Γκεόργκι Δημητρόφ – Ο ηγέτης που ταπείνωσε τα “μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά”
Το όνομά του έγινε σύνθημα και τραγούδι στα χείλη χιλιάδων συντρόφων του, όταν το 1933 ταπείνωσε τη ναζιστική δικαστική μηχανή με τη θρυλική απολογία του στη Λειψία, όταν κατηγορήθηκε ψευδώς για την πυρκαγιά του Ράιχσταγκ.
Μια από της σημαντικότερες μορφές του κομμουνιστικού κινήματος των Βαλκανίων και της Ευρώπης ήρθε στον κόσμο σαν σήμερα το 1882 στο Κοβάτεβτσι της Βουλγαρίας. Το όνομά του έγινε σύνθημα και τραγούδι στα χείλη χιλιάδων συντρόφων του, όταν το 1933 ταπείνωσε τη ναζιστική δικαστική μηχανή με τη θρυλική απολογία του στη Λειψία, όταν κατηγορήθηκε ψευδώς για την πυρκαγιά του Ράιχσταγκ. Από τους πρωτοπόρους του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα του, είχε την τύχη να ηγηθεί του αντιφασιστικού αγώνα των Βουλγάρων, ενώ αμέσως μετά τον πόλεμο έγινε ηγέτης της σοσιαλιστικής Βουλγαρίας, λίγα χρόνια πριν ο θάνατος διακόψει μια πορεία δεκαετιών αφοσιωμένη στην υπηρεσία της εργατικής τάξης της Βουλγαρίας και διεθνώς.
Προερχόταν από εργατική οικογένεια και το 1894 ξεκίνησε ο ίδιος μια μαθητεία ως στοιχειοθέτης σε τυπογραφεία, ενώ αργότερα έγινε μέλος του πρώτου συνδικάτου της Βουλγαρίας, εκείνο των βιβλιοδετών. Το 1902 έγινε μέλος του σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος της Βουλγαρίας, το οποίο ένα χρόνο αργότερα διασπάστηκε με την αποχώρηση της επαναστατικής πτέρυγας, των “Στενών Σοσιαλιστών”, στους οποίος προσχώρησε ο Δημητρόφ το 1904. Με την παρότρυνση του τότε γραμματέα Ντίμιταρ Μπλαγκόεφ εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, οργανώνοντας το 1906 την πρώτη μαζική απεργία της χώρας, επί 35 μέρες, στα κρατικά ανθρακωρυχεία, τους σιδηροδρόμους και άλλους τομείς της βιομηχανίας. Παρά τις συνεχείς διώξεις σε βάρος του, συνέχισε με επιτυχία να πρωτοστατεί σε εργατικές κινητοποιήσεις. Από το 1913 ως το 1923 υπήρξε βουλευτής στο βουλγαρικό κοινοβούλιο, ενώ φυλακίστηκε για την αντιπολεμική του δράση κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1919, υπό την επίδραση της Οχτωβριανής Επανάστασης, οι “Στενοί Σοσιαλιστές” μετονομάστηκαν σε Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας και προσχώρησαν στην Γ’ Κομμουνιστική Διεθνή. Η απήχηση των Βουλγάρων κομμουνιστών αποτυπώθηκε στις εκλογές του 1920, όταν το ΚΚΒ αναδείχθηκε δεύτερη δύναμη με 20%, πίσω από τους αγροτιστές του Αλεξάνταρ Σταμπολίσκι. Η συμμαχία μεταξύ των δύο κομμάτων δε στάθηκε εφικτή, ενώ τρία χρόνια μετά ο Σταμπολίσκι ανετράπη από στρατιωτικό πραξικόπημα, ενώ μέλη του Μακεδονικού Κομιτάτου τον βασάνισαν και τον δολοφόνησαν, καθώς αντιδρούσαν στην εγκατάλειψη της αλυτρωτικής πολιτικής στο Μακεδονικό. Ακολούθησε η δικτατορία του Αλεξάνταρ Τσαγκόφ, ενάντια στην οποία το ΚΚΒ οργάνωση εξέγερση το φθινόπωρο του 1923, μετά από κριτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τη μη συνεργασία των κομμουνιστών με το Σταμπολίσκι κι αυτό που αξιολογούνταν ως “παθητική στάση” κατά το πραξικόπημα εναντίον του. Η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα, κι ο Δημητρόφ, που καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο κατέφυγε με τους οπαδούς αρχικά στην Αυστρία και μετά στη Γερμανία.
Η εμπειρία αυτή τον οδήγησε, στηριγμένος και στη θεωρία του Λένιν περί ιμπεριαλισμού, στη διατύπωση της διάσημης θεωρίας του περί φασισμού, που αποκρυσταλλώθηκε λίγα χρόνια μετά και η οποία έμελε να καθορίσει την πολιτική των κομμουνιστών στο μεσοπόλεμο αλλά και να καθορίσει για δεκαετίες τη συζήτησε περί φασισμού εντός κομμουνιστικού κινήματος. Από τα τέλη του 1923 άρχισε να καταλαμβάνει σημαντικές θέσεις εντός Κομμουνιστικής Διεθνούς, με αρμοδιότητα κυρίως τα Βαλκάνια, ενώ ανέλαβε ντε φάκτο την ηγεσία του μικρού αυστριακού ΚΚ, που σπαρασσόταν από εσωτερικές διαμάχες, λειτουργώντας ως εκπρόσωπός του στην Εκτελεστική Γραμματεία της ΚΔ.
Κατά την πυρπόληση του Ράιχσταγκ, η οποία με βάσει τα περισσότερα διαθέσιμα στοιχεία υπήρξε ναζιστική προβοκάτσια, ο Δημητρόφ βρισκόταν στην Γερμανία και συνελήφθη μαζί με τους συντρόφους Μπλάγκοϊ Πόποβ και Βασίλ Τάνεφ, ενώ κατηγορίες απαγγέλθηκαν στο Γερμανό κομμουνιστή βουλευτή Έρνστ Τόργκλερ και τον ψυχικά ασταθή Ολλανδό Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε. Το δικαστήριο απέρριψε τους μάρτυρες υπεράσπισης του Δημητρόφ και το δικαίωμά του να επιλέξει δικηγόρο. Ο κομμουνιστής ηγέτης ανέλαβε τότε μόνος του την υπεράσπισή του, σε μια απολογία που άφησε εποχή, καθώς αποτέλεσε ένα αμείλικτο ξεσκέπασμα της ναζιστικής σκευωρίας, με επικεφαλής τον Χέρμαν Γκαίρινγκ. Θορυβημένοι οι ναζί δικαστές διέταξαν την απομάκρυνση των μεγάφωνων που μετέδιδαν τη δίκη στους δρόμους γύρω από το δικαστήριο.
Το φιάσκο των φασιστών υπήρξε ανεπανάληπτο, καθώς παρά το στρατό μαρτύρων κατηγορίας που επιστράτευσαν οι δικαστές, κανείς δεν μπόρεσε να αποδείξει εμπλοκή των κατηγορουμένων στον εμπρησμό, αντίθετα ο Δημητρόφ με ερωτήσεις στον Γκαίρινγκ και τον Γκέμπελς τους απέσπασε την παραδοχή ότι κανείς στη γερμανική ηγεσία δεν ανέμενε κάποια εξέγερση, άρα δεν είχε λάβει και σχετικά μέτρα για την αποτροπή τους. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου μάλιστα αναφώνησε κάποια στιγμή “Στο εξωτερικό πιστεύουν ήδη ότι εσείς, κι όχι εγώ, διευθύνεται την ακροαματική διαδικασία!”
Στο τέλος της απολογίας του, ο Δημητρόφ με τη συγκλονιστική του κατακλείδα επισφράγισε μια για πάντα τη θέση του στο πάνθεον των μεγαλύτερων κομμουνιστών του 20ου αιώνα: “Παραδέχομαι ότι η γλώσσα μου είναι οξεία και σκληρή. Ο αγώνας κι η ζωή μου ήταν πάντα οξείες και σκληρές. Αλλά η γλώσσα αυτή είναι ανοιχτή και ειλικρινής. Φροντίζω να λέω τα πράγματα με τ’όνομά τους. Δεν είμαι δικηγόρος, που υποχρεωτικά υπερασπίζεται τον πελάτη του. Υπερασπίζομαι τον εαυτό μου ως κατηγορούμενος κομμουνιστής. Υπερασπίζομαι τη δική μου κομμουνιστική, επαναστατική τιμή. Υπερασπίζομαι τις ιδέες μου, την κομμουνιστική μου ιδεολογία. Υπερασπίζομαι το νόημα και το περιεχόμενο της ζωής μου.”
