Βαγγέλης Κορφιάτης (Βάγγος) – ο μεγάλος Πειραιώτης Καραγκιοζοπαίχτης
Για πάνω από μισό αιώνα, το «λευκό του σεντονάκι», η «λάμπα η τρελή», πήραν όλα τα όνειρα και τα μεράκια, τα ντέρτια και τους καημούς, τα πάθια και τις ελπίδες της Ρωμιοσύνης και τα έκαναν γέλιο, τα έκαναν δάκρυ, τα έκαναν θέατρο.
Ο μεγάλος Πειραιώτης Καραγκιοζοπαίχτης Βάγγος είναι ίσως ο πιο αξιόλογος της γενιάς του και ο λιγότερο προβεβλημένος μάστορας του Καραγκιόζη, ίσως ο καλύτερος σκαλιστής φιγούρων και σκηνικών.
Πρωτοείδε Καραγκιόζη σε ηλικία έξι χρονών. Αυτό έγινε η μαγεία της ζωής του. Στη σκηνή μπήκε οκτώ μόλις χρονών. Μέχρι να παίξει Καραγκιόζη προηγήθηκε μια σκληρή και επίπονη μαθητεία κοντά στις πιο εξέχουσες φυσιογνωμίες του Θεάτρου Σκιών της εποχής εκείνης: τους αείμνηστους καλλιτέχνες του είδους, Χρήστο Χαρίδημο και Γιάννη Ιατρίδη.
Αργότερα ολοκλήρωσε την μαθητεία αυτή με την παρακολούθηση του τρόπου εργασίας και άλλων κορυφαίων καλλιτεχνών της εποχής εκείνης συμπληρώνοντας, έτσι, με τον κύκλο των γνώσεων που πήρε, τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να κρατήσει στα χέρια του, στην καρδιά και στο μυαλό του την βασική έννοια και το βάρος της «παράδοσης». Για να μπορέσει επάξια να συνεχίσει παρουσιάζοντας την τέχνη που αγάπησε στο κοινό της Ελλάδας και του εξωτερικού. Το πρώτο του θεατράκι το έστησε το 1939, δεκαεφτάχρονο παιδί, σε ένα μαντράκι της οδού Πέτρου Ράλλη, στα «Άσπρα Χώματα», απέναντι από τις πολυκατοικίες. Από τότε, μη λογαριάζοντας κόπους και θυσίες, έστησε το καλλιτεχνικό του όνειρο και το έκανε πραγματικότητα.
Ήταν 25 Ιούνη του 2008, όταν ο μεγάλος μάστορας και δάσκαλος της τέχνης του Θεάτρου Σκιών έφυγε από τη ζωή.
Ο Γιάννης Χατζής γράφει για το δάσκαλό του: «Μαζί του έφυγε μια από τις πιο αξιόλογες καλλιτεχνικές παρουσίες της λαϊκής μας παράδοσης, στον τομέα του Θεάτρου Σκιών. Για πάνω από μισό αιώνα, το «λευκό του σεντονάκι», η «λάμπα η τρελή», πήραν όλα τα όνειρα και τα μεράκια, τα ντέρτια και τους καημούς, τα πάθια και τις ελπίδες της Ρωμιοσύνης και τα έκαναν γέλιο, τα έκαναν δάκρυ, τα έκαναν θέατρο. Η απουσία του δεν είναι ότι αφήνει ένα κενό, είναι ότι αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Οι παραστάσεις του άγγιζαν την τελειότητα. Διακρίνονταν από υψηλή αισθητική εικόνα, μεστό και άρτιο λόγο και ήθος που συνάδει με τους αγώνες του λαού μας για καλλίτερες ημέρες ζωής.
Με το που άναβαν τα φώτα του μπερντέ, ένας κόσμος ονείρου, ποίησης και φαντασίας ξεδιπλώνονταν στα μάτια του θεατή. Ήταν ο μικρόκοσμος σκιών του Βάγγου, που σε καλούσε να περάσεις και συ μέσα του και να σμίξεις με τον Καραγκιόζη και την τρελοπαρέα του των σκιών, για να βαδίσεις αντάμα τα μονοπάτια του λαού μας. Δάσκαλος ακούραστος για όλους εμάς τους νεότερους, να καθοδηγεί με αγάπη και υπομονή τη «σούστα» και τα κοπίδια στα χέρια μας και να μας μεταγγίζει όλες εκείνες τις γνώσεις, τα έργα, που οι μεγάλοι της τέχνης μας άφησαν παρακαταθήκη στο διάβα των καιρών.»
Άφησε μεγάλη παρακαταθήκη: τα λόγια του, τις διδαχές του, το άφταστο παίξιμό του, τις θύμισες από τις παραστάσεις του, το νοικοκυριό της σκηνής, τα ζωγραφικά ή σκαλιστικά του έργα, τις αναμνήσεις…
Οι πρώτες «Αναμνήσεις» του, δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΜΑΣ» (τ. 81, Ιούνιος 2014), από τον Πάνο Καπετανίδη, ο οποίος όπως αναφέρει είχε την ευτυχία να τον γνωρίσει από πολύ κοντά, να πάρει τη δάδα της τέχνης, να συνεργαστεί μαζί του.
Για πρώτη φορά στο Θέατρο Σκιών
«Όταν θεραπεύτηκα από την επιδημία του δάγκειου (Σ.Σ. μετά το θάνατο της μάνας) και αφού πια ο πατέρας μου δεν με έπαιρνε μαζί του στο εργοστάσιο, άρχισα σιγά-σιγά να βγαίνω, να παίζω με τα παιδιά της γειτονιάς. Απέναντι στο σπίτι μου, υπήρχε ένα μεγάλο ψιλικατζίδικο. Κάθε πρωί, κρέμαγε στις εξώπορτες, αλλά και σε διάφορα ταμπλό, δεξιά και αριστερά, σχέδια με φιγούρες του Θεάτρου Σκιών, καραγκιόζηδες και βιβλιαράκια με παραστάσεις του καραγκιόζη. Εκεί, πριν πάω για το παιχνίδι, έπαιρνα το πρώτο βάπτισμα με τις φιγούρες του Θεάτρου Σκιών. Καθόμουν τόσες ώρες σε σημείο που αναγκαζότανε να βγαίνει να με διώχνει, γιατί βαριότανε να με βλέπει. Αυτό το ψιλικατζίδικο ήτανε και σημείο συνάντησης με τους παιδικούς φίλους και κάναμε συμβούλια, όταν είχαμε κάποιο πενηνταράκι, ποιο σχέδιο θα πάρουμε για να το κάνουμε φιγούρες. Μετά από αυτά, αν αγοράζαμε κάτι, άρχιζαν τα διάφορα παιχνίδια. Οι πρώτοι μου φίλοι ήταν δύο πρώτα μου ξαδέλφια. Ο Κώστας και ο Γιάννης, περίπου συνομήλικοί μου και τα άλλα παιδιά της γειτονιάς. Εκείνη την εποχή όλα τα παιδιά, εκτός από τα κλασικά παιχνίδια, το κρυφτό, το κυνηγητό, το τόπι έπαιρναν αυτά τα σχέδια, τα κόλλαγαν πάνω σε χαρτόνια, τα ψαλίδιζαν γύρω –γύρω, τα μοντάρανε και με αυτές τις φιγούρες, έκαναν τις παιδικές παραστάσεις τους.
Τότε, όλα τα σπίτια είχαν αυλές. Τα παιδιά, λοιπόν, έστηναν τη σκηνή τους, ή σε κάποια γωνία της αυλής, ή κάτω από κάποιο τραπέζι. Έβαζαν στα μπροστινά πόδια του τραπεζιού το πανί και κάποια λάμπα πετρελαίου, ή κάποιο λυχνάρι, ή ακόμη και κεράκια. Κάτω από το τραπέζι λοιπόν, στρυμωγμένοι, διάβαζαν τα βιβλιαράκια με τις παραστάσεις του Καραγκιόζη. Τέτοιες παιδικές παραστάσεις που ήταν το παιχνίδι μας, είχα παρακολουθήσει και εγώ δυο-τρεις φορές, ίσως και περισσότερες.
