Μισέλ Φουκώ- Ένας ακούσιος ιεροφάντης του μεταμοντέρνου
Όπως πολλοί διανοούμενοι της εποχής του στη Γαλλία, είχε μαρξιστικές καταβολές, τις οποίες σύντομα εγκατέλειψε, και παρότι η επίδραση τους στα γραπτά του δεν ήταν αμελητέα, σαφώς κινήθηκε σε διαφορετική κατεύθυνση από το επαναστατικό όραμα του Μαρξ.
“Όσα έγραψα δεν είναι συνταγές, ούτε για μένα, ούτε για οποιονδήποτε άλλο. Στην καλύτερη περίπτωση είναι εργαλεία-και όνειρα”.
Έτσι συνήθιζε μεταξύ άλλων να εκφράζεται για τα έργα του ο φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ, που έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή το 1984, χτυπημένος από τη “μάστιγα του αιώνα”. Είναι δύσκολο να υπερτιμηθεί η συνεισφορά του σε κάθε τομέα σχεδόν των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, καθώς το έργο του υπήρξε εξαιρετικά πολυσχιδές και αποτελεί ίσως μια από τις τελευταίες πραγματικά πρωτότυπες συμβολές της αστικής σκέψης στη μελέτη ιστορικών και κοινωνικών φαινομένων. Όπως πολλοί διανοούμενοι της εποχής του στη Γαλλία, είχε μαρξιστικές καταβολές, τις οποίες σύντομα εγκατέλειψε, και παρότι η επίδραση τους στα γραπτά του δεν ήταν αμελητέα, σαφώς κινήθηκε σε διαφορετική κατεύθυνση από το επαναστατικό όραμα του Μαρξ. Μέσα από τα έργα του, χωρίς να είναι κατά βάση “ευθέως” πολιτικά, σε αντίθεση με την προσωπική του πολιτικοποίηση, αναδύεται ένα μοντέλο τοπικών επιμέρους αντιστασιακών εστιών, στην κατεύθυνση της ενίσχυσης των θεσμών της αστικής δημοκρατίας, ενάντια στο “μεγάλο αφήγημα” του μαρξισμού, όπως θα έλεγαν οι μεταμοντέρνοι, στους οποίους ο ίδιος επέμενε να μη θέλει να συγκαταλέγεται, παρά τα σημεία ταύτισης με πτυχές τουλάχιστον αυτού του ετερογενούς ρεύματος σκέψης.
Γεννήθηκε στις 15 Οκτώβρη 1926 στο Πουατιέ και προοριζόταν αρχικά να ακολουθήσει τη στρωμένη ιατρική καριέρα του πατέρα του. Φοίτησε στη γενέτειρά του και μετά στο περίφημο Λύκειο Ερρίκος Δ’ στο Παρίσι. Σημαδεύτηκε από τις καταστροφικές εμπειρίες του πολέμου, όπως τη δολοφονία του Αυστριακού καγκελαρίου Ντόλφους από τους ναζί, την άφιξη των Ισπανών δημοκρατικών προσφύγων μετά τον εμφύλιο στη Γαλλία, τους καβγάδες με συμμαθητές του για τον πόλεμο του Μουσολίνι στην Αιθιοπία.
Το 1946 εγγράφεται στο βασικό λίκνο της γαλλικής μεταπολεμικής διανόησης, την École normale supérieure, όπου στα πλαίσια των φιλοσοφικών του σπουδών συνδέεται φιλικά με τον καθηγητή του Λουί Αλτουσέρ, ο οποίος τον επηρεάζει σε μαρξιστική κατεύθυνση, ενώ παράλληλα έρχεται σε επαφή με το άγνωστο τότε σχετικά έργο του γλωσσολόγου Φερντινάν ντε Σωσύρ. Η διπλωματική του εργασία έχει ως αντικείμενο το Χέγκελ, ενώ ακολουθούν πτυχία ψυχολογίας και ψυχοπαθολογίας. Το 1951 περνά τις κρατικές εξετάσεις φιλοσοφίας, ενώ η περίοδος αυτή σημαδεύεται από έντονη προσωπική κρίση, όπως διαφαίνεται από δύο απόπειρες αυτοκτονίας.
Υπήρξε για δυο χρόνια μέλος του ΚΚ Γαλλίας ως το 1952, όταν και απογοητεύτηκε από το “σταλινισμό” του κόμματος, σε βαθμό που “ένιωσε αηδία” με την πολιτική, αποφεύγοντας για καιρό οποιαδήποτε ενασχόληση με την πολιτική. Το πρώτο του βιβλίο πάντως, που εκδόθηκε το 1954 με τίτλο “Ψυχοπάθεια και ψυχολογία” φέρει ακόμα έντονο το μαρξιστικό αποτύπωμα, παρουσιάζοντας τις ψυχασθένειες ως προϊόν αποξένωσης του ατόμου στον καπιταλισμό. Ο ίδιος μάλιστα αφαίρεσε τα μαρξιστικά στοιχεία του έργου στην επόμενη έκδοση το 1962, του οποίου την κυκλοφορία έκτοτε προσπάθησε να παρεμποδίσει.
Μετά από παραμονή για λόγους σταδιοδρομίας σε Λιλ και Ουψάλα, με ενδιάμεση παραμονή στο Παρίσι, επιστρέφει το 1960 στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου ολοκληρώνει το γνωστότερο ίσως έργο του και το μεγαλύτερο σε έκταση, την “Ιστορία της τρέλας στην κλασική εποχή”, με βασικό συμπέρασμα πως η τρέλα όπως την ορίζουμε, δεν υφίσταται χωρίς τον έτερο πόλο της, τον ορθολογισμό και την εποχή του, αλλά συνδέεται αδιάσπαστα με αυτόν.
Ο Φουκώ διακρίνει τρεις βασικές περιόδους αντιμετώπισης της τρέλας την περίοδο που εξετάζει. Αρχικά, στην Αναγέννηση, όταν η τρέλα δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως μια αλλότρια δύναμη που πρέπει να αντιμετωπιστεί, αλλά ως μια μορφή σοφίας. Από το 17ο αιώνα ο ορθολογισμός γίνεται η απόλυτη αξία, με την τρέλα να ανακηρύσσεται σε αντίθετό της και να αποκλείεται πλήρως, τόσο από την θεωρία, όσο και πρακτικά, καθώς τα άτομα που κρίνονταν ψυχοπαθή απομακρύνονται από την κοινωνία και κλείνονται σε άσυλα. Στο τέλους του 18ου αιώνα υπάρχει ένα νέο κίνημα “απελευθέρωσης” των τρελών, το οποίο στην πραγματικότητα όμως δεν αποτελεί κατά το φιλόσοφο παρά μια απόπειρα του διαφωτισμού να αρνηθεί την τρέλα μέσω της πλήρους κατανόησής της και της θεραπείας της. Το έργο του εμφανίζει τις αλλαγές στις αντιλήψεις ως καθοριστικές για τις αλλαγές συμπεριφοράς απέναντι στην ψυχασθένεια, κάτι που το καθιστά έμμεσα ιδεαλιστικό, έμμεσα γιατί ο ίδιος αποφεύγει να παρουσιάσει ρητή αιτιολογική σύνδεση μεταξύ των ιδεολογικών μετατοπίσεων και των θεσμικών αλλαγών που τις ακολουθούν χρονικά.
Η αντίθεση “φυσιολογικού” και “παθολογικού” ως βασικού πεδίου συγκρότησης των επιστημών του ανθρώπου συγκροτεί το βασικό άξονα του έργου του “Η γέννηση της κλινικής” (1963), στο οποίο διαπιστώνει επίσης πως ο άνθρωπος μπορεί να είναι ταυτόχρονα υποκείμενο και αντικείμενο της γνώσης. Διάσημος κι εκτός συνόρων γίνεται με το βιβλίο “Οι λέξεις και τα πράγματα. Μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου” (1966). Σε αυτό μελετά την ανάπτυξη τριών επιστημονικών πεδίων, της Οικονομίας, των φυσικών επιστημών και της φιλολογίας το 18ο και 19ο αιώνα. Προβλέπει πως, όπως στο πέρασμα από το 18ο στον 19ο αιώνα η ιστορία των ομοιοτήτων αντικαταστάθηκε από την αντιπροσώπευση, έτσι κι άνθρωπος “εξαφανίζεται όπως ένα ανθρώπινο πρόσωπο στην άμμο μιας ακτής”. Η έννοια του ανθρώπου δεν είναι παρά μια αφηγηματική μορφοποίηση της επιστημονικής συζήτησης των τελευταίων χρόνων, που θα εξαφανιστεί και πάλι γιατί είναι απλώς ένα ακόμα στοιχείο σε μια συνάρτηση κανόνων που πάντα προηγείται του υποκειμένου. Αυτό το υποκείμενο δε γίνεται πια-σε αντίθεση με τη νεότερη φιλοσοφία-να είναι πηγή κάθε γνώσης και αλήθειας. Στο βιβλίο υπάρχει ανοιχτή κριτική στο μαρξισμό ως μια μορφή πολιτικής οικονομίας του 19ου αιώνα, ξεπερασμένης πλέον. Αλλά και η αντίληψη ότι η έννοια του ατόμου είναι πρόσφατη και αποκλίνουσα από την ως τότε ιστορία των ιδεών, αντιτίθεται στη μαρξιστική θέση πως το άτομο είναι αυτόνομο και σε θέση να γνωρίσει τον εαυτό του. Τη θέση αυτή είχε μάλιστα εγκρίνει επίσημα το ΚΚ Γαλλίας ένα μήνα πριν τη δημοσίευση του βιβλίου, στα πλαίσια της αντιπαράθεσής του προς τον “αντι-ανθρωπισμό” του επίσης μέλους του, Λουί Αλτουσέρ. Τις σκέψεις του αναπτύσσει περαιτέρω στην “Αρχαιολογία της Γνώσης”, το οποίο αποτελεί ουσιαστικά ένα κείμενο πολεμικής στον ιστορικό υλισμό και σε κάθε θεώρηση που ο ίδιος θεωρούσε τελεολογική με απώτερο στόχο την επικράτηση μιας απόλυτης αλήθειας μέσα από την προσήλωση στον ορθό λόγο. Η ιστορία δε διέπεται από εξέλιξη, αιτιακές σχέσεις ή κρυφά νοήματα, αλλά συνεχείς μετασχηματισμούς, ρήξεις και ασυνέχειες χωρίς συγκεκριμένο υποκειμένο, άρα και η συνείδηση του τελευταίου σε εκείνη δεν παίζει κανέναν ιδιαίτερο ρόλο.
Είναι δραστήριος στον απόηχο του Μάη του ’68 (τα ίδια τα γεγονότα τον βρήκαν στην Τυνησία, όπου επίσης υπήρχαν πολιτικές ταραχές, που είχαν οδηγήσει και στη σύλληψή του), μετά από πολλά χρόνια πολιτικής αποχής, δείχνοντας αλληλεγγύη σε διωκόμενους φοιτητές και συμμετέχοντας στο νεοσύστατο πανεπιστήμιο της Vincennes, το οποίο κυριαρχούνταν από μαοϊκούς ακαδημαϊκούς και φοιτητές, αν και οι δικές του δημοφιλέστατες διαλέξεις είχαν ως επίκεντρο το Νίτσε. Ένα χρόνο μετά αποχωρεί για να εκλεγεί στο College de France, ίδρυμα μεγάλου κύρους, παρά τις αντιδράσεις μιας ισχυρής μειοψηφίας συναδέλφων του. Το 1971 γίνεται μέλος της GIP (Ομάδα Πληροφόρησης περί φυλακών) το οποίο ασχολούνταν με τις συνθήκες κράτησης και τα δικαιώματα των κρατουμένων. Η ενασχόλησή του με την ομάδα, που είχε μέλη σε όλη τη Γαλλία, αποτυπώνεται και στο έργο του “Επιτήρηση και Τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής” το 1974, που περιγράφει την εξέλιξη των ποινών από τις σωματικές τιμωρίες και την εκτέλεση στο σύγχρονο ποινικό σύστημα, αρχής γενομένης από το 18ο αιώνα.
