Νικολάς Γκιγιέν: West Indies Ltd.
Κι αλήθεια, αυτός ο λαός είναι πειθήνιος ακόμα. / Ωστόσο, μια μέρα στο χώμα / παύει να σκύβει· / με τα ροζιασμένα του χέρια τα πάντα συντρίβει. / Σαν εκείνα τα δέντρα, που όντας φυτεμένα στην πόλη την γκρίζα / πεζοδρόμιο ολόκληρο ξηλώνουν μοναχά με μια ρίζα.
Νικολάς Γκιγιέν (Καμαγουέι, 10 Ιουλίου 1902 – Αβάνα, 16 Ιουλίου 1989). O εθνικός ποιητής της Κούβας, η μουλάτα ψυχή της και η ταξική της συνείδηση.
Οι Δυτικές Ινδίες ΕΠΕ (West Indies Ltd.), η πρώτη από τις 8 Μεγάλες Ελεγείες του (βλ. κατω: Γ΄ Δυτικές ινδίες ΕΠΕ), ένα συνθετικό ποίημα (318 στίχοι αναπτυγμένοι σε 8 μέρη) από την ομότιτλη συλλογή του 1934, είναι αυτό (κατά κύριο λόγο) που –μετά τα 8 σύντομα ποιήματα του Motivos De Son (1930) και τα 16 του Sóngoro Cosongo (1931)– «ακούστηκε» και πέρα από τα όρια του ισπανόφωνου κόσμου, εδραιώνοντας τη φήμη του και καθιστώντας τον μια από τις μεγάλες ποιητικές φωνές της εποχής μας.
*
Ένα σημαντικό έργο της παγκόσμιας ποίησης, για πρώτη φορά στα Ελληνικά, από την Κατιούσα.
Μετάφραση – Παρουσίαση – Σημειώσεις – Επιμέλεια Κειμένου, Πινάκων, Φωτό
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο
Δυτικές Ινδίες ΕΠΕ (West Indies Ltd.)
Νικολάς Γκιγιέν
1
ΔΥΤΙΚΕΣ ΙΝΔΙΕΣ! Καρύδες, καπνό κι αγουαρδιέντε πουλάνε…
Εδώ είναι σκουρόχρωμοι άνθρωποι που πάντα γελάνε,
συντηρητικοί και φιλελεύθεροι
με τα ζώα και τα ζαχαροκάλαμα τη ζωή τους περνάνε·
κι ενώ συχνά άφθονο χρήμα κυλάει
αυτός ο κόσμος μόνο ζόρια τραβάει.
Υποσημείωση: Κι αλήθεια, αυτός ο λαός είναι πειθήνιος ακόμα… / Ωστόσο, μια μέρα στο χώμα / παύει να σκύβει· / με τα ροζιασμένα του χέρια τα πάντα συντρίβει. / Σαν εκείνα τα δέντρα, που όντας φυτεμένα στην πόλη την γκρίζα / πεζοδρόμιο ολόκληρο ξηλώνουν μοναχά με μια ρίζα.
Ο ήλιος τα πάντα εδώ τσουρουφλίζει
κι από τριαντάφυλλα μέχρι μυαλά αφανίζει.
Κάτω απ’ τη ντρίλινη αστραφτερή κουστουμιά μας
φοράμε ακόμα το περίζωμα του νέγρου που βαστάει τ’ αχαμνά μας·
άνθρωποι απλοί, τρυφεροί, γεννημένοι
από σκλάβους κι από κάθε λογής κατακάθι φτιαγμένοι,
η σάρα κι η μάρα, ένα βάρβαρο ασκέρι,
είναι εκείνοι, που ευγενώς ο Κολόμβος,
εν ονόματι της κραταιάς Ισπανίας, στις Ινδίες θα προσφέρει.
Εδώ έχει χρώματα άσπρα, κίτρινα, μαύρα, μουλάτα.
Και βεβαίως, πρόκειται για φτηνιάρικα είδη,
αφού μετά από χίλια παζάρια, αγορές και κοντράτα
οι βαφές έχουν στάξει και μπερδεύτηκαν ήδη.
(Κι όποιος έχει άλλη γνώμη, ένα βήμα μπροστά να μιλήσει σταράτα).
Βρίσκεις απ’ όλα εδώ, και κόμματα, και πολιτικές νικηφόρες
και ρήτορες που εγκαλούν: «Σε τούτες τις κρίσιμες ώρες…»
Βρίσκεις τράπεζες και βεβαίως τραπεζίτες,
δικαστές, κομπραδόρους, μεσίτες,
γιατρούς, δικηγόρους,
δημοσιογράφους, θυρωρούς κι αχθοφόρους.
Είναι κάτι που μπορεί να μας λείπει;
Ε, λοιπόν, το ζητάμε, το στέλνουν και τέρμα η λύπη.
Δυτικές Ινδίες! Καρύδες, καπνό κι αγουαρδιέντε πουλάνε.
Εδώ είναι σκουρόχρωμοι άνθρωποι που πάντα γελάνε.
Ω, γη που με νησιά είσαι σπαρμένη!
Ω, γη σαν λουρίδα στενή!
Αλήθεια, δεν λένε πως είσαι φτιαγμένη
μοναχά φοινικιές να φυτρώνουν εκεί;
Ω, γη στου Ορινόκου τη ρότα, που φτάνει ως εδώ,
ή στη ρότα κάποιου άλλου τουρίστα,
με πολύχρωμα πλήθη δίχως έναν αρτίστα
κι ούτ’ έναν τρελό·
λιμάνια γι’ αυτούς που γυρνάν
απ’ τη Σεούλ την Ταϊτή, ή το Αφγανιστάν
κι έρχονται εδώ ουρανό να γευτούνε
και μπακάρντι να πιούνε·
λιμάνια όπου ακούς να μιλάνε με λέξεις αγγλικές
που αρχινάνε από yes και τελειώνουν σε yes.
(Τα αγγλικά των ξεναγών που στα τέσσερα πάνε).
Δυτικές Ινδίες! Καρύδες, καπνό κι αγουαρδιέντε πουλάνε.
Εδώ είναι σκουρόχρωμοι άνθρωποι που πάντα γελάνε!
Των Αντιλλών ευπατρίδη γελάω με σένα
που από κλαδί σε κλαδί σαν μαϊμού σκαρφαλώνεις
παλιάτσε, που για να μην τα σκατώσεις ιδρώνεις ξεϊδρώνεις
μα ως το γόνα τα πόδια σου τα ’χεις χεσμένα.
Γελάω με σένα, λευκέ με την πράσινη γλίτσα στο αίμα
–φαίνεται, κι ας προσπαθείς να κρυφτείς μες στο ψέμα!–
γελάω με σένα γιατί μιλάς για πούρα αριστοκρατία
με ανθηρά εργοστάσια και γεμάτα ταμεία.
Νέγρε, μαζί σου γελάω που μακάκους μιμείσαι,
όταν χάσκεις με το αμάξι του πλούσιου μπροστά σου,
και που το σκούρο σου δέρμα σε ντροπιάζει, το αρνείσαι,
κι ας είναι τόσο δυνατή η γροθιά σου!
Με όλους γελάω: με τον αστυνόμο και μ’ εκείνον που πίνει,
με κάποιον πατέρα και με το παιδί του,
με τον πρόεδρο και μ’ αυτόν που είναι φωτιές για να σβήνει.
Γελάω με όλον τον κόσμο, γελάω μαζί του.
Γελάω με όσους τρέμουν μπροστά σε τέσσερα δασύτριχα κτήνη,
όταν κορδώνονται πίσω από φανταχτερούς θυρεούς με ασπίδες,
όπως τέσσερεις πρωτόγονοι κάτω από ένα φοίνικα που κάνει καρύδες.
