόπιν εντολής του τελευταίου αυτοκράτορα της Αυστροουγγαρίας παρέδωσε το στόλο στο νεοϊδρυθέν βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας.
Μετά την εγκαθίδρυση των Ουγγρικών Σοβιέτ του Μπέλα Κουν το 1919 έγινε υπουργός Άμυνας στην αντεπαναστατική κυβέρνηση που σχηματίστηκε στην πόλη Σζέγκεντ, μπαίνοντας στην ηγεσία της καταστολής των κομμουνιστών. Ως αρχηγός του λεγόμενου “Εθνικού Στρατού” μπήκε θριαμβευτικά στη Βουδαπέστη στις 16 Νοέμβρη 1919, εγκαινιάζοντας μια περίοδο “Λευκής Τρομοκρατίας” κατά Κομμουνιστών, Σοσιαλιστών και Εβραίων, παρότι πολλοί απολογητές του ναυάρχου αρνούνται ή υποβαθμίζουν την προσωπική του ευθύνη για τα γεγονότα.
Η μοναρχία τυπικά αποκαταστάθηκε, ωστόσο για λόγους εσωτερικών και πολιτικών ισορροπιών η επιστροφή της δυναστείας των Αψβούργων δεν κρίνονταν πρόσφορα. Έτσι ο Χόρτι βρήκε την ευκαιρία να αναδειχθεί σε “προσωρινό” αρχηγό του κράτους την 1η Μάρτη του 1920 με ψήφους της Εθνοσυνέλευσης, ενώ μετά την επίσημη έξωση των Αψβούργων στη Μαδέιρα έλαβε κι επίσημα επικεφαλής της Ουγγαρίας, της “αβασίλευτης μοναρχίας”. Κατέστειλε μάλιστα δυο φορές πραξικοπηματικές απόπειρες του Καρόλου Δ’ να επανακταλάβει το θρόνο. Στο εσωτερικό μέτωπο στράφηκε αποφασιστικά κατά των κομμουνιστών και των εβραίων, προωθώντας το ιδεολόγημα του “εβραιομπολσεβικισμού”, λόγω της σημαντικής συμμετοχής Εβραίων, όπως ήταν ο ίδιος ο Κουν, στα Ουγγρικά σοβιέτ. Καλλιέργησε ιδιαίτερα τον μαγυάρικο εθνικισμό, τονίζοντας τη “μοναδικότητα” του ουγγρικού εθνικού χαρακτήρα και πολιτισμού. Ακολούθησε μια πολιτική πατερναλισμού έναντι εργατών και αγροτών, χωρίς να προχωρήσει σε αναδιανομή της γης, μη θέλοντας να θίξει τα συμφέροντα της γαιοκτητικής αριστοκρατίας, από τις παρυφές της οποίας προερχόταν κι ο ίδιος. Την περίοδο της πρωθυπουργίας του Γκιούλα Γκόμπος εκείνος προσπάθησε να επιβάλει ένα αμιγώς φασιστικό καθεστώς στα μουσολινικά πρότυπα.
Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου ο Χόρτι αναγκάστηκε να αποδεχθεί τους όρους της ειρήνης του Τριανόν το 1920, σύμφωνα με την οποία η Ουγγαρία έχασε τα 2/3 της προπολεμικής της επικράτειας και 1/3 του μαγυάρικου πληθυμσού της. Κατόπιν ηγήθηκε της αλυτρωτικής εκστρατείας αναθεώηρησης της συνθήκης, με το σύνθημα Nem, nem, soha! (Όχι, όχι ποτέ!). Ως τελικός στόχος προβαλλόταν η αποκατάσταση του μεσαιωνικού βασιλείου του Αγίου Στεφάνου στα ιστορικά του σύνορα, για το λόγο αυτό προσέγγισε τις βασικές αναθεωρητικές δυνάμεις της ηπείρα, δηλαδή τη ναζιστική Γερμανία, τη φασιστική Ιταλία και την επίσης υπό φασιστικό καθεστώς ευρισκόμενη Αυστρία. Αρχικά ο Χόρτι υπέγραψε τα Πρωτόκολλα της Ρώμης, τα οποία δεν ίσχυσαν τελικά λόγω της αυξανόμενης αδυναμίας Αυστρίας και Ιταλίας. Ακολούθως η Ουγγαρία προσέγγισε το Τρίτο Ράιχ, μια πολιτική που απέφερε καρπούς μετά τη Συμφωνία του Μονάχου, καθώς λίγο μετά ο Χίτλερ παραχώρησε τμήματα της Σλοβακίας στην Ουγγαρία. Το 1940 η Ουγγαρία μπήκε επίσημα στο πλευρό του Άξονα, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα μια περιοχή της Ρουμανίας που είχε καταλάβει η Γερμανία προηγουμένως.
