«Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είναι ο στόχος…»
Σαν σήμερα, πρώτη του Ιούνη 1940, γεννήθηκε η ποιήτρια και ηθοποιός Κατερίνα Γώγου. Ακόμα και αν διαφωνείς με τις επιλογές και την πορεία της, δεν μπορείς να μην την αναγνωρίσεις την αυθεντικότητα και την καθαρότητα ενός ανθρώπου που ήθελε το καλό για τους πολλούς, χωρίς όμως ποτέ να τοποθετεί και τον εαυτό της ανάμεσά τους.
Στη μνήμη των περισσότερων έχουν μείνει τα κινηματογραφικά καρέ με το κορίτσι που στροβιλίζεται μέχρι τελικής πτώσης στη δίνη του χορού. Ίσως και να μην είναι τυχαίο ότι δύσκολα θα δεις σκηνή από ταινία που να γελάει με την ψυχή της. Ακόμα και σαν ρόλος η Κατερίνα Γώγου δεν έκρυβε (δεν μπορούσε ή δεν ήθελε, δεν έχει πια σημασία) ότι όλο αυτό που είχε στηθεί γύρω της και στο οποίο συμμετείχε, ουσιαστικά δεν την αφορούσε.
Είχε πάντα γυρισμένη την πλάτη στις συμβάσεις και στους δήθεν, τραβώντας έναν δικό της μοναχικό μα αδιέξοδο δρόμο, που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούσε στην αυτοκαταστροφή.
Σα να γεννήθηκε σε λάθος τόπο και χρόνο, η Κατερίνα βολοδερνότανε από τα πάθη της όταν αυτοί που τη θεωρούσαν γραφική και τη σνόμπαραν ή τη χλεύαζαν βολόδερναν στους σταθμούς της απέραντης κενότητας κυνηγώντας τα τρένα της «επιτυχίας» και της κοινωνικής «καταξίωσης».
Ο θάνατος επιλέχτηκε από την ίδια ως κάθαρση μιας ζωής που στην ουσία ποτέ δεν της ανήκε.
Η Κατερίνα Γώγου αντιτάχτηκε σε μια κοινωνία που την γνώρισε απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη κι αποκωδικοποίησε τους νόμους της από νωρίς. Ακόμα και αν διαφωνείς με τις επιλογές και την πορεία της, δεν μπορείς να μην την αναγνωρίσεις την αυθεντικότητα και την καθαρότητα ενός ανθρώπου που ήθελε το καλό για τους πολλούς, χωρίς όμως ποτέ να τοποθετεί και τον εαυτό της ανάμεσά τους.
«Έφυγε» αφού έζησε σ’ έναν κόσμο που δεν αφήνει χώρο στους διαφορετικούς· όσο μπόρεσε ν’ αντέξει. Επέλεξε συνειδητά (όπως άλλωστε και τον τρόπο που έζησε) να κόψει το νήμα της ζωή της και να βυθιστεί στην αιώνια σιωπή, αφήνοντας τους στίχους της να μιλάνε γι’ αυτά που τη στοίχειωναν και γι’ αυτά που ονειρεύτηκε.
Η καθαρότητα της ψυχής της θα καθρεφτίζεται σε κείνο το πάντα κοριτσίστικο μουτράκι με το τσαγανό αγοριού και στη δύναμη των στίχων της, που πότε σαν κόκκινα τριαντάφυλλα και πότε σαν συρμάτινα μαστίγια τρυπάνε και ματώνουν το ίδιο.
«Καμιά φορά ανοίγει η πόρτα σίγα σιγά και μπαίνεις.
Φοράς άσπρο κάτασπρο κουστούμι και λινά παπούτσια.
Σκύβεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου
72 φράγκα και φεύγεις.
Έχω μείνει στη θέση που μ’ άφησες
για να με ξαναβρείς.
Όμως πρέπει να ΄χει περάσει πολύς καιρός
γιατί τα νύχια μου μακρύνανε
κι οι φίλοι μου με φοβούνται.
Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες
έχω χάσει την φαντασία μου
κι όταν ακούω «Κατερίνα» τρομάζω.
Νομίζω πως πρέπει να καταδώσω κάποιον.
Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον
που λέγανε πως είσαι συ.
Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες,
γιατί γράψανε πως σου ρίξανε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο στόχος,
το νου σου ε;»