Ο Δημητρόφ αθωώθηκε πανηγυρικά, χάρη και στην πρωτοβουλία της ΕΣΣΔ να δεσμεύσει γερμανικά αεροπλάνα τα οποία βρίσκονταν για εκπαιδευτικούς λόγους σε σοβιετικό έδαφος στα πλαίσια της συμφωνίας του Ραπάλο (1922), που σύντομα θα ακυρωνόταν. Οι σοβιετικές αρχές δήλωσαν πως τα αεροσκάφη δε θα επέστρεφαν αν δεν απελευθερώνονταν όλοι οι κομμουνιστές κρατούμενοι. Στις 27 Φλεβάρη 1934 απελάθηκε στην ΕΣΣΔ, όπου έγινε δεκτός θριαμβευτικά ως ο “Ήρωας της Λειψίας”. Ως μέλος της πολιτικής γραμματείας της ΚΔ ο Δημητρόφ υπήρξε ένας από τους εισηγητές της στροφής της οργάνωσης στην πολιτική των “Λαϊκών Μετώπων”, που υιοθετήθηκε επίσημα στο 7ο συνέδριό της το 1935, εκφωνώντας και τη σχετική ομιλία με τίτλο “Η επίθεση του φασισμού και τα καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς για την ενότητα της εργατικής τάξης κατά του φασισμού”. Εκεί διατύπωσε και τον περίφημο όσο και πολυσυζητημένο ορισμό του φασισμού ως “ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, σωβινιστικών και ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου”. Ομόφωνα εξελέγη νέος γ.γ της ΚΔ στο ίδιο συνέδριο.
Μετά την αυτοδιάλυση της ΚΔ το καλοκαίρι του 1943 ο Δημητρόφ ανέλαβε καθήκοντα στο τμήμα διεθνών πληροφοριών της ΚΕ του ΚΚΣΕ, ως την επιστροφή του στη Βουλγαρία το Νοέμβρη του 1945. Από τη Μόσχα ο Δημητρόφ επόπτευσε τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης στην πατρίδα του κατά των δωσιλόγων, μέσω των Λαϊκών δικαστηρίων που καταδίκασαν σε θάνατο ή ισόβια τους πρωτεργάτες του προηγούμενου καθεστώτος. Κυβερνητικά καθήκοντα ανέλαβε ο Δημητρόφ το 1946, εδραιώνοντας σταδιακά τη σοσιαλιστική εξουσία και εξασφαλίζοντας την πρωτοκαθεδρία των κομμουνιστών στην κυβέρνηση, προκαλώντας την οργή των αντιπάλων του που τον κατηγορούσαν για τον παραμερισμό των αστικών πολιτικών κομμάτων, όπως έγινε με την εκτέλεση του Νικόλα Πέτκοφ, αρχηγού της Αγροτικής Ένωσης, με την κατηγορία πως στόχευε σε υποκίνηση εξέγερσης.
Το 1947 υπήρξε μια προσέγγιση με την Γιουγκοσλαβία του Τίτο, που κορυφώθηκε με την υπογραφή συμφώνου φιλίας μεταξύ των δύο κρατών, με στόχο την ομοσπονδιοποίηση των δύο χωρών, με το Δημητρόφ να καλεί και τη Ρουμανία να συμμετάσχει στη σοσιαλιστική ομοσπονδία. Σύμφωνα με τα ημερολόγια του Δημητρόφ, ο Στάλιν χαιρέτισε την ένωση αυτή αρχικά καθώς ” Με το βήμα αυτό τίθεται η αρχή της ένωσης όλων των σλαβικών λαών που είναι υποχρεωμένοι να βοηθούνται και να αλληλοϋπερασπίζονται για να μη βρεθούν απροετοίμαστοι όταν μελλοντικά πιθανώς –ή μάλλον σίγουρα- τους επιτεθούν. Η παλιά σλαβοφιλία εξέφραζε την επιδίωξη της τσαρικής ρωσίας να υποτάξει τους σλάβικους λαούς. Η δική μας είναι τελείως διαφορετική, ένωση ισότιμων λαών για την κοινή υπεράσπιση της ύπαρξής τους. Εμείς δεν επιβάλλουμε τίποτα στους άλλους λαούς, δεν παρεμβαίνουμε στις εσωτερικές υποθέσεις τους. Ας κάνουν αυτό που μπορούν.” Αργότερα ωστόσο, ο Στάλιν κάλεσε τους δυο ηγέτες στη Μόσχα το Φλεβάρη του 1948 επικρίνοντάς τους για τα σχέδια περί ομοσπονδιοποίησης, κάτι που αντανακλούσε τη ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ σοβιετικής και γιουγκοσλαβικής ηγεσίας.
Τα ημερολόγια του Δημητρόφ είναι γενικά μια χρήσιμη πηγή για την ιστορία του κομμουνιστικού κόμματος διεθνώς, πρέπει ωστόσο να λάβει κανείς υπόψη ότι δεν προορίζονταν για δημοσίευση. Αυτό σημαίνει αφενός πιο “αυθεντικές”, αφιλτράριστες καταγραφές, από την άλλη ένα ύφος συχνά ελλειπτικό και χωρίς διευκρινήσεις σε πολλά σημεία, δυσκολεύοντας την ερμηνεία των συμφραζομένων τους. Ο γιος του Δημητρόφ επέλεξε να το εκδώσει μετά τις ανατροπές, καθώς αυτό, όπως και το σύνολο της περιουσίας του ΚΚΒ έπεσε στα χέρια του αστικού κράτους της Βουλγαρίας και υπήρχε ο φόβος της κατά το δοκούν επιλεκτικής αξιοποίησής του από τις νέες αρχές της χώρας. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, πολλές συζητήσεις ξεσήκωσε η αναφορά του Δημητρόφ σε συζήτησή του με το Στάλιν εν μέσω Δεκεμβριανών, όπου ο τελευταίος φέρεται να δηλώνει πως οι Έλληνες κομμουνιστές είχαν κάνει “βλακεία” φεύγοντας από την κυβέρνηση Παπανδρέου, υπολογίζοντας ίσως σε βοήθεια από τον Κόκκινο Στρατό, πράγμα αδύνατον.
Το συγκεκριμένο απόσπασμα ήρθε να αναζωπυρώσει μια παραφιλολογία που είχε ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του ’70, μετά τη δημοσίευση του τηλεγραφήματος Δημητρόφ στο οποίο ο “παππούς” όπως ήταν το ψευδώνυμό του, συμβούλευε στις 15 Γενάρη 1945 την ηγεσία του ΚΚΕ να μην αναμένει στρατιωτική βοήθεια από τη Βουλγαρία ή τη Γιουγκοσλαβία και να ρίξει το βάρος της στο δημοκρατικό αγώνα. Όπως έχουμε σημειώσει πολλές φορές σε παρόμοιες αφορμές (συμφωνία ποσοστών π.χ), δεν είναι σπάνιες οι φορές που οι ίδιοι “λαθολόγοι” κατηγορούν από τη μια το Στάλιν και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο για “προδοσία” του ελληνικού αντάρτικου κι από την άλλη το ΚΚΕ ως “σοβιετόδουλο” πιόνι στη γεωπολιτική σκακιέρα της ΕΣΣΔ. Το σημαντικότερο βέβαια είναι η πολλαπλά επιβεβαιωμένη αυτονομία των ΚΚ, ιδιαίτερα μετά τη διάλυση της ΚΔ, που ακολούθησαν ενίοτε αντιδιαμετρικά αντίθετη πορεία παρότι εφάρμοζαν τις ίδιες βασικές αρχές του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, οι οποίες επίσης παρουσίαζαν διάφορες διακυμάνσεις ή και παλινωδίες ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία.
Ο Γκεόργκι Ντιμιτρόφ έφυγε από τη ζωή στις 2 Ιούλη 1949 στο σανατόριο Μπάρβιτσα της Μόσχας και το βαλσαμωμένο πτώμα του μεταφέρθηκε στο μαυσωλείο που ιδρύθηκε προς τιμήν του στη Μόσχα, το οποίο μετά τις ανατροπές κατεδαφίστηκε, ενώ το σώμα του ήδη από το 1990 είχε ενταφιαστεί σε κοιμητήριο της Σόφιας. Επί σοσιαλιστικής Βουλγαρίας, το βραβείο Δημητρόφ ήταν η ανώτατη τιμητική διάκριση της χώρας, ενώ συνολικά τρεις πόλεις, σε ΕΣΣΔ, Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία είχαν μετονομαστεί σε Δημητρόφγκραντ. Παρόμοιες τιμές γνώρισε και σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες, ενώ μέχρι σήμερα υπάρχει οδός Δημητρόφ στη Λειψία, το χώρο όπου μεγαλούργησε ενάντια στα “μαύρα κοράκια” του ναζισμού που διψούσαν “το Δημητρόφ στην κρεμάλα να δουν”.