Λέλα Καραγιάννη – Μια αστή στην αντίσταση κατά του κατακτητή
Τα “άμεμπτα” κοινωνικά της φρονήματα και η αδιαμφισβήτητη προσωπική της γενναιότητα την κατέστησαν από την πρώτη στιγμή της Απελευθέρωσης ιδανικό πρότυπο ώστε να ξεπλύνει το μεταπολεμικό αστικό κράτος τις κηλίδες της στάσης του κατά την κατοχή.
Η Λέλα Καραγιάννη υπήρξε από τις γνωστότερες μορφές της αστικής αντίστασης κατά των Γερμανών στην κατοχή, ως ψυχή της αντιαστασιακής οργάνωσης “Μπουμπουλίνα”, που είχε ως κύριο στόχο τη διάσωση Βρετανών αξιωματικών και τη διενέργεια σαμποτάζ, ενώ το 1944 έγινε και μέλος του κατασκοπευτικού δικτύου “Απόλλων”. Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1898 στη Λίμνη Ευβοίας, αλλά πέρασε τα περισσότερα χρόνια της στην Αθήνα, όπου ζούσε με το σύζυγό της φαρμακοποιό Γιώργο Καραγιάννη. «Ο αγώνας μας δεν έχει μέτωπο, μόνο στόχους. Για να πετύχουμε τους στόχους μας χρειάζεται πειθαρχία, απόλυτη μυστικότητα και σύνεση. Πρέπει να χτυπήσουμε τον εχθρό με τα δικά του όπλα, εκ των έσω. Θα φτιάξουμε τον δικό μας Δούρειο Ίππο», συνήθιζε να λέει η ίδια και για τη διατήρηση της συνωμοτικότητας χώρισε τα μέλη της ομάδας της ανά 2 και 3 άτομα, αποφεύγοντας να του συναντά όλους μαζί. Η περίθαλψη των Βρετανών αξιωματικών γινόταν με τη βοήθεια άλλων Αθηναίων, μεταξύ των οποίων ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός και η Ιωάννα Τσάτσου. που τους έκρυβαν στα σπίτια τους, αλλά με έξοδα της Καραγιάννη, που φρόντιζε για τη διατροφή, το ρουχισμό και την ιατρική τους περίθαλψη. “Πονοκέφαλο” αποτελούσε ο εφοδιασμός τους σε τσιγάρα, καθώς όπως έλεγε η ίδια “Αυτά τα εγγλεζάκια δεν τα προφταίνω. Καπνίζουν σα φουγάρα”. Οι διασυνδέσεις του συζύγου της με τον καπνοβιομήχανο Τάσο Παπαστράτο έδωσαν τη λύση. Αργότερα μίσθωσε δυο μονοκατοικίες επί των οδών Ρόδου και Φυλής για να τους κρύψει, επιστρατεύοντας μέχρι και κομμωτές για να μη δίνουν στόχο με την ανοιχτόχρωμη εμφάνισή τους στη διάρκεια των μετακινήσεων. Οι Βρετανοί αυτοί προμηθεύτηκαν ασύρματο με τη μεσολάβηση της Καραγιάννη για να επικοινωνούν με το στρατηγείο της Μέσης Ανατολής.
Για πρώτη φορά η Καραγιάννη συνελήφθη μαζί με το σύζυγό της το Σεπτέμβρη του 1941, φροντίζοντας να απαλλάξει το σύζυγό της, δηλώνοντας πως ήταν σε διάσταση μαζί του. Εκείνος απελευθερώθηκε σύντομα, ενώ η ίδια παρέμεινε υπό κράτηση ως το Μάρτη του 1942, όταν και απαλλάχτηκε λόγω έλλειψης στοιχείων από ιταλικό στρατοδικείο. Διατηρώντας επαφές με την οργάνωση και την οικογένειά της μέσω δεσμοφυλάκων που προσηλύτισε στο σκοπό της, και μετά την αποφυλάκισή της συνέχισε να ηγείται της “Μπουμπουλίνας”, που ανέλαβε κυρίως κατασκοπευτική δράση, αποστέλλοντας πληροφορίες για τα γερμαικά και ιταλικά ναυαρχεία και φρουραρχεία στη Μέση Ανατολή. Στις πληροφορίες αυτές αποδίδονται επιτυχείς συμμαχικές καταβυθίσεις νηοπομπών και υποβρυχιών από τους συμμάχους. Ο χρόνος όμως ήδη μετρούσε αντίστροφα για την Καραγιάννη, η οποία προδόθηκε από έναν συνεργάτη των Γερμανών, το Γιώργο Ριζόπουλο, που είχε ζητήσει από εκείνη να συνδέσει εκείνη και τον αρχηγό των Ταγμάτων Ασφαλείας Ντερτιλή με το δίκτυο “Απόλλων”, πράγμα που αποδεικνύει βέβαια και την έλλειψη στεγανών μεταξύ δοσιλογισμού και αστικών αντιστασιακών οργανώσεων. Ο Ριζόπουλος λίγο μετά συνελήφθη, καταδίδοντας την Καραγιάννη, η οποία εκτελέστηκε το Σεπτέμβρη του 1944 μαζί με άλλους 70 στο Χαϊδάρι, ζητωκραυγάζοντας για την πατρίδα και τη λευτεριά.
Τα “άμεμπτα” κοινωνικά της φρονήματα και η αδιαμφισβήτητη προσωπική της γενναιότητα την κατέστησαν από την πρώτη στιγμή της Απελευθέρωσης ιδανικό πρότυπο ώστε να ξεπλύνει το μεταπολεμικό αστικό κράτος τις κηλίδες της απάθειας στην καλύτερη περίπτωση, της ανοιχτής συνεργασίας με τον κατακτητή στη χειρότερη. Πολύ σύντομα αναγνωρίστηκε ως “αυτοτελής αρχηγός” της αντιστασιακής οργάνωσης “Μπουμπουλίνα 1941-1944”, τιμήθηκε μετά θάνατον από την Ακαδημία Αθηνών με βραβείο αυτοθυσίας το 1947, αλλά και από το εβραϊκό ίδρυμα Γιαντ Βασσέμ ως “Δίκαιη των Εθνών”, τίτλος που απονέμεται σε μη Εβραίους που βοήθησαν στη διάσωση Εβραίων κατά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, ενώ το 1963 τοποθετήθηκε προτομή της στην οδό Τοσίτσα, που βανδαλίστηκε πριν λίγα χρόνια. Το σπίτι της, η “οικία Λέλας Καραγιάννη”, στην οδό που φέρει σήμερα το όνομά της, κοντά στην πλατεία Αμερικής, φέρει αναμνηστική πλακέτα του Δήμου Αθηναίων και έχει ανακηρυχθεί διατηρητέο κτίριο.