Μισέλ Πλατινί – Ένας μπαλαδόρος που τον κατάπιε το κατεστημένο
Αν η υστεροφημία είναι αυτό που μένει στους παίκτες ως ανταμοιβή κι ανάμνηση, ο Πλατινί φρόντισε να λερώσει ανεπανόρθωτα τη δική του, να φαίνεται κομμάτι του συστήματος και της εξουσίας, αντί να παίζει μπάλα απέναντί τους.
Ο Μισέλ Πλατινί γεννήθηκε στις 21 Ιουνίου του 1955 και θα μπορούσε να είναι το απόλυτο ποδοσφαιρικό είδωλο της δεκαετίας του ’80. Δεκάρι παλιάς κοπής, με ευχέρεια και στο σκοράρισμα και σήμα κατατεθέν τα φάουλ-μπανάνες, με το χαρακτηριστικό φάλτσα, που τα ανήγαγε σε επιστήμη. Ψηφίστηκε ο καλύτερος Γάλλος παίκτης του εικοστού αιώνα μπροστά από το Ζιντάν με τις αλγερινές ρίζες, καλύτερος παίκτης στην ιστορία της Γιουβέντους, και έγινε ο πρώτος που κατέκτησε τρεις συνεχόμενες χρονιές τη Χρυσή Μπάλα- κάτι που μόνο ο Μέσι κατάφερε να πετύχει ξανά και να ξεπεράσει. Τα αθλητικά επιτεύγματα όμως κηλιδώνονται από δύο μελανά σημεία, που δεν είναι απλοί αστερίσκοι, αλλά κανονικές μουντζούρες στην καριέρα του και τη μετέπειτα πορεία του.
Γεννήθηκε σε μια περιοχή της Λοραίνης, έπεσε ως μήλο κάτω απ’ τη μηλιά του πατέρα του και άρχισε να αγωνίζεται για την τοπική Νανσί. Τη βοήθησε να ανέβει κατηγορία και να πάρει ένα Κύπελλο το ’78, προτού πάρει μεταγραφή για τη μεγάλη δύναμη της εποχής, τη Σεντ-Ετιέν. Μαζί της πήρε 1 πρωτάθλημα και πήγε σε δύο τελικούς Κυπέλλου, ενώ οι εμφανίσεις του με την Εθνική του έδωσαν το διαβατήριο για την Ιταλία και τη Γιουβέντους.
Έμεινε στο Τορίνο μια πενταετία, φτάνοντας στο ζενίθ της καριέρας του και κατακτώντας σχεδόν τα πάντα: το σκουντέτο, τρεις τίτλους πρώτου σκόρερ στο καμπιονάτο, τρεις χρυσές μπάλες, ένα ευρωπαϊκό κύπελλο και ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών στο Χέιζελ, που κρίθηκε με δικό του γκολ πέναλτι, αλλά έβαλε την πρώτη κηλίδα στο βιογραφικό του.
Στην Εθνική Γαλλίας σχημάτισε μια ακαταμάχητη τετράδα στο κέντρο στην τρικολόρ, μαζί με τους Ζιρές, Τιγκανά και Λουί Φερναντές. Έφτασε δυο φορές στους “4”, αλλά σκόνταψε ισαρίθμες στον ημιτελικό με τη Δυτ. Γερμανία. Έμεινε στην ιστορία ο πρώτος ημιτελικός το ’82 (3-3), με τη φοβερή εξέλιξη και το δολοφονικό χτύπημα του Σουμάχερ στον Μπατιστόν. Και το ’86 η μάχη με τους Βραζιλιάνους στον ήλιο της Γουαδαλαχάρα, με τον Πλατινί να σκοράρει ανήμερα των γενεθλίων του, να αστοχεί σε πέναλτι στο τέλος, αλλά να μη γίνεται μοιραίος για την ομάδα του.
Στο ενδιάμεσο οι Γάλλοι βγήκαν πρωταθλητές Ευρώπης το 84′ στο σπίτι τους, με τον Πλατινί να σημειώνει 9 γκολ και να κάνει ένα ρεκόρ που παραμένει ακατάρριπτο μέχρι σήμερα.
Σταμάτησε την μπάλα μόλις στα 32 του χρόνια θέλοντας πιθανότατα να αποχωρήσει όσο ακόμα βρισκόταν στην κορυφή. Έγινε ομοσπονδιακός προπονητής, οδήγησε τη Γαλλία σε ένα αήττητο 19 αγώνων, αλλά παραιτήθηκε μετά την αποτυχία του Euro του ’92.
Έγινε πρόεδρος της διοργανώτριας αρχής του France ’98 όπου η Γαλλία όχι απλά επέστρεψε στο Μουντιάλ μετά από 12 χρόνια, αλλά πήρε τον πρώτο και μοναδικό τίτλο στην ιστορία της.
Έγινε πρόεδρος της ΟΥΕΦΑ το ’07 και θα διεκδικούσε ως φαβορί τον προεδρικό θώκο της FIFA. Αλλά το άστρο του άρχισε να δύει, όταν αποκαλύφθηκε υπόθεση δωροδοκίας του, για την οποία του επιβλήθηκε ποινή απαγόρευσης ενασχόλησης με το ποδόσφαιρο για 8 χρόνια, ενώ κάποιοι ζητούσαν να ισχύσει ισόβια. Αυτή ήταν η δεύτερη κηλίδα στην προσωπική του διαδρομή, μετά από την αλγεινή εντύπωση που είχε προκαλέσει ο έντονος πανηγυρισμός του στο Χέιζελ, παρά τους νεκρούς και το βαρύ πένθος που επικρατούσε. Ο ίδιος δικαιολογήθηκε πως οι παίκτες δε γνώριζαν τίποτα για τα θύματα, αλλά αυτό μάλλον δεν ήταν αρκετό για να καθαρίσει το όνομά του.
Αν η υστεροφημία είναι αυτό που μένει στους παίκτες ως ανταμοιβή κι ανάμνηση, ο Πλατινί φρόντισε να λερώσει ανεπανόρθωτα τη δική του, να φαίνεται κομμάτι του συστήματος και της εξουσίας, αντί να παίζει μπάλα απέναντί τους.