Οριάνα Φαλάτσι – Οργή δίχως περηφάνια
Από μαχητική κατήγορος του πολέμου στο Βιετνάμ, πρωθιέρεια της ισλαμοφοβίας στην Ευρώπη.
Άφοβη πολεμική ανταποκρίτρια, μαχητική δημοσιογράφος που δε δίσταζε να αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο τους ισχυρότερους ηγέτες της εποχής της, και υπέρμαχος της γυναικείας χειραφέτησης: Για δεκαετίες η Οριάνα Φαλάτσι με τα βιβλία της, βασισμένα κυρίως στις επαγγελματικές και προσωπικές της εμπειρίες, ήταν ίνδαλμα για εκατομμύρια συμπατριώτες της και όχι μόνο, και σύμβολο της μη κομμουνιστικής αριστεράς στη χώρα της. Αντίστοιχο ήταν το σοκ το 2001, όταν μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου, στράφηκε με το έργο της “Οργή και υπερηφάνεια” κατά μιας υποτιθέμενης ευρωπαϊκής πολιτικής “κατευνασμού” έναντι του Ισλάμ, το οποίο αντιμετωπίζεται ως μια εγγενώς μη ανεκτική και βίαιη θρησκεία με στόχο την παγκόσμια επικράτηση. Η ανάδειξή της σε βασική εκπρόσωπο της ισλαμοφοβίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο συνεχίστηκε με αμείωτους ρυθμούς ως και τον τελευταίο χρόνο της ζωής της, με την πολεμική γύρω από το πρόσωπό της να συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1929 στη Φλωρεντία, και από μικρή ηλικία συμμετείχε στην αντίσταση κατά του φασισμού, βοηθώντας τον πατέρα της, ηγέτη της αντίστασης στην Τοσκάνη, ο οποίος συνελήφθη και βασανίστηκε για τη δράση του. Μετά τον πόλεμο εγγράφεται στο κλασικό λύκειο, όπου υπερπηδά δυο χρονιές και αποφοιτά σε ηλικία 17 ετών. Από μικρή ηλικία ήθελε να γίνει συγγραφέας, σχέδιο που δεν άρεσε στην οικογένειά της και για το λόγο αυτό γράφτηκε στην ιατρική σχολή.
Η αγάπη της για το γράψιμο ωστόσο δεν την εγκαταλείπει κι έτσι βρίσκει δουλειά στην εφημερίδα Mattino dell’Italia Centrale, όπου ασχολείται κυρίως με αστυνομικό ρεπορτάζ. Όταν το 1951 την υποχρεώνουν να γράψει κάτι ειρωνικό και ισοπεδωτικό για έναν τοπικό κομμουνιστή, αρνείται και απολύεται. Η στάση της αυτή υπαγορεύτηκε από ηθικούς, κι όχι πολιτικούς λόγους, καθώς σε όλη τη διάρκεια της ζωής της υπήρξε έντονα αντικομμουνίστρια και αντισοβιετική. Έχοντας αφήσει τις σπουδές της πηγαίνει στο Μιλάνο όπου δουλεύει για ένα διάστημα στο περιοδικό Epoca όπου ήταν αρχισυντάκτης ο θείος της. Το 1954 προσλαμβάνεται στο περίφημο περιοδικό Europeo, το οποίο τη στέλνει στην πρώτη της δημοσιογραφική αποστολή στο Ιράν. Τα επόμενα χρόνια ασχολείται κυρίως με το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ, παίρνοντας συνεντεύξεις από διάσημους Ιταλούς και Αμερικανούς ηθοποιούς. Ο Όρσον Γουέλς συγγράφει μάλιστα τον πρόλογο στο πρώτο της βιβλίο “Τα επτά αμαρτήματα του Χόλιγουντ”.
Επιτυχία γνωρίζει με δυο βιβλία της για τη γυναικεία καταπίεση στον κόσμο και στην ιστορία, το “Άχρηστο Φύλο” (1961) και “Η Πηνελόπη σε πόλεμο”, όπως και με το “Αν ο ήλιος πεθάνει” (1965), βασισμένο στις συνεντεύξεις της με Αμερικανούς αστροναύτες που προετοιμάζονταν για την πρώτη αποστολή στη σελήνη. Η καθιέρωση της σε διεθνές επίπεδο έρχεται ωστόσο χάρη στις πολεμικές της ανταποκρίσεις, ιδιαίτερα στο Βιετνάμ, όπου βέβαια δε διστάζει να κατηγορήσει και την βορειοβιετναμέζικη πλευρά ότι δεν επιθυμεί την ειρήνη όπως και η αμερικανική. Το 1968 στη διάρκεια καταστολής κατά φοιτητικών διαδηλώσεων στην Πόλη του Μεξικού, δέχεται τα πυρά των δυνάμεων καταστολής και τραυματίζεται βαριά. Μεταφέρεται βαριά τραυματισμένη μαζί με το συνάδελφο που είχε πέσει νεκρός δίπλα της στο νεκροτομείο, κι από τύχη δε θάβεται ζωντανή.
