Μπανάνες και αίμα-Το πραξικόπημα της CIA στη Γουατεμάλα 1954
Ήταν η πρώτη φορά που μυστική υπηρεσία οργάνωνε με παραστρατιωτικό τρόπο την ανατροπή δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης μιας ανεξάρτητης χώρας, δίχως την εμπλοκή επίσημων στρατιωτικών δυνάμεων.
Σαν σήμερα το 1954 ολοκληρώνεται η επιχείρηση PBSUCESS, που διεξήχθη από τη CIA με στόχο την ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου προέδρου της Γουατεμάλας, Γιάκομπο Αρμπένς Γκουσμάν. Ήταν η πρώτη μεγάλης έκτασης επιχείρηση της νεοϊδρυθείσας (1949) Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στη Λατινική Αμερική, που χρησίμευσε ως πρότυπο για παρόμοιες δραστηριότητες της υπηρεσίας στην αμερικανική ήπειρο και σε πολλές ακόμα χώρες. Ήταν η πρώτη φορά που μυστική υπηρεσία οργάνωνε με παραστρατιωτικό τρόπο την ανατροπή δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης μιας ανεξάρτητης χώρας, δίχως την εμπλοκή επίσημων στρατιωτικών δυνάμεων.
Επρόκειτο για ένα πραξικόπημα “κατά παραγγελία” της πολυεθνικής United Fruit Company (σημερινή Chiquita Brands International) που θίγονταν από τη σχεδιαζόμενη από τον Αρμπενς αγροτική μεταρρύθμιση. Ο τότε διευθυντής της CIA ήταν δικηγόρος και λομπίστας της επιχείρησης. Όπως αναφέρθηκε, ήταν το πρώτο πείραμα κατά το οποίο η CIA πέραν της κατασκοπευτικής της δραστηριότητας ανέπτυξε έναν παραστρατιωτικό βραχίονα για την ενίσχυση της παγκόσμιας επιρροής της. Στη Γουατεμάλα αυτό επιτεύχθηκε μέσω της δημιουργίας ενός στρατού εισβολής από εμιγκρέδες Γουατεμαλέζους και μισθοφόρους από τις ΗΠΑ και την κεντρική Αμερική.
Ο Αρμπένς ήταν στρατιωτικός και είχε εκλεγεί το 1950, με βασικό στόχο να προωθήσει την αγροτική μεταρρύθμιση που είχε αποφασίσει ο προκάτοχός του Χουάν Χοσέ Αρέβαλο, προς όφελος των ακτημόνων μικροκαλλιεργητών. Το μέτρο αυτό έθιγε το βασικό κάτοχο γης στη χώρα, δηλαδή την United Fruit. Την ανησυχία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού επέτεινε η συμπάθεια του προέδρο προς τους κομμουνιστές της Γουατεμάλς (Partido Guatemalteco de Trabajo, Κόμμα εργασίας Γουατεμάλας). Διέθετε 57 βουλευτές και ασκούσε σημαντική επιρροή στο υπουργείο Γεωργίας που ήταν επιφορτισμένο με την αναδιανομή γης. Επιπλέον πίεση ασκούσε η κυβέρνησης της Ονδούρας υπό τον Χουάν Μανουέλ Γκάλβες, καθώς ως κράτος-προτεκτοράτο της United Fruit, μια επιρροή της μεταρρύθμισης του Άρμπενς στη χώρα θα σήμαινε υπονόμευση της θέσης του στην ηγεσία. Παρόμοια κίνητρα διέθεταν κι άλλα γειτονικά κράτη, όπως η Νικαράγουα και η Δομηνικανή Δημοκρατία, που κυβερνώνταν από τους δικτάτορες Σομόσα και Τρουχίλο αντίστοιχα. Ο Σομόσα μάλιστα υπήρξε ο πρώτος εμπνευστής ενός συγκεκριμένου σχεδίου ανατροπής του Άρμπενς, το οποίο πρότεινε στον Τρούμαν στη διάρκεια επίσκεψής του στη Γουατεμάλα. Η πρώτη απόπειρα πραξικοπήματος και εισβολής του “Απελευθερωτικού Στρατού” στη Γουατεμάλα ματαιώθηκε, όταν το υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ, που δε γνώριζε για το σχέδιο, σταμάτησε ένα πλοίο με όπλα εν πλω προς Νικαράγουα.
Το σχέδιο PBSUCESS υιοθετήθηκε μετά την εκλογή Αϊζενχάουερ, σε μια εποχή που η αντικομμουνιστική υστερία ήταν στο ζενίθ, ακολουθώντας τις βασικές αρχές του προηγούμενου σχεδίου της κυβέρνησης Τρούμαν. Έμφαση δόθηκε στην ψυχολογική επίδραση που θα είχε η εισβολή του στρατού του Καστίγιο Άρμας, ιδιαίτερα μέσω προπαγάνδας και σαμποτάζ. Ρόλο κλειδί στην επιχείρηση είχε ο γνωστός για τη δράση του στην Ελλάδα Τζον Πιουριφόι, ο οποίος ανέλαβε τον Οκτώβρη του 1953 τη θέση του πρέσβη στην Πόλη της Γουατεμάλας. Η εκπαίδευση των μισθοφόρων ξεκίνησε κοντά στην πρωτεύουσα της Ονδούρας κι επεκτάθηκε και στη Νικαράγουα.
Κεντρικό προπαγανδιστικό όργανο της CIA ήταν ο ραδιοσταθμός “Φωνή της Απελευθέρωσης”, που διάνθιζε εκπομπές αντικυβερνητικού περιεχομένου με δημοφιλή μουσική της εποχής κια διευθύνονταν από τον άριστο γνώστη της ισπανικής, Ντέιβιντ Λι Φίλιπς. Η επιχείρηση επιταχύνθηκε μετά την αγορά όπλων εκ μέρους της Γουατεμάλας από την Τσεχοσλοβακία, καθώς οι ΗΠΑ είχαν επιβάλει εμπάργκο από το 1949 και παρεμπόδιζαν και την αγορά τους από τρίτες χώρες. Φαίνεται πως πέραν του εξοπλισμού του στρατού, ο Άρμπενς σχεδίαζε να οπλίσει και την εργατική τάξη μέσω της δημιουργίας πολιτοφυλακών των συνδικάτων. Στις ΗΠΑ η άφιξη του πλοίου με τα όπλα στη Γουατεμάλα παρομοιάστηκε με την εισβολή του Μουσολίνι στην Αιθιοπία(!), προετοιμάζοντας κι άλλο κλίμα επέμβασης στη χώρα. Την ίδια περίοδο ξέσπασε μια τεράστια απεργία 40000 εργατών στις φυτείες μπανάνας της United Fruit στην Ονδούρα, για την οποία ενοχοποιήθηκε η κυβέρνηση της Γουατεμάλας. Το υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ απέστειλε μάλιστα δυο πολεμικά πλοία, έτοιμα να καταστείλουν με τη βία την απεργία αν χρειαζόταν.
Την ίδια ώρα, η ηγεσία του στρατού έβλεπε με κακό μάτι τον εξοπλισμό του λαού με πολιτοφυλακές. Ήδη οι αμερικανικές αρχές πίεζαν ανώτερους αξιωματικούς αφήνοντας να εννοηθεί πως ήταν έτοιμες να επέμβουν άμεσα. Η αναχώρηση του πρέσβη της Ονδούρας από τη Γουατεμάλα στις 25 Μάη ερμηνεύθηκε από την κυβέρνηση της χώρας ως προσχηματική ενέργεια για να δώσει την ευκαιρία στις ΗΠΑ να εισβάλουν στη χώρα με στόχο την “προστασία” της Ονδούρας, που τάχα απειλούνταν από επέμβαση της Γουατεμάλας.
Η πρώτη στρατιωτική επιχείρηση των εισβολέων έγινε στις 20 Μάη 1954, με επίθεση σε συρμό που μετέφερε τσεχοσλοβακικά όπλα, σκοτώντας δυο άτομα και προκαλώντας περιορισμένες υλικές ζημιές. Παρόμοιες ενέργειες σαμποτάζ τις επόμενες μέρες έπεσαν στο κενό. Έτσι στις 18 Ιούνη ξεκίνησε η εισβολή των Liberacionistas (Απελευθερωτών), στοχεύοντας σε εξέγερση των ντόπιων κατά τους Άρμπενς, οι οποίοι ωστόσο δεν έδειχναν καμία διάθεση να ενωθούν μαζί τους. Ούτε η αεροπορία ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική, περιοριζόμενη σε ρίψη προκηρύξεων και περιορισμένους “βομβαρδισμούς” με δυναμίτη και χειροβομβίδες. Στο πεδίο των μαχών, οι πιστές στον Άρμπενς μονάδες αντιμετώπιζαν με επιτυχία τους εισβολείς, ενώ ο πρόεδρος προσπαθούσε μάταια να επιλύσει το ζήτημα μέσω της διπλωματικής οδού, φοβούμενος να προχωρήσει στη δημιουργία πολιτοφυλακών για να μη δυσαρεστήσει το στράτευμα, η ηγεσία του οποίου έδειχνε ολοένα και πιο ανοιχτά πως δεν θα πολεμούσε κατά των εισβολέων. Οι απεγνωσμένες εκκλήσεις του προέδρου για επέμβαση του ΟΗΕ σκόνταψαν στην άρνηση των ΗΠΑ και την αποχή Βρετανίας και Γαλλίας από την ψηφοφορία στο Συμβούλιο Ασφαλείας για την πρόταση υπέρ της επέμβασης από ΕΣΣΔ, Δανία, Λίβανο και Νέα Ζηλανδία.
Όσο προχωρούσαν οι μάχες ο στρατός έδειχνε μεγαλύτερη παθητικότητα, με αποτέλεσμα πολλές περιοχές να τις υπερασπίζονται πλέον μόνο αγρότες με καραμπίνες. Ο Άρμπενς, αρνούμενος μέχρι την τελευταία στιγμή των εξοπλισμό που ζητούσαν τα συνδικάτα, υπέκυψε στις πιέσεις των αξιωματικών να παραιτηθεί στις 27 Ιούνη υπέρ μιας στρατιωτικής κυβέρνησης υπό τον αρχηγό του ΓΕΣ Ενρίκε Ντιάζ, που του εγγυήθηκε πως δε θα αναιρούσε το έργο των προηγούμενων ετών. Οι ΗΠΑ βεβαίως δεν είχαν σκοπό να δεχθούν έναν τέτοιο συμβιβασμό, και σύντομα επέβαλαν το Καστίγιο Άρμας ως επικεφαλής μιας στρατιωτικής χούντας, ενώ ως το Σεπτέμβρη είχε γίνει πρόεδρος ως το 1957 όπου δολοφονήθηκε από ένα μέλος της προεδρικής φρουράς που αυτοκτόνησε αμέσως. Μέχρι σήμερα τα ακριβή κίνητρα κι οι εμπνευστές της δολοφονίας δεν έχουν εντοπιστεί.
Η επιχείρηση SUCESS ήταν το ακριβές πρότυπο για την εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων στην Κούβα, επαναλαμβάνοντας τα ίδια λάθη κι ελλείψεις, που υποτιμήθηκαν από τη CIA λόγω ακριβώς της επίτευξης του στόχου της. Αγνοήθηκαν επίσης τελείως οι διαφορές των τοπικών και πολιτικών συνθηκών μεταξύ των δύο χωρών, ιδιαίτερα μεταξύ του αποφασισμένου να υπερασπιστεί την επανάσταση κουβανικού στρατού και του πολιτικά αναξιόπιστου στρατού της Γουατεμάλας. Τα γεγονότα είχε παρακολουθήσει από κοντά ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε Λα Σέρνα, που ζούσε τότε ως εφημεριδοπώλης στη χώρα. Λέγεται μάλιστα πως η εμπειρία του αυτή ήταν στη βάση της πρότασής του το 1959 ο Κουβανικός στρατός να εκκαθαρισθεί από επαγγελματίες στρατιωτικούς και να αντικατασταθεί από πολιτοφυλακές.
Το πραξικόπημα σήμανε την αρχή τεσσάρων δεκαετιών εναλλασσόμενων στρατιωτικών δικτατοριών, που σχεδόν ανεξαίρετα στηρίχτηκαν από τις ΗΠΑ πολιτικά, στρατιωτικά και μέσω της CIA. Στη διάρκεια αυτού του “Εμφυλίου της Γουατεμάλας” τουλάχιστον 140.000 άνθρωποι δολοφονήθηκαν ως το 1996 είτε από το στρατό είτε από παραστρατιωτικά τάγματα θανάτου με κρατική υποστήριξη. Ένας μεγάλος αριθμός “εξαφανισμένων” (desaparecidos) παραμένει άγνωστος μέχρι σήμερα, με οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων να κάνουν λόγο ακόμα και για 250.000 άτομα.
Σχετικό θέμα: