Μερσέντες Σόσα: Η φωνή όσων δεν είχαν φωνή!
«Ευχαριστώ τη ζωή που μου έδωσε τόσα πολλά
μου έδωσε το γέλιο και μου έδωσε το κλάμα
ώστε να ξεχωρίζω τη χαρά από τη λύπη
τα δύο υλικά απ’ τα οποία είναι φτιαγμένα τα τραγούδια μου
και το τραγούδι σας που είναι δικό μου
και το τραγούδι όλων που είναι το δικό μου τραγούδι»
Η Μερσέντες Σόσα, γεννήθηκε στις 9 Ιούλη 1935 στο Σαν Μιγκέλ στα σύνορα της Αργεντινής με τη Βολιβία. «Η Νέγρα» («La Negra») όπως την αποκαλούσαν οι συμπατριώτες της, ήταν η φωνή αλλά και η ψυχή της Λατινικής Αμερικής. Η φωνή όσων δεν είχαν φωνή!
Σε ηλικία μόλις 15 ετών, κερδίζει σε ραδιοφωνικό διαγωνισμό τραγουδιού και υπογράφει το πρώτο της συμβόλαιο για ζωντανές παραστάσεις. Εννιά χρόνια αργότερα ηχογραφεί τον πρώτο της δίσκο, «La Voz de la Zafra» (1959).
Τα πρώτα της τραγούδια είναι επηρεασμένα κι εμπνευσμένα απ’ το φολκλόρ, το είδος της μουσικής που συντρόφευε τις εκδηλώσεις των συμπατριωτών της. Από τα μέσα του ’60 η Σόσα, ακολουθεί μια διαφορετική πορεία. Μαζί με άλλους πρωτοπόρους καλλιτέχνες δημιουργεί το Κίνημα «Nueva Cancion» («Νέο Τραγούδι») που σαν χείμαρρος κατακλύζει εκείνα τα χρόνια τη Λατινική Αμερική. Μουσικό, λογοτεχνικό και πολιτικό συνάμα το Κίνημα του «Νέου Τραγουδιού» προάγει ένα τραγούδι διαμαρτυρίας με σαφείς πολιτικές αναφορές και σύγχρονες μουσικές φόρμες.
Η ίδια θεωρούσε πολύ σημαντική τη συνεισφορά του κινήματος στο στίχο. Όπως δήλωνε σε συνέντευξή της: «Μέχρι τότε οι στίχοι των τραγουδιών, εκτός από τα τραγούδια του Αταουάλπα Γιουπάνκι, αρνιόντουσαν να δουν τον άνθρωπο. Ήταν στίχοι ποιμενικοί, παγανιστικοί. Μίλαγαν για τα τοπία, τα άλογα, τον κάμπο. Αλλά ο άνθρωπος δεν ήταν ποτέ σε πρώτο πλάνο μέσα σ’ αυτό το τοπίο. Με το «Nueva Cancion» ο άνθρωπος έρχεται επιτέλους να καταλάβει την πρώτη θέση στο στίχο. Είναι αυτός το σημαντικό πρόσωπο».
Το 1972 κυκλοφορεί ο πιο πολιτικοποιημένος δίσκος της, «Hasta la victoria» («Μέχρι τη νίκη»). Η φωνή της γίνεται σιγά – σιγά σύμβολο του αγώνα για τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό. Όχι τυχαία, τα τραγούδια της θεωρήθηκαν απειλή για τη στρατιωτική χούντα του Χόρχε Βιντέλα, ο οποίος το 1976 είχε ανατρέψει τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Αργεντινής.
Στο «Los Hermanos» («Τα αδέρφια»), τραγουδά:
«Έχω τόσα αδέρφια που δεν μπορώ να τα μετρήσω
στην κοιλάδα, στα βουνά, στο πλάτωμα και στη θάλασσα
[…]
Έχω τόσα αδέρφια που δεν μπορώ να τα μετρήσω
και μια πολύ όμορφη φιλενάδα
που τη λένε λευτεριά».