Η συνεργασία με τη Γερμανία αντικατοπτρίστηκε και στην όξυνση της αντισημιτικής νομοθεσίας στην Ουγγαρία, οι οποίοι ήδη αντιμετώπιζαν περιορισμούς στις σπουδές και την πρόσβαση σε εργασία στο δημόσιο τομέα. Το 1938 υιοθετήθηκε μια σειρά νόμων που παρέπεμπε ευθέως στη ρατσιστική νομοθεσία των νόμων της Νυρεμβέργης του 1935. Μετά το 1940 άρχισαν να εκδιώκονται Εβραίοι από τις περιοχές που είχαν καταλάβει οι Ούγγροι με γερμανική βοήθεια, με προορισμό κατεχόμενα εδάφη της Πολωνίας, όπου αποστέλλονταν στα ναζιστικά στρατόπεδα. Αρχικά ωστόσο φοβούμενη διεθνείς περιπλοκές, η ουγγρική κυβέρνηση αρνούνταν να μεταφέρει τον εβραϊκό πληθυσμό της κυρίως επικράτειας σε στρατόπεδα μες στη χώρα ή να τους παραδώσει στις γερμανικές αρχές.
Μετά την απευθείας κατάληψη της χώρας από ναζιστικά στρατεύματα ωστόσο, και την τοποθέτηση της κυβέρνησης μαριονέτας του Ντέμ Στογιάι την άνοιξη του 1944, τα 3/4 των Εβραίων της Ουγγαρίας μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς, μέχρι που ο Χόρτι υποκύπτοντας σε διεθνείς πιέσεις έδωσε εντολή να σταματήσει η μεταφορά τους. Από τον αρχικό πληθυσμό 800.000 Εβραίων επέζησαν μόνο 200.000, κυρίως της Βουδαπέστης.
Η ραγδαία προέλαση του Κόκκινου Στρατού τον ανάγκασε να προβεί σε διαπραγματεύσεις εκεχειρίας με την ΕΣΣΔ, οδηγώντας στην ανατροπή και σύλληψή του από γερμανικά Ες-Ες, ενώ την κυβέρνηση ανέλαβε η καθαρά φασιστική παράταξη του Φέρεντς Σάλασι. Απελευθερώθηκε το 1945 από τον αμερικανικό σρατό, ενώ το 1948 κατέφυγε αρχικά στην Ελβετία κι έπειτα στην Πορτογαλία του Σαλαζάρ. Εκεί συνέγραψε τα απομνημονεύματά του στα Γερμανικά, τα οποία δημοσίευσε το 1953, υπερασπιζόμενος ως “πατριωτική” την πολιτική του στον πόλεμο, ενώ είχε έμμεση ανάμειξη και στην Ουγγρική Αντεπανάσταση του 1956, λειτουργώντας ως σημείο αναφοράς για τους συνωμότες, πολλοί εκ των οποίων παλιοί του συνεργάτες, που άρχισαν να διεισδύουν στη χώρα, καθώς κατέρρευσαν οι συνοριακοί έλεγχοι, με την ενθάρρυνση της τότε ουγγκρικής κυβέρνησης του Ίμρε Νάγκι.
Έφυγε από τη ζωή το 1957 στο πορτογαλικό Εστορίλ, όπου και τάφηκε. Στη διαθήκη του ζήτησε να επιστραφεί το πτώμα του στην Ουγγαρία μόνο με τον όρο της αποχώρησης και του τελευταίου σοβιετικού στρατιώτη. Πράγματι το 1993, δυο χρόνια μετά την αποχώρηση του Κόκκινου Στρατού τα λείψανα του Χόρτι μεταφέρθηκαν στη γενέτερά του Κεντερές και τάφηκαν παρουσία μελών της ουγγρικής κυβέρνησης σε μαυσωλείο που είχε δημιουργηθεί με κρατική επιχορήγηση.
Παρά την πρώιμη αυτή απόπειρα αποκατάστασης της μνήμης του, ως και τις αρχές της δεκαετίας του 2000 η κοινή γνώμη είχε αρνητική άποψη για το δικτάτορα. Η συντονισμένη προσπάθεια της κυβέρνησης Ορμπάν, του ακροδεξιού Τζόμπικ, εκκλησιαστικών αξιωματούχων και αντισημιτικών ομάδων να προβάλουν ως εθνικό ήρωα το Χόρτι έχει λάβει διαστάσεις χιονοστιβάδας τα τελευταία χρόνια. Πριν ένα χρόνο ο Ορμπάν επαινούσε το ναύαρχο ως “Εξαιρετικό αρχηγό κράτους”, με παράλληλη προσπάθεια να στιγματιστεί οποιοσδήποτε αμφισβητεί αυτό το εξιδανικευτικό αφήγημα ως “πράκτορας του εχθρού, Εβραίος ή κομμουνιστής”.