Όμως, η πρώτη φορά που είδα Θέατρο Σκιών από επαγγελματίες καραγκιοζοπαίχτες σε μεγάλο Θέατρο Σκιών, έγινε κάτω από μία περίεργη συγκυρία.
Ένα βράδυ, περιμένοντας τον πατέρα μου στην ταβέρνα του Αιμαμύτη (που ήτανε στην οδό Υμηττού, απέναντι στο μηχανοστάσιο των Σ.Π.Α.Π. Σιδηρόδρομο Πειραιώς, Αθηνών, Πελοποννήσου, σήμερα Ο.Σ.Ε.), έπαιζα σ’ ένα σκάμμα, που ‘χαν ανοίξει, για να περάσουν σωλήνες του νερού.
Ήτανε ένα δρομάκι στενό στο σημείο αυτό, που είχαν ανοίξει το σκάμμα, εγώ πηγαινοερχόμουνα σ’ αυτό, κάνοντας το τρενάκι.
Σε κάποιο σημείο, σ’ ένα σπίτι μπροστά, καθότανε μία κοπέλα, πλάι στην εξώπορτά της, (πρέπει να ήταν άνοιξη), είχε αρχίσει να σουρουπώνει.
Κάποια στιγμή μου λέει η κοπέλα:
— Γιατί δεν πας στο σπίτι σου τέτοια ώρα; Θα σε ζητάει η μάνα σου.
— Δεν έχω μάνα, πέθανε, της λέω.
— Τι κάνεις εδώ;
— Περιμένω τον πατέρα μου να πάμε να φάμε.
— Έρχεσαι να σε φιλοξενήσω, σαν παιδί μου, μου είπε;
— Έρχομαι της λέω, αλλά να ρωτήσω τον πατέρα μου.
Εκείνη τη στιγμή, φάνηκε και ο πατέρας, έτρεξα και του είπα ότι η κυρία αυτή θέλει να με πάρει κοντά της.
Ο πατέρας μου την πλησίασε, συστηθήκανε, του πρόσφερε κάθισμα, νομίζω και καφέ, και αλλάξανε λίγες κουβέντες. Αφού τελείωσαν την κουβέντα τους, ο πατέρας μου με ρώτησε. Θέλεις να μείνεις μαζί με την κυρία Μαρίκα;
Θέλω, του είπα, μ’ άφησε κι έφυγε. Έτσι, άκουσα και το όνομα της ψυχομάνας, για πρώτη φορά. Όταν έφυγε ο πατέρας μου, η Μαρίκα μ’ έβαλε μες το σπίτι, έβαλε τη σκάφη και μ’ έκανε μπάνιο. Σε λίγο, ήρθε και ο άνδρας της. Τον έλεγαν Νίκο. Με καλοδέχτηκε, φάγαμε όλοι μαζί. Για μένα, ήταν μια χαρούμενη μέρα. Χαρούμενοι πρέπει να ήταν η Μαρίκα και ο Νίκος, γιατί συνεχώς με πείραζαν και γελούσαν, κάπως έτσι πέρασε το πρώτο βράδυ.
Την άλλη μέρα, η Μαρίκα με πήρε από το χέρι και πήγαμε στα καταστήματα της γειτονιάς, μου αγόρασε παπούτσια, ρούχα και ό,τι χρειαζότανε για να ντυθεί ένα παιδί της ηλικίας μου. Ήμουν τόσο όμορφα ντυμένος, ήταν η πρώτη μέρα μετά το θάνατο της μητέρας μου, που ένοιωθα ευτυχισμένος και χαρούμενος. Όπως χαρούμενες περνούσαν οι μέρες και οι βδομάδες.
Άρχισε να καλοκαιριάζει. Ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει στους περίπατους, που ήταν τότε το Νέο Φάληρο και το Πασαλιμάνι. Για το Φάληρο, θα μιλήσω αργότερα.