2
Πέντε λεπτά διάλειμμα λοιπόν.
Η τσαράνγκα του Χουάν του Μπαρμπέρη
παίζει ένα son.
─ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ με πήλινα πόδια
και μαριονέτες πολιτικοί·
ψωμί και βούτυρο με τον καφέ τους…
Μπρος, αρχίνα το son ν’ ακουστεί!
Γραφειοκράτες σύμφωνοι σε όλα
για να προσφέρουν στο Έθνος αυτοί·
με διακόσια δολάρια το μήνα…
Μπρος, αρχίνα το son ν’ ακουστεί!
Ο γιάνκης θα μας σπρώξει το χρήμα
κι η κατάσταση, ούτω πως, θα φτιαχτεί·
Υπέρ πάντων και πάντα η Πατρίδα…
Μπρος, αρχίνα το son ν’ ακουστεί!
Οι μπαγιάτικοι ηγέτες γελάνε
και μετά απ’ το μπαλκόνι μιλούν κορδωτοί.
Η σοδειά! Η σοδειά! Η σοδειά!
Μπρος, αρχίνα το son ν’ ακουστεί!
3
ΤΑ ΚΑΛΑΜΙΑ –ψηλόλιγνα– τρέμουν
από φόβο μπροστά στη ματσέτα.
Ο ήλιος καυτός κι ο αέρας μολύβι.
Τα ουρλιαχτά του επιστάτη
βαριά και σκληρά σαν μαστίγια.
Και μέσα απ’ το σκοτεινό
πλήθος των κουρελήδων που δουλεύουν,
αναβλύζει μια φωνή που τραγουδάει,
ξεσπάει μια φωνή που τραγουδάει,
ξεφυτρώνει μια φωνή οργισμένη,
υψώνεται μια φωνή απ’ το χτες κι απ’ το τώρα,
σημερινή και πρωτόγονη:
─ Να κόβεις κεφάλια σαν τα καλάμια,
Χρατς! Χρατς! Χρατς!
Να καις καλάμια και κεφάλια,
στα σύννεφα ο καπνός ν’ ανεβεί,
Πότε η ώρα θα ’ρθεί! Πότε θα ’ρθεί!
Είναι η ματσέτα μου που θερίζει,
χρατς! χρατς! χρατς!
Είναι το χέρι μου με τη ματσέτα,
χρατς! χρατς! χρατς!
Κι ο επιστάτης είναι μαζί μου,
χρατς! χρατς! χρατς!
Να κόβεις κεφάλια σαν τα καλάμια,
να καις καλάμια και κεφάλια,
στα σύννεφα ο καπνός ν’ ανεβεί,
Πότε η ώρα θα ’ρθεί!
Κι αλαφρύ το τραγούδι, στο σούρουπο φτάνει
το γεμάτο σοδειά κι αγωνία,
πάλλεται, παίρνει φωτιά και καίει με μανία
και στης μέρας κολλάει το ταβάνι.
4
Η ΠΕΙΝΑ, μπροστά στο κατώφλι, μπουκάρει
με πρόσωπα ωχρά και σκαμμένα,
με κορμιά φαντασμάτων σκυμμένα,
που απαγκιάζουν ριγμένα
στων δημόσιων πάρκων τη γη,
και κάτω απ’ τον ήλιο ένα ανθρώπινο σμάρι,
ή κάτω απ’ το γεμάτο φεγγάρι,
ζητάει αλκοόλ να πνιγεί,
αυτό που τυφλώνει, που σβήνει, κι η ψυχή μας ξεχνά,
μα κανένας δεν το ’χει και κανείς δεν θα βρει
πουθενά.
Είναι η πείνα των Αντιλλών,
το μαράζι των εύπιστων Δυτικών Ινδιών!
Νύχτες με πουτάνες γεμάτες,
μπαρ που είναι φύσκα από ναύτες·
σταυροδρόμι από άπειρες ρότες
για ληστές, πειρατές, τυχοδιώχτες.