Το 1976 δημοσίευσε τον πρώτο τόμο από τρεις τελικά τόμους που πρόλαβε να ολοκληρώσει με τίτλο “Η ιστορία της Σεξουαλικότητας”, το οποίο έγινε μπεστ-σέλερ παρότι στην εποχή του συνάντησε χλιαρή υποδοχή από ακαδημαϊκούς κύκλους.” Ο Φουκώ εξετάζει πώς η έννοια της σεξουαλικότητας, την οποία παρουσιάζει ως κοινωνική κατασκευή, ξεκίνησε από την ενασχόληση της αστικής τάξης των καιρό εδραίωσης της εξουσίας της. Οι αστοί, έχοντας εμμονή με την προσωπική και αναπαραγωγική τους υγεία, αλλά και την ευχαρίστησή τους, δημιουργούν μια θετική έννοια σεξουαλικότητας, την οποία ωστόσο επιβάλλουν σε παιδιά και γυναίκες ανεξάρτητα από τη συναίνεσή αυτών. Διακρίνει τέσσερα στάδια συγκρότησης της σύγχρονης σεξουαλικότητας, τον ορισμό της γυναικείας και παιδικής σεξουαλικότητας ως παθολογικών, την ιατρικοποίηση των σεξουαλικών αποκλινουσών συμπεριφορών, οδηγώντας πχ. στη διαμόρφωση της σύγχρονης έννοιας του “ομοφυλόφιλου” και η τοποθέτηση της σεξουαλικότητας στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος, με τους φορείς δημόσιας υγείας να επιβάλλουν την αντίληψή τους περί σεξουαλικότητας στον υπόλοιπο πληθυσμό.
Την ίδια περίοδο συνεχίζει την πολιτική του δράση, ενάντια στο ρατσισμό, την κυβέρνηση του Φράνκο αλλά κι υπέρ των Σοβιετικών και Βιετναμέζων αντιφρονούντων. Προκάλεσε αίσθηση και αντιδράσεις για τη στήριξή του στην Ιρανική Επανάσταση και τον Αγιατολάχ Χομεΐνι, που χρονολογείται από ένα ταξίδι του στην Περσία το 1978, δηλαδή ένα χρόνο πριν την επικράτηση των ισλαμιστών, ως ανταποκριτής της ιταλικής Corriere della Sera. Ο ίδιος εξηγούσε τη στάση του λέγοντας πως το Ισλάμ θα γινόταν σημαντική πολιτική δύναμη της περιοχής, και θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με σεβασμό κι όχι εχθρότητα.
Εξέφρασε τη στήριξή του στην κυβέρνηση Μιτεράν το 1980 ωστόσο σύντομα αποστασιοποιήθηκε, επειδή κατά τη γνώμη του δεν καταδίκασε αποφασιστικά το σοσιαλιστικό καθεστώς της Πολωνίας, καθώς ο ίδιος από το 1981 βρισκόταν σε στενή συνεργασία με τον κύριο αντικομμουνιστικό φορέα της χώρας, την Αλληλεγγύη, ταξιδεύοντας μάλιστα στην Πολωνία ως ένδειξη συμπαράστασης, όπου κι επισκέφτηκε το Άουσβιτς. Λίγους μήνες πριν το θάνατό του δημοσιεύτηκαν ο δεύτερος και τρίτος τόμος της “Ιστορίας της σεξουαλικότητας”, που εξέταζαν στη βάση κλασικών κειμένων της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας τη διαμόρφωση της παγανιστικής σεξουαλικής ηθικής, ενώ ο τέταρτος τόμος που θα εξέταζε τη πρωτοχριστιανική σεξουαλικότητα, παρέμεινε ημιτελής, όπως και το υπόλοιπο έργο, που αρχικά προοριζόταν να είναι επτάτομο.
Έδωσε τις τελευταίες διαλέξεις του στο College de France, έχοντας ήδη διαγνωστεί με AIDS, καθυστερημένα καθώς ο ίδιος υποτίμησε τα συμπτώματά του και η ασθένεια ήταν ακόμα εν πολλοίς άγνωστη. Έφυγε από τη ζωή στο Hôpital de la Salpêtrière, το ίδιο νοσοκομείο που είχε αποτελέσει αντικείμενο μελέτης του στο “Ψυχασθένεια και πολιτισμός” στις 25 Ιούνη 1984, μετά από νοσηλεία δυο εβδομάδων.