Το 1974 κυκλοφορεί το βιβλίο της “Συνέντευξη με την ιστορία”, που περιλαμβάνει μια σειρά συνεντεύξεών της με ισχυρούς ηγέτες, όπως η Ίντιρα Γκάντι, ο Ντεγκ Ζιαοπίνγκ, ο Βίλι Μπραντ, η Γκόλντα Μέιρ και άλλοι. Το συμπέρασμά της είναι πως η δύναμη αυτών των ανθρώπων δε βασίζεται σε ιδιαίτερη εξυπνάδα ή ικανότητες, πολλώ δε μάλλον ηθική υπεροχή, αλλά στην ασυνήθιστη φιλοδοξία και τον ναρκισσισμό τους. Όπως εκείνον του Χένρυ Κίσιντζερ, τον οποίο αναγκάζει να παραδεχτεί σε συνέντευξή του ότι το Βιετνάμ ήταν “ένας άχρηστος πόλεμος”, κι ότι ο ίδιος βλέπει τον εαυτό του ως “καουμπόι”, οδηγώντας τον χρόνια μετά να παραδεχτεί ότι ήταν η “πιο καταστροφική συνέντευξή του με εκπρόσωπο του τύπου”. Ιστορική έμεινε και η συνέντευξή της με τον Χομεϊνί, που διακόπηκε όταν εκείνη έβγαλε στη διάρκειά της το τσαντόρ.
Στην Ελλάδα έγινε γνωστή κυρίως χάρη στη σχέση της με τον Αλέκο Παναγούλη, τον οποίο γνώρισε σε συνέντευξη το 1973, αμέσως μετά την απελευθέρωσή του μετά από χρόνια εγκλεισμού και βασανισμών στις χουντικές φυλακές. Ο ταραχώδης δεσμός τους κράτησε ως το μυστηριώδη θάνατό του την Πρωτομαγιά το 1976, με την ίδια να πιστεύει ως το τέλος στην εκδοχή της δολοφονίας. Λίγους μήνες αργότερα χάνει τη μητέρα της, που μαζί με τον Παναγούλη ήταν, κατά δήλωσή της, “τα πλάσματα της ζωής της”. Στον Παναγούλη είναι αφιερωμένο ένα από τα πιο αγαπητά της έργα, το “Ένας άντρας” (1979), ενώ λίγα χρόνια νωρίτερα είχε κυκλοφορήσει το επίσης δημοφιλές “Γράμμα σε ένα παιδί που δεν γεννήθηκε”, που ήρθε σε μια περίοδο που στην Ιταλία το θέμα των εκτρώσεων βρισκόταν στο απόγειό του. Θέμα του βιβλίου είναι ο μονόλογος μιας γυναίκας που αναρωτιέται αν θέλει ή όχι να γεννήσει το παιδί. Τελικά αντί να ακούσει το γιατρό της, κάνει ένα μακρύ και κουραστικό ταξίδι, με αποτέλεσμα να αποβάλει.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 μετακομίζει στην Νέα Υόρκη και εργάζεται για μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες και περιοδικά. Το 1990 κυκλοφορεί το βιβλίο της “Ινσαλάχ”, που βασίζεται στις έρευνές της κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στο Λίβανο. Τελευταία της δουλειά ως πολεμική ανταποκρίτρια είναι τα ρεπορτάζ της για την Corriere della Sera, στη διάρκεια του δεύτερου πολέμου του κόλπου το 1991.
Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, μαθαίνει πως πάσχει από καρκίνο, κι έκτοτε αφοσιώνεται στην συγγραφή ένός μυθιστορήματος, βασισμένου στην οικογενειακή ιστορία των προγόνων της, το οποίο κυκλοφόρησε μετά το θάνατό της (Ένα καπέλο γεμάτο κεράσια, 2008). Επανέρχεται στο προσκήνιο με την αντιϊσλαμική πολεμική της, η οποία εκτός από την “Οργή και Υπερηφάνεια” περιλαμβάνει δύο ακόμα έργα και τρία φυλλάδια, όπου διατείνεται πως η Δύση και η Ευρώπη πάσχουν από “μαζοχισμό”, έχοντας μετατραπεί σε “αποικία” του ισλάμ. Το ακροδεξιό παραλήρημα μίσους προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις στην Ιταλία και διεθνώς, ενώ δημόσια την επέκριναν γνωστοί συγγραφείς όπως η Ντάτσια Μαραΐνι και ο Ουμπέρτο Έκο.
Νιώθοντας τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν, πηγαίνει στη Φλωρεντία ώστε να πεθάνει ανάμεσα σε μέλη της οικογένειάς της. Πάνω στην ταφική της πλάκα υπάρχει η επιγραφή “Οριάνα Φαλάτσι. Συγγραφέας”.