Μαξ Στίρνερ – Αναρχικός ατομισμός εναντίον κομμουνισμού
Σημαντικός υπήρξε ο ρόλος του στην εξέλιξη της σκέψης του Καρλ Μαρξ, μέσω της κριτικής αντιπαράθεσης προς τις ιδέες του πρώτου.
Αναρχικός, αμοραλιστής, πρόδρομος του υπαρξισμού είναι λίγοι μόνο από τους χαρακτηρισμούς που έχουν αποδοθεί στον Μαξ Στίρνερ, έναν νεοεγελιανό φιλόσοφο του οποίου το όνομα δεν είναι πλέον ιδιαίτερα γνωστό στο ευρύ κοινό, στην εποχή του είχε κάνει όμως αρκετή αίσθηση, επηρεάζοντας σύγχρονους και μεταγενέστερους στοχαστές, ανάμεσά τους και τον Καρλ Μαρξ. Σήμερα σώζεται μόνο το σημαντικότερο βιβλίο του “Ο Μοναδικός κι η Ιδιοκτησία του”, το οποίο κηρύσσει μια μορφή ακραίου αντικρατικιστικού ατομισμού, που άσκησε σημαντική γοητεία σε τμήματα της αναρχικής σκέψης στο τέλος του 19ου αιώνα.
Τα βασικά σημεία της σκέψης του Στίρνερ εντοπίζονται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, όπου απεικονίζει τον εγωισμό του ανθρώπου ως ενσάρκωση πολιτισμικής εξέλιξης. Περιγράφει τη σχέση κοινωνίας και ατόμου ανάλογη με εκείνη της μητέρας με το παιδί, Όπως το παιδί κατά την ανάπτυξή του επιζητά ένα λιγότερο ασφυκτικό περιβάλλον, έτσι και το άτομο πρέπει να αποτιναχτεί από τα κοινωνικά δεσμά που τον κρατούν σε θέση υποταγής. Η διαφυγή από αυτήν έρχεται κατά τον Στίρνερ μέσω της μετατόπισης από την κοινωνία στο άτομο. Πολυσυζητημένη είναι η έννοια του εγωισμού στον Στίρνερ, ο οποίος διακρίνεται από την ατομική επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος. φέρνοντας το παράδειγμα ενός φιλάργυρου ατόμου που θυσιάζει τα πάντα για να συσσωρεύσει πλούτη, απορρίπτει τον μονόπλευρο και στενό εγωισμό αυτού του ατόμου, το οποίο σκλαβώθηκε σε έναν μόνο σκοπό, κάτι που για το Στίρνερ δεν έχει σχέση με τον γνήσιο εγωισμό. “Είμαι ο εαυτός μου μόνο όταν είμαι κύριος του εαυτού μου αντί να κυριαρχούμαι από οτιδήποτε άλλο”. Η προτροπή αυτή του Στίρνερ λειτουργεί σε διπλή κατεύθυνση, αφενός τη μη υποταγή στη θέληση άλλων, αφετέρου την συναισθηματική αποστασιοποίηση από τις προσωπικές μας παρορμήσεις και σκέψεις της στιγμής.
Απορρίπτει την έννοια της ηθικής, δεχόμενος ωστόσο ότι υπάρχουν ενέργειες κι επιθυμίες που μπορούν να αξιολογηθούν θετικά. Σε πρακτικό επίπεδο, η υιοθέτηση του εγωισμού που ευαγγελίζεται ο Στίρνερ σημαίνουν τη σύγκρουση του ατόμου με μια σειρά κοινωνικών θεσμών και πρακτικών, όπως η οικογένεια και το κράτος. Το δεύτερο βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής του στοχαστή, που θεωρεί πως η αντιπαλότητα μεταξύ ατόμου και κράτους είναι δεδομένη: “Η ατομική βούληση και το κράτος είναι δυνάμεις σε θανάσιμη εχθρότητα, ανάμεσα στις οποίες καμία μόνιμη ειρήνη δεν είναι δυνατή” και “Κάθε κράτος είναι δεσποτισμός, κι ας είναι ο δεσποτισμός των πολλών”. Ακόμα και σε μια αμεσοδημοκρατική μορφή δημοκρατίας, ο Στίρνερ επιμένει ότι το άτομο δεσμεύεται από τις συλλογικές αποφάσεις, περιλαμβανομένων αυτών στις οποίες συναίνεσε χθες, αλλά μπορεί να αλλάξει αύριο: “Δε σημαίνει πως επειδή ήμουν ανόητος χθες, θα πρέπει να παραμείνω και στη συνέχεια”. Το εγωϊστικό άτομο πρέπει να ενστερνιστεί τον “ηρωισμό του ψέμματος” και να αθετεί το λόγο του αν έτσι διατηρεί την αυτονομία του.
Ο Στίρνερ δεν αρνείται βέβαια τελείως τη συλλογική μορφή συνύπαρξης, αυτό που ονομάζει “ένωση των εγωιστών”, δηλαδή μη μόνιμους δεσμούς μεταξύ ανεξάρτητων και αυτοκαθοριζόμενων ατόμων, που αλλάζουν διαρκώς τις συμμαχίες τους, χωρίς κοινούς τελικούς σκοπούς και χωρίς η συλλογικότητα να αντιμετωπίζεται ως αυταξία. Διατείνεται πως κι αν ακόμα οι ιδέες του οδηγούσαν στους πιο αιματηρούς πολέμους και την πτώση πολλών γενεών, και πάλι θα τις διέδιδε.
Σημαντικός υπήρξε ο ρόλος του στην εξέλιξη της σκέψης του Καρλ Μαρξ, μέσω της κριτικής αντιπαράθεσης προς τις ιδέες του πρώτου. Ένα σημαντικό κομμάτι του σημαντικού νεανικού του έργου “Γερμανική ιδεολογία”, με τον σκωπτικό τίτλο “Άγιος Μαρξ” ασχολείται με την αποδόμηση των βασικών αντιλήψεων του Στίρνερ.Ο Μαρξ αφιέρωσε περίπου 300 σελίδες ως ευθεία απάντηση στο Στίρνερ, όχι επειδή αισθανόταν “απειλή” από τις απόψεις του, όπως έχουν υποστηρίξει ορισμένοι μελετητές, αλλά επειδή του έδινε την ευκαιρία να διαχωρίσει τη θέσει του από τους νεοεγελιανούς από τους οποίους κι ο ίδιος αντλούσε τη θεωρητική του αφετηρία, ιδίως μάλιστα από το Λουδοβίκο Φόυερμπαχ.
Ο Μαρξ αντιλαμβανόταν επίσης τη σημασία που είχε η ψευδο-αντιπαράθεση ατομισμού εναντίον κομμουνισμού όπως την έθετε ο Στίρνερ. Η “Γερμανική ιδεολογία” στερεί ερείσματα από την κριτική του Στίρνερ, καθώς οι κομμουνιστές δεν τοποθετούν τον εγωισμό απέναντι από την αυτοθυσία, ούτε εκφράζουν θεωρητικά αυτή την αντίφαση, αντίθετα αναδεικνύουν την υλική βάση που τη γεννά και που εξαφανίζεται μαζί της. Ο Μαρξ απορρίπτει τις κατηγορίες περί “ηθικολογίας” των κομμουνιστών κι αρνείται πως οι κομμουνιστές έχουν στόχο να καταργήσουν την ατομικότητα για χάρη της αυτοθυσίας. Αντιθέτως, ο καπιταλισμός είναι εκείνος που καταπνίγει την ατομικότητα, καθώς “η κυριαρχία των υλικών συνθηκών πάνω στα άτομα και η κατάπνιξη της ατομικότητας από τύχη έχει λάβει την πιο οξεία και πιο οικουμενική της μορφή” σε αυτόν ακριβώς τον τρόπο παραγωγής. Αυτό σημαίνει πως η κοινωνικοποίηση του συνόλου των μέσων παραγωγής θα σημάνει και την πλήρη ανάπτυξη του συνόλου των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Το άτομο μπορεί να νοηθεί ως αντίθετο προς το σύνολο μόνο όταν νοείται μυστικιστικά ως “μοναδικό” και η ιστορία του ως ιστορία μιας “αποξένωσης από τον εαυτό του”. Η κριτική στο σολιψισμό του Στίρνερ τον βοήθησε να ξεκαθαρίσει και να διατυπώσει με σαφήνεια τις απόψεις του για την ατομικότητα και τη σχέση της με τη συλλογικότητα. Όσοι εξακολουθούν σήμερα να κατηγορούν το μαρξισμό για “ισοπέδωση της προσωπικότητας” παίρνουν την καλύτερη απάντηση στις αιτιάσεις τους στον “Άγιο Μαρξ” κι αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη -έστω κι ακούσια- συμβολή του Στίρνερ στην ιστορία των ιδεών και εμμέσως σε εκείνη του εργατικού κινήματος.