Το αδειανό κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου
Σημαντικός ποιητής, μεταφραστής και συγγραφέας, συμμετείχε στους αγώνες της γενιάς του πληρώνοντας το τίμημα σε εξορίες και φυλακές. Η πικρία της ήττας και οι συγκρούσεις με συντρόφους του μετουσιώθηκαν λογοτεχνικά σε μια άρνηση της κομμουνιστικής ιδεολογίας, με αποκορύφωμα το διάσημο μυθιστόρημά του “Το Κιβώτιο”.
Αν το “ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι” είχε πεζογραφική έκφραση, αυτή θα ήταν σίγουρα το “Κιβώτιο” του Άρη Αλεξάνδρου, το μοναδικό μυθιστόρημα του ποιητή και μεταφραστή κυρίως Βασίλη Βασιλειάδη, που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα πριν 40 χρόνια. Ένα μυθιστόρημα που ερμηνεύτηκε μεταξύ άλλων ως κραυγή υπαρξιακής αγωνίας, αλλά βασικός και διαφανέστερος στόχος του είναι η λογοτεχνική απαξίωση του αγώνα του ΔΣΕ, ως του “άδειου κιβωτίου” που στοιχίζει ζωές στο όνομα ενός κομματικού παραλογισμού.
Ήρθε στον κόσμο στις 24 Νοέμβρη 1922 στο Λένινγκραντ, από πατέρα ποντιακής και μητέρα ρωσικής καταγωγής με προέλευση από την Εσθονία, λόγος για τον οποίο μητρική του γλώσσα ήταν τα ρωσικά. Εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα το 1928, αρχικά στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αθήνα, στο Νέο Κόσμο. Απόφοιτους της Βαρβάκειου, εγγράφηκε στην ΑΣΟΕΕ, που δεν τον συγκινούσε, σε αντίθεση με τις λογοτεχνικές αναζητήσεις, τις οποίες εξέφρασε μέσω του μεταφραστικού του έργου από τα ρωσικά (αργότερα και Γάλλων κι Αμερικανών συγγραφέων) στον οίκο Γκοβόστη, όπου τον είχε συστήσει ο Γιάννης Ρίτσος. Τότε επιλέγει και το ψευδώνυμό του Άρης Αλεξάνδρου, που τον ακολούθησε σε όλη τη μετέπειτα συγγραφική του πορεία.
Ενεργός πολιτικά ήδη από τα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, μέσω ενός μαρξιστικού ομίλου στον οποίο συμμετείχε ο επίσης γνωστός συγγραφέας Αντρέας Φραγκιάς, εντάχθηκε στη φοιτητική οργάνωση της ΟΚΝΕ και μετέπειτα στο ΕΑΜ Νέων, με το οποίο όμως ήρθε σε σύγκρουση και αποχώρησε το 1942. Παρόλαυτα συμμετείχε ενεργά στην αντίσταση, ιδιαίτερα στις διαδηλώσεις του ΕΑΜ,τόσο επί κατοχής όσο και στα Δεκεμβριανά, κάτι που τον οδήγησε στο διαβόητο βρετανικό στρατόπεδο της Ελ Ντάμπα, μαζί με τον πατέρα του. Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή το 1946 “Ακόμα τούτη η άνοιξη”, η οποία ανήκει ακόμα στο κλίμα του ενθουσιασμού για την εαμική αντίσταση, τον αγώνα του ΕΛΑΣ και το μεγαλείο της ΕΣΣΔ. Πέρασε στην παρανομία επί εμφυλίου μέχρι τη σύλληψή του το 1948, όταν και εξορίστηκε στη Λήμνο και μετέπειτα στη Μακρόνησο. Υπό την πίεση των βασανιστηρίων υπέγραψε δήλωση μετανοίας που αργότερα ανακάλεσε, ενώ το 1950 μεταφέρθηκε στον Αϊ-Στράτη, απ’ όπου επέστρεψε στην Αθήνα ένα χρόνο αργότερα. Το 1953 πέρασε στρατοδικείο ως ανυπότακτος, μη διστάζοντας να δηλώσει κομμουνιστής. Αποφυλακίστηκε με αναστολή το 1958 και ένα χρόνο μετά κυκλοφορεί η ποιητική του συλλογή “Ευθύτης οδών”, τρίτη μετά την “Άγονο γραμμή” του 1952. Στην “Άγονο γραμμή” επεξεργάζεται ποιητικά την εμπειρία του εγκλεισμού στο στρατόπεδο και την απομόνωση που ένιωθε από τους συγκρατούμενούς του λόγω των ιδεολογικών του αμφιβολιών, οι οποίες θα μετεξελιχθούν σε ανοιχτή ρήξη με το επαναστατικό όραμα στον “Ευθύτη Οδών”.
Η χούντα τον οδηγεί σε αυτοεξορία στο Παρίσι όπου εργάζεται περιστασιακά σε διάφορους τομείς για να ζήσει. Χαρακτηριστικό της ιδεολογικής του μετατόπισης είναι κείμενό του με το εύγλωττο ψευδώνυμο Αντίπας Νετραλίτης (δηλαδή ουδέτερος), τασσόμενος υπέρ της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ ως αντίβαρο στον ανταγωνισμό ΕΣΣΔ και ΗΠΑ. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του προσέγγισε τον αναρχισμό κι όπως σημείωνε σε επιστολή του στο Δημήτρη Ραυτόπουλο: “Είναι φανερό ότι ήμουν από τότε αναρχικός χωρίς να το ξέρω. Ήμουνα οπαδός των «συμβουλίων» ή της «αυτοδιαχείρισης» – όπως προτιμάς. Έριξα το σύνθημα των ναυτών της Κροστάνδης: «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ και όχι στα κόμματα» […] Ο μόνος τρόπος να αποφύγεις τον μακιαβελισμό είναι να παραιτηθείς από την κατάκτηση της εξουσίας. Κάθε άλλη προσπάθεια ηθικοποίησης, κάθε άλλος «σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» θα αποδειχτεί αργά ή γρήγορα ατελέσφορος, όπως αποδείχτηκε ο χριστιανισμός και ο δεσποτισμός του «φωτισμένου ηγεμόνα» “.
Το 1975 εξάλλου είχε δημοσιεύσει ένα χρονικό της Εξέγερσης της Κροστάνδης, όπου πέραν της φιλοαναρχικής οπτικής ο μπολσεβικισμός αναδεικνύεται σε χειρότερη μορφή καταπίεσης και από το τσαρικό απολυταρχικό καθεστώς: “Η Κόκκινη Κρονστάνδη, φόβος και τρόμος κάθε αντεπανάστασης, δεξιάς ή αριστεράς, δίνει το παράδειγμα.Εδώ πραγματοποιήθηκε το νέο μεγάλο βήμα της Επανάστασης. Εδώ υψώθηκε η σημαία της ανταρσίας, εναντίον της τυραννίας των τριών τελευταίων ετών, εναντίον της καταπίεσης της μπολσεβίκικης απολυταρχίας, που στάθηκε πολύ χειρότερη από τους τρεις αιώνες του μοναρχικού ζυγού.”
Σε άλλη του δήλωση προχωρούσε σε έμμεση εξίσωση φασισμού-κομμουνισμού λέγοντας πως:” Έχοντας περάσει από τα ξερονήσια και τις φυλακές, νιώθω πως είμαι συγκρατούμενος όχι μόνο με όσους υποφέρουν στα φασιστικά στρατόπεδα, μα και με όσους βασανίζονται στο Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ”.
Το διασημότερο έργο του κυκλοφόρησε το 1974, με υπόθεση μια ομάδα ανταρτών που αναλαμβάνει να διασχίσει τις γραμμές του εχθρού για να παραδώσει ένα υψίστης σημασίας κιβώτιο. Στο τέλος επιβιώνει μόνο ένας μαχητής, που διαπιστώνει τελικά πως το κιβώτιο ήταν άδειο. Ο ίδιος συλλαμβάνεται ως σαμποτέρ από τους συντρόφους του και το βιβλίο αποτελείται από τις αναφορές του στον ανακριτή, που όπως όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες και τοποθεσίες του έργου παραμένουν ανώνυμοι, για να εντείνουν την εφιαλτική ατμόσφαιρα, αλλά και να καταγγείλλουν τον “απρόσωπο” κομματικό μηχανισμό που τσακίζει την ατομικότητα. Σε αντίθεση με άλλα έργα στηλίτευσης της “κομματικής ηγεσίας” έναντι της “αγνής βάσης”, που θυσιάστηκε για καλό σκοπό, εδώ για πρώτη ίσως φορά τόσο ξεκάθαρα στη νεοελληνική λογοτεχνία, ο ίδιος ο σκοπός αμφισβητείται έντονα. Δεν είναι μόνο το κόμμα το πρόβλημα, αλλά τα ίδια τα σοσιαλιστικά ιδανικά, που δεν έχουν κανένα νόημα, απαιτώντας περιττές ανθρωποθυσίες. Όποια γνώμη κι αν έχει κανείς για τις λογοτεχνικές αρετές του έργου, δεν μπορεί να παραβλέψει ότι δεν πρόκειται παρά για μια δικαίωση της ιδιώτευσης και μια έμμεση αποδοχή της κυρίαρχης ιδεολογίας ως μόνης έχουσας “νόημα” σε αντίθεση με τα άδεια κουτιά των επαναστατικών οραμάτων.