Ο Ζαν-Μαρί Λεπέν και η “πατροκτονία” στο Εθνικό Μέτωπο
Από βασανιστής της γαλλικής αποικιοκρατίας στην Αλγερία διεκδικητής του προεδρικού αξιώματος κι έπειτα αποσυνάγωγος στο κόμμα που ίδρυσε, με “αυτουργό” την κόρη και διάδοχό του, Μαρίν Λεπέν.
Σήμερα συμπληρώνει τα 90 του χρόνια ο “πατέρας” της μεταπολεμικής γαλλικής ακροδεξιάς, Ζαν-Μαρί Λεπέν, ο οποίος συνέβαλε καθοριστικά στην αναβίωση της ως υπολογίσιμης πολιτικής δύναμης στη Γαλλία μετά από δεκαετίες ανυποληψίας. Προλείανε επίσης το έδαφος για την μετατροπή του “Εθνικού Μετώπου” σε βασικό πόλο του αστικού πολιτικού συστήματος, παρότι ήρθε σε σύγκρουση με τη σημερινή ηγέτιδα του κόμματος, την κόρη του Μαρίν Λεπέν, λόγω της άρνησής του να αποκηρύξει τα πιο ακραία στοιχεία της κομματικής ρητορικής στην πορεία μετατροπής του FN (Front National) σε “αξιοσέβαστη” πολιτική δύναμη.
Ο Λεπέν γεννήθηκε σε φτωχικές συνθήκες, γιος ενός ψαρά της Βρετάνης και μιας μοδίστρας. Έχασε τον πατέρα του στα 14 του χρόνια, όταν η βάρκα του έπεσε σε νάρκη. Επισκέφτηκε Ιησουιτική Σχολή και αργότερα σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι. Ξεκίνησε την πολιτική του δράση ως φοιτητής, χρηματίζοντας πρόεδρος από το 1949 ως το 1951 μιας ακροδεξιάς ένωσης φοιτητών στη σχολή του, χάνοντας μάλιστα το αριστερό του μάτι μετά από ξυλοδαρμό με αριστερούς συμφοιτητές του.
Συμμετείχε ενεργά στους αποικιακούς πολέμους της Γαλλίας, μπαίνοντας το 1953 στη διαβόητη Λεγεώνα των Ξένων και ένα χρόνο μετά μετατέθηκε στην Ινδοκίνα. Υπηρέτησε επίσης στην Αίγυπτο μετά την κρίση της διώρυγας του Σουέζ (1953) καθώς και ενάντια στον αγώνα του FLN για την αποδέσμευση της Αλγερίας από το γαλλικό ζυγό. Το 2000 κατηγορήθηκε από μεγάλη μερίδα του τύπου για βασανισμούς πραγματικών μελών ή υπόπτων του FLN, με βάση ομιλία του στο κοινοβούλιο το 1957 και συνέντευξή του στο περιοδικό Combat το 1962 όπου δικαιολογούσε τη χρήση τους. Έγινε για πρώτη φορά βουλευτής το 1956, ο νεότερος ως τότε στην ιστορία, ενώ ένα χρόνο αργότερα στήριξε την υποψηφιότητα ενός Γάλλου μουσουλμάνου, του Αχμέντ Ντζεμπούρ. Επανεξελέγη το 1958, και μπήκε στην παράταξη (Εθνικό κέντρο ανεξάρτητων και αγροτών). Μετά την αποτυχία του να εκλεγεί εκ νέου το 1962, ίδρυσε εκδοτικό οίκο και δούλεψε ως επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του δεξιού Ζαν Λουί Τιξιέ-Βινιανκούρ στις προεδρικές του 1965.
Η ίδρυση του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου έρχεται το 1972 με τον ίδιο επικεφαλής. Τέσσερα χρόνια μετά το κτίριο που νοίκιαζε δέχτηκε βομβιστική επίθεση, χωρίς να τραυματιστεί κανείς, παρότι άνοιξε κρατήρας στο κλιμακοστάσιο. Η πρώτη του εκλογική απόπειρα στις προεδρικές του 1974 στέφθηκε από παταγώδη αποτυχία, καθώς συγκέντρωσε μόλις 0,73% των ψήφων, ενώ το 1981 δεν κατόρθωσε καν να συγκεντρώσει τις απαραίτητες 500 υπογραφές ώστε να κατέλθει υποψήφιος. Τρία μόλις χρόνια αργότερα έρχεται ωστόσο η πρώτη του επιτυχία, μεταξύ άλλων λόγω της απογοήτευσης από τα αντιλαϊκά μέτρα της κυβέρνησης Μιτεράν αλλά και τις παλινωδίες του ΚΚ Γαλλίας, καθώς εκλέγεται ευρωβουλευτής στις εκλογές του 1984, επιτυχία που θα επαναλάβει για 20 συναπτά έτη ως το 2014. Από το 1986 ως το 1988 διατέλεσε εκ νέου βουλευτής της Εθνοσυνέλευσης. Η άνοδος του συνεχίστηκε στις προεδρικές εκλογές του 1988, όταν συγκέντρωσε 14,4% των ψήφων, επιτυχία που επανέλαβε το 1995 με 15,3%. Στη διάρκεια των βουλευτικών του 1997 χειροδίκησε έναντι της υποψήφιας των σοσιαλιστών Ανέτ Πελβάστ-Μπερζάλ, χάνοντας έτσι το δικαίωμα συμμετοχής για εκείνη τη χρονιά.
Το 2002 προκάλεσε σοκ, όταν, παρά τις δυσκολίες συγκέντρωσης των 500 υπογραφών για την υποψηφιότητά του, κατόρθωσε -εκμεταλλευόμενος την κατάρρευση των σοσιαλιστών του Ζοσπέν- να περάσει στο β’γύρο των προεδρικών εκλογών με 16,86% των ψήφων. Ήταν η πρώτη φορά που η επίκληση του ακροδεξιού κινδύνου λειτουργούσε ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τα “καθωσπρέπει” αστικά κόμματα της Γαλλίας, τακτική που είδαμε να επαναλαμβάνεται και στην περίπτωση της διαδόχου του Λεπέν, Μαρίν και τον Εμμανουέλ Μακρόν. Ο εν ενεργεία πρόεδρος Ζακ Σιράκ επικράτησε πανηγυρικά με 82,21% των ψήφων. Ο Λεπέν πάντως είχε κατορθώσει να μονιμοποιήσει την παρουσία του Εθνικού Μετώπου στη γαλλική πολιτική σκηνή, όπως φάνηκε κι από τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του 2007, όπου συγκέντρωσε το 10% των φήφων.
Παρέδωσε τη σκυτάλη στην κόρη ου Μαρίν, όταν εκείνη επικράτησε σαρωτικά στις εσωκομματικές εκλογές του Εθνικού Μετώπου το 2011. Οι σχέσεις πατέρα κόρης προοδευτικά άρχισαν να επιδεινώνονται, λόγω της άρνησής του να αποστασιοποιηθεί από τις αντισημιτικές δηλώσεις του (όπως ότι οι θάλαμοι αερίων ήταν “μια λεπτομέρεια της ιστορίας”), που στο παρελθόν του είχαν στοιχίσει και πολλές δικαστικές καταδίκες για άρνηση του ολοκαυτώματος. Βασικά στοιχεία της ιδεολογικής κληρονομιάς του Λε Πεν εξακολουθούν να χρωματίζουν, έστω σε πιο εκλεπτυσμένη μορφή, το λόγο του κόμματος, ιδιαίτερα στα θέματα της μετανάστευσης, και του φόβου περί “ισλαμοποίησης”. Η κόντρα συνεχίστηκε μάλιστα δικαστικά, με τον Λε Πεν να κερδίζει την αγωγή κατά του αποκλεισμού του, παραμένοντας τυπικά ομότιμος πρόεδρος του κόμματος. Πέρσυ, μετά την αποτυχία του Εθνικού Μετώπου να κερδίσει τις προεδρικές ή βουλευτικές εκλογές, ο Λε Πεν κάλεσε την κόρη του να παραιτηθεί, κατηγορώντας την μάλιστα για αγνωμοσύνη, καθώς σημείωνε ότι το κόμμα χρηματοδοτούνταν από 9 εκ. ευρώ που είχε δανείσει μέσω της χρηματιστικής του εταιρείας Cotelec. Από την πλευρά της η Μαρίν Λεπέν επιστράτευσε σεκιούριτι προκειμένου να παρεμποδίσει την είσοδο του πατέρα της σε κομματικές εκδηλώσεις.
Ο Ζαν-Μαρί Λεπέν είχε επαφή με πολιτικούς σχηματισμούς στην Ελλάδα, κυρίως με το “Ελληνικό Μέτωπο” του Μάκη Βορίδη, το οποίο και αναγνώρισε επίσημα το 1997, ενώ το μεγαλοστέλεχος της ΝΔ σήμερα συμμετείχε και στο συνέδριο του FN το 2002. Ο ίδιος βέβαια προσπαθούσε από την πρώτη στιγμή που άρχισε να εμφανίζεται στα κανάλια, στοχεύοντας κυρίως μετά την ένταξή στο ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη (το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση της “αστικής σοβαρότητας”), να ελαχιστοποιήσει τις σχέσεις του με το Εθνικό Μέτωπο, μιλώντας για μερική συμφωνία σε ορισμένα μόνο ζητήματα, κι όχι συνολική ιδεολογική ταύτιση.