Για τη δράση της και για τα ιδανικά της θα κυνηγηθεί απ’ τη χούντα του Βιντέλα. Κατά τη διάρκεια συναυλίας της στην Κτηνιατρική Σχολή στη Λα Πλάτα το 1979 συλλαμβάνεται μαζί με τους 350 θεατές, αλλά κάτω απ’ τη διεθνή κατακραυγή ελευθερώνεται. Στη συνέχεια αυτοεξορίζεται στην Ευρώπη, πρώτα στο Παρίσι και ακολούθως στη Μαδρίτη. Επιστρέφει στην Αργεντινή το 1982 πριν την πτώση της χούντας, η οποία φοβούμενη τη διεθνή κατακραυγή δεν τολμά να την ακουμπήσει. Διοργανώνει συναυλίες οι οποίες μετατρέπονται σε διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας, ηχογραφούνται ζωντανά και μετά την πτώση της χούντας κυκλοφορούν σε δίσκο με τίτλο: «Mercedes Sosa en Argentina».
Τη δεκαετία του ’80 συνεργάζεται με κορυφαίους Λατινοαμερικάνους μουσικούς και διοργανώνει μεγάλες περιοδείες στην Ευρώπη. Το 1986 συμμετέχει στο 12ο Φεστιβάλ της ΚΝΕ στην Καισαριανή.
Στις συναυλίες μεταφέρει το μήνυμα της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας να ζουν οι λαοί χωρίς δυνάστες. «Γυρνώ όλο τον κόσμο και τραγουδώ γιατί μ’ αρέσει να τραγουδώ, γιατί αυτός είναι ο δρόμος μου, γιατί αυτό ξέρω να κάνω καλά. […] ένας ερμηνευτής δεν είναι μόνο η φωνή. Ένας καλλιτέχνης είναι κάτι παραπάνω από φωνή. Είναι τα όνειρα, είναι η κουλτούρα που έχει. Είναι τα όνειρα της κουλτούρας που έχει».
«Το χειροκρότημα συνεπάγεται μια μόνιμη ευθύνη» υποστήριζε η ίδια. Ευτυχώς, το χειροκρότημα το πήρε απλόχερα στη ζωή της, πρώτα από τον απλό λαό και κατόπιν κι απ’ τους επισήμους. Για χάρη της άνοιξαν οι μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου, από το Carnegie Hall του Λονδίνου μέχρι το Lincoln Center της Νέας Υόρκης και συνεργάστηκε με μεγάλους καλλιτέχνες όπως η Τζόαν Μπαέζ, ο Λουτσιάνο Παβαρότι, ο Στινγκ κ.ά.
Όπως κάθε μεγάλος καλλιτέχνης έτσι και η Σόσα στήριζε τους νεότερους καλλιτέχνες της πατρίδας της και πάντα πρόθυμη τους «δάνειζε» τα τραγούδια της, για να φτάσει το φολκλόρ και στις νεότερες γενιές μέσα από πιο σύγχρονα ακούσματα. Στο τελευταίο της διπλό άλμπουμ με τίτλο «Cantora», συνεργάστηκε με ονόματα, όπως η Σακίρα, ο Φίτο Πάες, ο Ισπανός Χοακίν Σαβίνα και πολλοί άλλοι.
Στη χώρα μας εκτός των συναυλιών, η Σόσα συνεργάστηκε με Έλληνες καλλιτέχνες στη δισκογραφία. Με τη Μαρία Φαραντούρη στα «17 Τραγούδια» (1990), όπου ερμήνευσε στα ελληνικά το «Νανούρισμα» σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι και ποίηση Φρεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Τέλος τη συναντάμε το 2001 στο δίσκο των Apurimac «Στις γειτονιές του νότου», όπου ερμηνεύει πάλι στα ελληνικά το ταγκό «Βράχια γυμνά».
«Gracias a la vida»
«Ευχαριστώ τη ζωή που μου έδωσε τόσα πολλά
μου έδωσε το γέλιο και μου έδωσε το κλάμα
ώστε να ξεχωρίζω τη χαρά από τη λύπη
τα δύο υλικά απ’ τα οποία είναι φτιαγμένα τα τραγούδια μου
και το τραγούδι σας που είναι δικό μου
και το τραγούδι όλων που είναι το δικό μου τραγούδι.
Ευχαριστώ τη ζωή που μου έδωσε τόσα πολλά!»
Έφυγε από τη ζωή στις 4 Οκτώβρη 2009, αλλά η φωνή της θα είναι εδώ να μας συντροφεύει και να μας εμπνέει για πάντα!
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback