Καμία κάθαρση δε φέρνει την Άνοιξη… – Για τις εκλογές της 18ης Ιουνίου 1989
Οι εκλογές της “κάθαρσης”, το κλίμα και το αποτέλεσμά τους, που προσφέρεται για χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα στο σήμερα.
Οι εκλογές του Ιουνίου του 89′ είχαν στο επίκεντρό τους το σκάνδαλο Κοσκωτά και το σύνθημα της κάθαρσης. Δαίνεται ίσως παράδοξο σε μια τόσο σημαδιακή χρονιά, με διεθνή γεγονότα κοσμογονικών διαστάσεων, να είναι ένα τοπικό σκάνδαλο αυτό που κυριαρχεί στην πολιτική ζωή, υπάρχουν όμως συγκεκριμένοι λόγοι που το εξηγούν. Οι εφημερίδες και οι μεγαλοεκδότες τους ένιωσαν να απειλούνται από την προσπάθεια “άλωσης του Τύπου” από την επιθετική τακτική του απατεώνα που εξαγόραζε τα πάντα και άρχισαν να στριμώχνουν την κυβέρνηση που τον κάλυπτε πολιτικά, μέχρι την υποχώρησή της ή αλλιώς μέχρι τελικής πτώσης της.
Όσο για τις δραματικές εξελίξεις στην ΚΑ Ευρώπη, ελάχιστοι μπορούσαν να τις αφουγκραστούν και να τις προβλέψουν τότε, ακόμα και λίγους μήνες προτού αρχίσει να ξετυλίγεται το κουβάρι της αντεπανάστασης, ενώ το μοναδικό προανάκρουσμα ήταν τα γεγονότα της Τιεν Αν Μεν στην Κίνα, όπου η καπιταλιστική παλινόρθωση επήρθε με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στην Ευρώπη. Όταν κλήθηκε να σχολιάσει τα τεκταινόμενα, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΚΚΕ, Κώστας Κάππος, είχε αρνηθεί να τα καταδικάσει γενικά και αόριστα, εν μέσω συγκεχυμένων πληροφοριών για τα τεκταινόμενα, εφόσον “δεν έχουμε κομματικές οργανώσεις στο Πεκίνο να μας ενημερώσουν τι πραγματικά συμβαίνει”. Πληρωμένη απάντηση. Ούτε αυτός όμως θα μπορούσε να φανταστεί πως μερικές μέρες αργότερα θα διαγραφόταν, επειδή δεν υπερψήφισε τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Τζαννετάκη.
Οι κάλπες στήθηκαν μαζί με τις ευρωεκλογές εκείνης της χρονιάς, με το ΠΑΣΟΚ να εξαντελί μέχρι την τελευταία της σταγόνα την τετραετία, παρά τη συνεχή φθορά του, γαντζωμένο γερά στην εξουσία και προσπαθώντας να καθυστερήσει τη μοιραία ήττα του. Ο Μένιος Κουτσόγιωργας, που είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στο σκάνδαλο Κοσκωτά -με τον Κουτσονόμο κτλ- δε συμπεριλήφθηκε καν στα ψηφοδέλτιά του, μετά από πιέσεις των “συντρόφων” του, που ήταν κι αυτό ένα δείγμα για τη λερωμένη φωλιά του και τη βεβαιότητα για την ενοχή του. Άλλο αν αυτά ξεχάστηκαν στην πορεία, για να υποταχθούν στο αφήγημα και τις κραυγές περί “βρώμικου ’89”. Οι τελευταίες ακούγονταν ολοένα πιο συχνά, τουλάχιστον από τις δημοτικές εκλογές του 86′, που η Νέα Δημοκρατία κέρδισε τους τρεις μεγάλους δήμους της χώρας κι οι κομμουιστές είχαν εγκαταλείψει τη λογική του “αθροίσματος των προοδευτικών δυνάμεων, οπότε κατηγορήθηκαν ως κολαούζοι της Δεξιάς…
Το ΚΚΕ είχε από το 12ο Συνέδριό του τη στρατηγική επεξεργασία για το Συνασπισμό και την κυβέρνηση της Αριστεράς, με τη σφραγίδα του σημερινού ΥΠΕΞ, Νίκου Κοτζιά, που ήταν τότε μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ κι υπεύθυνος του Ιδεολογικού Τμήματός της. Στα τέλη του 88′ υπογράφεται το Κοινό Πόρισμα με την ΕΑΡ του Κύρκλου, που επιβάλλει αρκετούς από τους όρους της -πχ για την ΕΟΚ. Συγκροτείται ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου, και το ΚΚΕ συμμετέχει στα ψηφοδέλτιά του, χωρίς να έχει αυτόνομη εκλογική κάθοδο. Έτσι λοιπόν, κάποιοι από τους τότε Κνίτες, που πήγαν αργότερα στο ΝΑΡ, λένε πως έριχναν στο φακελάκι παλιά ψηφοδέλτια του ΚΚΕ και όχι του Συνασπισμού -για να δείξουν την αντίθεσή τους με τη συγκρότησή του. Ενώ κάποιοι μικρότεροι που ψήφιζαν για πρώτη φορά, έλεγαν με καμάρι πως δεν το έχουν ρίξει ποτέ ΚΚΕ, αφού ξεκίνησαν με ψήφο στον Ενιαίο Συνασπισμό.
Στο τότε λεγόμενο “ΚΚΕ εσ.”, η πλειοψηφία του κόμματος αποφάσισε τη μετεξέλιξη-μετονομασία του σε ΕΑΡ (Ελληνική Αριστερά), που ήταν βασικός όρος για να προχωρήσει η συνεργασία με το ΚΚΕ και η συγκρότηση του Συνασπισμού, ενώ η μειοψηφία με επικεφαλής το ΓΓ Μπανιά, κράτησε το όνομα, για να μετεξελιχθεί στην ΑΚΟΑ, που άργησε να ενταχθεί στο Συνασπισμό, μετά τη διάσπασή του, αλλά δε διαφοροποιήθηκε ποτέ και σε τίποτα, μετά από τη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ και την ένδοξη πορεία του προς το τρίτο μνημόνιο -και ήρθε και το άλλο.
Μαζί τους στο Συνασπισμό βρίσκονταν παράγοντες, προσωπικότητες και παλιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, όπως ο τίμιος Απόστολος Λάζαρης κ.ά. Δεν ήταν όμως ο Νίκος Μπίστης, που εγκλωβίστηκε στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό του Μπανιά, και έχασε μια καλή ευκαιρία να υπουργοποιηθεί από τότε.
Ο Συνασπισμός ανέδειξε μια σχετική δυναμική και μια αισιοδοξία, που εκφράστηκε και στη μεγάλη κεντρική συγκέντρωση στο Σύνταγμα, που κατέκλυσε όλους τους γύρω δρόμους, φτάνοντας ως την Ομόνοια -όπου λάμβανε χώρα μια άλλη πολύχρωμη προεκλογική συγκέντρωση, χωρίς ιδιαίτερα παρατράγουδα από την ειρηνική συνύπαρξή τους. Το σύνθημα που επικρατούσε ήταν “ήρθε η ώρα της Αριστεράς” και πολλοί το πίστευαν. Αλλά το ΠΑΣΟΚ τελικά αποδείχτηκε πιο ανθεκτικό, κι ας εμφάνιζε εικόνα κατάρρευσης. Κρατήθηκε κοντά στο 40%, ενώ ο Συνασπισμός ανέβηκε στο 13,1%, μένοντας όμως κάτω από τις υψηλές προσδοκίες που είχαν γεννηθεί.
Το ΠΑΣΟΚ είχε φροντίσει πάντως να μη βρεθεί εύκολα διάδοχη κατάσταση, αλλάζοντας τον εκλογικό νόμο επί το… αναλογικότερο, χωρίς φυσικά να καθιερώσει την απλή αναλογική. Απέτρεψε έτσι, σε πρώτη φάση, το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης από τη Νέα Δημοκρατία, ενώ πέταξε το γάντι στο Συνασπισμό για μια πιθανή κυβέρνηση συνεργασίας. Αυτός με τη σειρά του βρέθηκε στριμωγμένος, έχοντας ως πάγια θέση του την ψήφισης της απλής και άδολης αναλογικής, που όμως κινδύνευε να καεί εξ αρχής, οδηγώντας είτε σε “ακυβερνησία”, είτε στην παραγραφή των πολιτικών και ποινικών ευθυνών για το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Οι διαβουλεύσεις ήταν πυρετώδεις, για να περάσουν και από τις τέσσερις φάσεις των διερευνητικών εντολών και να καταλήξουν στο σχηματισμό της κυβέρνησης Τζαννετάκη (ένα είδος Οικουμενικής, με την απουσία του ΠΑΣΟΚ) που προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων και άλλαξε τα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό. Αυτό είναι όμως ένα άλλο πολιτικό κεφάλαιο…