Κάποια μέρα, προφανώς Κυριακή, γιατί ο Νίκος δεν δούλευε, ήταν όλη την ημέρα στο σπίτι, το απόγευμα με πήραν να κατεβούμε βόλτα στο Πασαλιμάνι.
Περπατώντας, βρεθήκαμε μπροστά σ’ έναν Καραγκιόζη. Το 1928, στον Πειραιά υπήρχαν δύο μεγάλα μόνιμα θερινά Θέατρα Σκιών. Αυτά ήταν του Γιάννη του Μώρου και του Θανάση του Δεδούσαρου. Ο περίπατος μας έβγαλε στο Θέατρο Σκιών του Θανάση Δεδούσαρου.
Το θέατρο αυτό ήτανε στην Ακτή Μουτσοπούλου, απέναντι στο Λεμβαρχείο ή στον Όμιλο Αιρετών, σήμερα, στο κτήμα αυτό, βρίσκεται μια κλινική που λέγεται Λευκός Σταυρός. Μετά το θάνατο του Θανάση Δεδούσαρου, στο θεατράκι του Λεμβαρχείου αρχίζει τη σταδιοδρομία του ο Χρήστος Χαρίδημος. Για τον Χαρίδημο, θα μιλήσω εκτενέστερα, από την εποχή πια που τον γνωρίζω προσωπικά, ο οποίος με βοήθησε πάρα πολύ.
Κοντοστάθηκα εγώ και θαύμαζα τις ρεκλάμες του Καραγκιόζη. Το κατάλαβε ο Νίκος. Δεν ξέρω αν ήθελε να πάμε κάπου αλλού, όμως μπήκαμε στον Καραγκιόζη. Ο ενθουσιασμός μου ήταν απερίγραπτος. Μπορώ να πω ότι όλη τη νύχτα έβλεπα σαν όνειρο αυτή την παράσταση.
Εγώ, μέχρι τότε, Καραγκιόζη είχα δει από τα παιδιά της γειτονιάς. Αλλά Καραγκιόζη σε μόνιμο θέατρο από μεγάλο καραγκιοζοπαίχτη, από επαγγελματία, ήταν η πρώτη φορά που άκουγα τον Θανάση τον Δεδούσαρο.
Σε μία άλλη βόλτα στο Πασαλιμάνι βρεθήκαμε πάλι μπροστά στο θέατρο του Δεδούσαρου, εγώ νόμιζα ότι θα μπούμε μέσα. Με πλησίασε ο Νίκος, με χάιδεψε στο κεφάλι και μου είπε: «Βαγγελάκη, απόψε θα πάμε σ’ ένα άλλο Θέατρο Σκιών».
Συνεχίζοντας, λοιπόν, τον περίπατό μας, προσπεράσαμε το θέατρο του Δεδούσαρου και κάποια στιγμή άκουσα τον Νίκο να λέει, φτάσαμε στον Καραγκιόζη. Είμαστε στην Φρεατίδα. Κατεβήκαμε μια σκάλα, ήταν απλωμένα καθίσματα, γεμάτα κόσμο, πήρε τα εισιτήρια, όμως πρέπει να πω ότι τότε δεν υπήρχαν ακόμη εισιτήρια σφραγισμένα, δεν υπήρχε δηλαδή επόπτης δημοσίων θεαμάτων. Πλήρωνε ο κόσμος, έπαιρνε ένα χαρτί, ένα μπιλιέτο και έδιναν και ένα λουκούμι κατ’ άτομο. Πολύ αργότερα, άρχισαν να σφραγίζονται τα εισιτήρια και να εισπράττει φόρο δημοσίων θεαμάτων το κράτος.
Η παράσταση ήταν καταπληκτική. Θυμάμαι εκείνη τη βροντώδη φωνή του Γιάννη του Μώρου. Πολλές φορές, άμα φυσούσε νοτιάς, ακουγόταν η φωνή του ακόμα και στο Πασαλιμάνι.
Η παράσταση ήταν καταπληκτική. Φύγαμε και ήμουν πάρα πολύ ευχαριστημένος. Εκείνο που θυμάμαι από την παράσταση του Γιάννη του Μώρου, είναι μια σκηνή που γινόταν σχεδόν στο τέλος της παράστασης. Μία μονομαχία μεταξύ ενός Έλληνα οπλαρχηγού και ενός Τούρκου μαύρου-αράπη. Η μονομαχία αυτή έχει μείνει στη μνήμη μου ολοζώντανη.
Σήμερα πια, φτασμένος παίχτης, αναρωτιέμαι αν όποτε κάνω μία τέτοια μονομαχία, συγκινεί τόσο τα παιδιά αλλά και τους μεγάλους, όσο συγκινήθηκα εγώ εκείνη την εποχή. Ορισμένες σκηνές, όπως για παράδειγμα η μονομαχία, παραμένουν στη φαντασία των παιδιών αναλλοίωτες. Ιδιαίτερα όταν οι σκηνές αυτές είναι πατριωτικού περιεχομένου, τα παιδιά ταυτίζονται με τον ήρωα, το νικητή. Κάπως έτσι, ταυτίστηκα και εγώ παιδί, όταν πρωτοείδα Καραγκιόζη και η σκηνή αυτή δεν φεύγει από το μυαλό μου.
Αυτές οι δύο παραστάσεις σημάδεψαν τη ζωή μου. Ένοιωθα περιέργεια, θα έλεγα την ανάγκη να βρεθώ μέσα στη σκηνή, να δω πώς κινούνται αυτά τα ανθρωπάκια.
Φεύγοντας από το θέατρο μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι μας η Μαρίκα με ρωτούσε διαρκώς, τι παιχνίδια θέλεις να σου παίρνω, Βαγγελάκη. Της έλεγα, να μου πάρεις σχέδια του Καραγκιόζη. Τα έπαιρνε, τα κόλλαγε σε διάφορα χαρτόνια, τα έκοβε και αυτό ήτανε το παιχνίδι μου.
Φτάσαμε στο σπίτι, φάγαμε και πέφτοντας να κοιμηθώ, ήλπιζα ότι αυτοί οι περίπατοι θα επαναληφθούν. Δυστυχώς όμως, δεν έγιναν ποτέ.
[…]
1932-1933
Οκτώβριος, ίσως και Νοέμβριος. Πρέπει να ήταν Σάββατο ή Κυριακή, που το βράδυ δεν είχα σχολείο.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν, με μερικά παιδιά της γειτονίας, ανεβήκαμε στην Νέα Κοκκινιά, σήμερα Νίκαια, στον κεντρικό δρόμο, τότε νομίζω λεγόταν οδός Κουτσουκαρίου, σήμερα είναι ο δρόμος που πάει για τον Κορυδαλλό και λέγεται Γεωργίου Κονδύλη. Βρεθήκαμε μπροστά σε κάτι ταμπέλες του Θεάτρου Σκιών. Διάβασα και είδα ότι αρχίζει τις παραστάσεις του ο Χρήστος Χαρίδημος. Η παράσταση μάλιστα που λανσάριζε, ήτανε το δράμα του Αθανασόπουλου. Τα σκηνικά ήταν καταπληκτικά και για να διαφημίσει το έργο του, τα είχε τοποθετημένα στο πανί, η σκηνή αναμμένη και οι πόρτες του θεάτρου ανοιχτές, για να βλέπει ο κόσμος που κατέβαινε το πρωί από την Νέα Κοκκινιά -Νίκαια για τον Πειραιά, στη δουλειά του. Το βράδυ λοιπόν, πήγα και εγώ να δω αυτή την παράσταση. Κάποια στιγμή, άκουσα κάποιους μεγάλους, να λένε: «Να ο Χαρίδημος, πάει ν’ αρχίσει».
Τον Χαρίδημο τον ακολουθούσαν τρία άτομα. Τα δύο τα έμαθα αργότερα. Ήταν: ο τραγουδιστής του Σωτήρης Καπρούλιας και ο βοηθός τους Μιλτιάδης Λάμπρου και ακολουθούσε ο Γιάννης Ιατρίδης. Όταν τον είδα, ξαφνιάστηκα. Του φώναξα: «Κυρ-Γιάννη, κυρ-Γιάννη», γύρισε με είδε, με πλησίασε και μου είπε: «Βαγγελάκη, εδώ είσαι;» «Ναι, κυρ-Γιάννη», του λέω. Περίμενε και σε λίγο, θα έρθω να σε πάρω να σε βάλω μέσα στη σκηνή και πράγματι σε λίγα λεπτά, ήρθε, με πήρε και μπήκαμε στη σκηνή του Χρήστου Χαρίδημου. Ήταν η πρώτη φορά, που τον έβλεπα από κοντά, δια ζώσης. Γιατί παραστάσεις του δυο-τρεις είχα δει στο Πασαλιμάνι, απέναντι στο λεμβαρχείο.
[…]
Αφορμή που μπήκα στη σκηνή για πρώτη φορά
Το θεατράκι του Γιάννη Ιατρίδη άλλαζε, κάθε μέρα, πρόγραμμα. Έχουν προχωρήσει καμιά δεκαπενταριά ημέρες και διάβασα στην ταμπέλα το έργο που θα έπαιζε το βράδυ. Λεγόταν: «Η νεκρά ζώσα».
Το έργο αυτό είναι μια παρωδία, από το δράμα του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Πήγα εγώ εκείνο το βράδυ, στο έργο εκείνο παρουσιάζεται μία κηδεία. Με τη νεκροφόρα, με τα εξαπτέρυγα και τη γειτονιά, που ακολουθεί την κηδεία. Βγήκε ένα παιδί από τη σκηνή, ο Αντώνης, που ήτανε ο πρώτος βοηθός του Ιατρίδη, και ζητούσε να βάλει μερικά παιδιά μες στη σκηνή για να πιάσουν έστω, όπως-όπως, μια φιγούρα, να περάσει απ’ το πανί, γιατί θα πέρναγαν και εκατό φιγούρες εκείνο το βράδυ. Έτρεξα, λοιπόν, και εγώ, να μπω μες στη σκηνή, αλλά ο Αντώνης δεν με άφηνε, λέγοντάς μου: «Φύγε, είσαι κοντός εσύ, δεν κάνεις». Και μου ’δινε και καμιά καρπαζούλα. Ξαναεπιχείρησα να μπω μέσα, πάλι έφαγα μια καρπαζιά, ώσπου κάποια φορά τρύπωσα, κάτω από τα σκέλια του.
Έτρεξε στη σκηνή να με βγάλει και τον είδε ο Ιατρίδης. Και τον ρώτησε, γιατί κυνηγούσε το μικρό. Ο Αντώνης, ο βοηθός του Ιατρίδη, του είπε: «Δεν κάνει, είναι κοντούλης». Και ο Ιατρίδης του είπε: «Τώρα που μπήκε, ας το».
Και πράγματι, έμεινα. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που βρισκόμουν στη σκηνή του Γιάννη Ιατρίδη αλλά και γενικά στη σκηνή του Θεάτρου Σκιών.
Όταν πλησίαζε η ώρα της κηδείας, πήρα και εγώ μια φιγούρα. Νομίζω ότι πρέπει να την πέρασα καλά από τη σκηνή. Ο Ιατρίδης πρέπει να το πρόσεξε, γιατί όταν τελείωσε η παράσταση και άλλαξε φανέλα, ήτανε καταϊδρωμένος, με πλησίασε, και με ρώτησε πώς σε λένε; Του λέω.»
[…]
Δείτε το αφιέρωμα στον Βαγγέλη Κορφιάτη (τα βίντεο είναι από ντοκιμαντέρ της ιαπωνικής τηλεόρασης):
Με πληροφορίες από το Πανελλήνιο Σωματείο Θεάτρου Σκιών