Στέκια όπου σπρώχνουν μορφίνη,
κοκαΐνη και ηρωίνη.
Καμπαρέ που ξεγελάς τις στιγμές της ανίας
με το ψεύτικο πέπλο μαγείας
μέσα από ένα μπουκάλι σαμπάνια,
που ο κόσμος στη δύναμή της πιστεύει
σαν ένα neosalvarsán της χαράς, το χαπάκι που τη σπάνια
«σύφιλη της ψυχής» θεραπεύει.
Μια λαχτάρα, στο μέλλον βαθιά να διεισδύσεις
κι απ’ του είναι σου τα βάθη να βγει
μυστική συνταγή
για να ζήσεις.
Η λύσσα των πειρατών με το φράκο,
που μοιάζουν με τον Σόρες και τον Ελ Ολονές,
μπροστά στη δυστυχία, σ’ εξοργίζει
κι εξαφανίζεται μόνο με τις κλωτσιές.
Ο στρατός φανατικά τυφλωμένος
έτοιμος όπως πάντα, οπλισμένος
για να ρίξει σε όποιον φωνάζει ή γιουχάρει
επειδή το ψωμί είναι ξερό κι ο χυλός νερωμένος!
5
Πέντε λεπτά διάλειμμα λοιπόν.
Η τσαράνγκα του Χουάν του Μπαρμπέρη
παίζει ένα son.
─ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΑΛΕΙΣ τον επιούσιο
θα πρέπει να δουλέψεις σκληρά·
Για να βγάλεις τον επιούσιο
θα πρέπει να δουλέψεις σκληρά:
μα κάλλιο, απ’ το να διπλώνεις τη μέση
στο κούτελό σου μια ζάρα βαθιά.
Ζάχαρη βγαίνει απ’ το καλάμι
ζάχαρη, να ’χεις για τον καφέ·
ζάχαρη βγαίνει απ’ το καλάμι,
ζάχαρη, να ’χεις για τον καφέ:
αυτή τον γλυκαίνει, μα ξέρω
είναι λες και του δίνει χολή.
Πουθενά δεν έχω να μείνω
και γυναίκα ν’ αγαπήσω καμιά·
Πουθενά δεν έχω να μείνω
και γυναίκα ν’ αγαπήσω καμιά:
σκυλιά με γαβγίζουν στο δρόμο
και κανείς δεν με λέει εσείς.
Για να ’ναι άντρες οι άντρες
πρέπει να ’χουν μαχαίρι στο χέρι·
Για να ’ναι άντρες οι άντρες
πρέπει να ’χουν μαχαίρι στο χέρι:
ήμουν άντρας, το πήρα
μα μ’ απόμεινε στη φυλακή!
Αν επέθαινα τώρα επιτόπου
αν επέθαινα τώρα επιτόπου
αν επέθαινα τώρα επιτόπου, ω μάνα,
τι μεγάλη που θα ’χα χαρά!
Αχ, θα σου δώσω, εγώ θα σου δώσω
θα σου δώσω, εγώ θα σου δώσω
Αχ, εγώ θα σου δώσω,
Τη λευτεριά!
6
ΔΥΤΙΚΕΣ ΙΝΔΙΕΣ! Δυτικές Ινδίες! Δυτικές Ινδίες!
Εδώ ένας άξεστος μένει λαός
από χαλκό, πολυκέφαλος, όπου η ζωή του σερνάμενη
μέσα σε λάσπη ξερή που χαράζει το δέρμα.
Είν’ εδώ κολαστήριο
που όλοι έχουν τα πόδια δεμένα.
Aυτή είναι η αποτρόπαια έδρα για companies και trusts.
Εδώ υπάρχουν η λίμνη της ασφάλτου, τα ορυχεία σιδήρου,
οι φυτείες του καφέ,
αποβάθρες, καράβια, κι ελάχιστα σέντσια…
Εδώ είναι ο λαός του all right
που τα πάντα πηγαίνουν στραβά·
Εδώ είναι ο λαός του very well,
μα κανένας δεν είναι καλά.
Εδώ βρίσκονται οι ορντινάτσες του Μπάμπιτ.
Αυτοί που στο West Point τα βλαστάρια τους στέρνουν.
Εδώ είναι αυτοί που τσιρίζουνε: hello baby,
που Chesterfield και Lucky Strike φουμαίρνουν.
Εδώ οι χορευτές του fox trot,
τα παιδιά της jazz band,
οι παραθεριστές του Palm Beach και του Miami.
Εδώ είναι αυτοί που bread and butter ζητάνε
και coffee and milk.
Εδώ είναι συφιλιδικοί αλλοπρόσαλλοι νέοι,
που καπνίζουνε όπιο και μαριχουάνα,
που σε βιτρίνες μοστράρουν τις ωχρές σπειροχαίτες
και ράβουν κουστούμι κάθε βδομάδα.
Εδώ, απ’ το Πορτ-ο-Πρενς είναι πιο εντάξει,
πιο φίνα απ’ το Κίνγκστον, τη high life της Αβάνας…
Αλλά εδώ είναι κι αυτοί που τραβάνε κουπί μες στο δάκρυ,
στα κάτεργα εξόριστοι, στα κάτεργα εξόριστοι.
Εδώ είναι κι εκείνοι,
που μέσα σε καταιγισμό από σπινθήρες λαξεύουν
τη σκληρή πέτρα όπου λίγο λίγο θα γίνει
μια φούχτα τιτάνιο. Αυτοί που ανάβουν την κόκκινη
σπίθα πάνω απ’ τον άνυδρο κάμπο.
Αυτοί που φωνάζουν: Ερχόμαστε! Κι η ηχώ μ’ ένα μάμπο
από άλλες φωνές απαντάει: Ερχόμαστε! Αυτοί που με άγρια μανία
νιώθουν το αίμα να χτυπάει σε προσβολές κι ειρωνεία.
Και τι να κάνεις μ’ αυτούς
όταν μέσα σε καταιγισμό από σπινθήρες δουλεύουν;
Εδώ είν’ εκείνοι που πλάι πλάι ο ένας στον άλλο
ρισκάρουν τα πάντα· όλα τ’ αφήνουν,
κι απλόχερα όλα τα δίνουν·
εδώ είν’ εκείνοι που νιώθουν αδέρφια κι έχουν πόνο μεγάλο
για το νέγρο, που πάνω απ’ την άβυσσο σκύβει
με το μέτωπό του να λειώνει απ’ τον κρύο ιδρώτα,
και για τον άσπρο που ξέρει πως τη σάρκα σαν τον πηλό τη συντρίβει
το κνούτο, ή χειρότερα η ταπείνωση κάτω απ’ η μπότα,
και τότε η φωνή τους σαν την άγρια βροντή
θα τραντάξει συθέμελα την καρδιά τους.
Είν’ εκείνοι που βλέπουν ξυπνητοί τα όνειρά τους,
αυτοί που στο βάθος του ορυχείου ο αγώνας τούς φέρνει
κι από ’κει η φωνή θ’ ακουστεί
ζωντανούς και νεκρούς που ανασταίνει.
Είναι αυτοί, οι φωτισμένοι,
οι παρίες κι οι αγνοημένοι
είναι οι ξένοι
κι οι ξεχασμένοι
οι ταπεινοί
κι οι ταπεινωμένοι
οι παροπλισμένοι
κι οι ναρκωμένοι
εκείνοι, που μπρος στου μάουζερ την κάννη φωνάζουν:
Αδέρφια στρατιώτες! Και κυλούν πληγωμένοι
με μια αιμάτινη κλωστή στα μπλάβα τους χείλη.
(Στην άκρη! Περνάει η οχλοβοή κι η αντάρα!
Στην άκρη! Λαμπρές ανεμίζουν παντιέρες,
και παίρνουν φωτιά οι παντιέρες
πάνω απ’ αυτή την αντάρα!)
7
Πέντε λεπτά διάλειμμα λοιπόν.
Η τσαράνγκα του Χουάν του Μπαρμπέρη
παίζει ένα son.
─ ΜΕ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝΕ αν δεν δουλεύω
κι αν δουλεύω με σκοτώνουν ξανά·
με σκοτώνουν, διαρκώς με σκοτώνουν,
με σκοτώνουν ξανά.
Έναν άνθρωπο είδα χτες που κοιτούσε
κοιτούσε το ήλιο που έβγαινε·
Έναν άνθρωπο είδα χτες που κοιτούσε
κοιτούσε το ήλιο που έβγαινε:
και φαινόταν πολύ σοβαρός
γιατί ο άνθρωπος ήταν τυφλός.
Αχ,
ζουν οι τυφλοί δίχως να βλέπουν
τον ήλιο να βγαίνει
τον ήλιο να βγαίνει
τον ήλιο ψηλά ν’ ανεβαίνει!
Χτες είδα ένα παιδάκι να παίζει
πως σκότωνε, λέει, έν’ άλλο παιδί·
Χτες είδα ένα παιδάκι να παίζει
πως σκότωνε, λέει, έν’ άλλο παιδί:
υπάρχουν παιδιά που δουλεύουν
σαν τους άντρες σκληρά.
Ποιος θα τους πει σαν μεγαλώσουν
πως οι άντρες δεν είναι παιδιά·
πως δεν είναι,
πως δεν είναι,
πως δεν είναι παιδιά!
Με σκοτώνουνε αν δεν δουλεύω
κι αν δουλεύω με σκοτώνουν ξανά·
με σκοτώνουν, διαρκώς με σκοτώνουν,
με σκοτώνουν ξανά.
8
ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΦΩΤΙΑ σκίζει με τα μαχαίρια της
τη νύχτα. Οι φοινικιές, ανυποψίαστες,
κουβεντιάζουν με λέξεις ωχρές
για περιδέραια, για μεταξωτά, για σκουλαρίκια.
Ένας νέγρος ψήνει τον καφέ του ανακούρκουδα.
Ένα παράπηγμα καίγεται πέρα.
Ξυπόλητοι ανέμοι φυσάνε.
Περνάει ένα καταδρομικό της Αμερικάνικης
Ένωσης. Κι έπειτα κι άλλο,
και το αρχαίο νερό βρομίζει με πλεούμενα αχόρταγα,
εγγόνια του γέρο Ντρέικ του κουρσάρου.
Αργά, ένα χέρι από πέτρα
σφίγγει τη γροθιά της εκδίκησης
Ένα son φωτεινό, ζωντανό
κι ελπιδοφόρο ανατινάζει και γη κι ωκεανό.
Ο ήλιος μιλάει για τα δάση με τους πράσινους σπόρους
κι από ’κει θα τους φέρει…
Δυτικές Ινδίες τις λένε στ’ Αγγλικά
Αντίλλες στα δικά μας τα μέρη.
Ε Π Ι Τ Υ Μ Β Ι Ο
Γράφτηκε από τον Νικολάς Γκιγιέν, Αντιλλάνο,
το έτος χίλια εννιακόσια τριάντα τέσσερα.
(Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Μάιος – Ιούνιος 2018)
Από τη συλλογή: Δυτικές Ινδίες ΕΠΕ (1934)
________________
Σημείωση:
Οι πρώτοι 36 στίχοι του West Indies Ltd. (μαζί με την υποσημείωση, η οποία στο πρωτότυπο είναι παραπομπή στο τέλος στης σελίδας) και ένα Μαδριγάλι από την ίδια συλλογή μεταφράστηκαν ειδικά για την εκδήλωση της 16/5/2018, στο σινέ Αλκυονίς, με αφορμή τη νέα έκδοση ενός επίσης εμβληματικού έργου του Νικολάς Γκιγιέν: Ο Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος [1].
Πιο κάτω, στο Γ΄. Δυτικές Ινδίες ΕΠΕ, μεταφράζεται ένα ακόμη ποίημα, το Γουαδελούπη Δ. Ι. (Guadalupe W. I.), το οποίο προέκυψε κατά τη γραφή των κειμένων που ακολουθούν, και κρίθηκε σκόπιμο να παρουσιαστεί και αυτό, αφού σφραγίζει –κυριολεκτικά και μεταφορικά– τη συλλογή, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τη συλλογιστική, αλλά και το συλλογικό, ταξικό όραμα του ποιητή της.
Το ισπανικό κείμενο στο τέλος
* * *
Παρουσίαση του ποιήματος – Πραγματολογικά στοιχεία
Α΄. Ιστορικό πλαίσιο
1933. Η Αποτυχημένη Επανάσταση του ’33. Μετά τη 10χρονη βίαιη καταστολή του λαού από τη δικτατορική κυβέρνηση Χεράρδο Ματσάδο (1871-1939), με την υποστήριξη της Ουάσιγκτον βεβαίως, μια επανάσταση αρχίζει να γεννιέται στην Κούβα.
Ο νεοεκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ Franklin D. Roosevelt, θορυβημένος από την κατάσταση και προς εξεύρεση λύσης, στα πλαίσια των παραδοσιακών μηχανισμών της νεοαποικιακής κυριαρχίας, όρισε νέο πρέσβη στην Αβάνα τον Benjamin Sumner Welles. Η διαμεσολάβησή του ξεπεράστηκε από τα γεγονότα της 12 Αυγούστου. Γενική απεργία. Ο Ματσάδο ανατρέπεται και φυγαδεύεται στις Μπαχάμες.
Η προσωρινή κυβέρνηση, που δημιουργήθηκε από τη δεξιά αντιπολίτευση, υπό την αιγίδα του Γουέλς, ανοίγει την περίοδο της «Ψευδοδημοκρατίας» και εμφανίζεται στο προσκήνιο ο Φουλχένσιο Μπατίστα (1901-1973), με ενεργό ρόλο στο πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου, που ανατρέπει την εκλεγμένη κυβέρνηση.
Ο Γκιγιέν απολύεται από το Υπουργείο Εσωτερικών και βιοπορίζεται δημοσιογραφώντας.
Το 1934 δημοσιεύονται οι Δυτικές Ινδίες ΕΠΕ (West Indies Ltd.) και ξεκινά η φιλία με τον μετέπειτα μελετητή του έργου του, Άνχελ Αουγιέρ [2].
Το Γενάρη του 1934 έχει ήδη εκδηλωθεί πραξικόπημα από τον αρχηγό του στρατού Φουλχένσιο Μπατίστα, παιδί των ΗΠΑ (κάτι είπα!), ο οποίος θα «παραδώσει» την εξουσία στους πολιτικούς και η Κούβα θα μπει σε μια περίοδο με προέδρους-μαριονέτες, ως το 1952, οπότε ο Φουλχένσιο με το σινάφι του ανέλαβαν αυτοπροσώπως:
Κι έπαιρναν μέτρα σκληρά
του λαού έκλεισαν το στόμα
να τον θάψουν μες στο χώμα.
Μα τους πρόφτασε ο Φιντέλ!
Όπως το τραγούδησε ο Κάρλος Πουέμπλα [3].
Το Μάιο του 1934 η κυβέρνηση της Αβάνας και η κυβέρνηση Ρούζβελτ καταργούν την Τροπολογία Πλατ του 1901 –με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκαθιστούν βάσεις (Γουαντάναμο) στο νησί–, έπειτα από τον Ισπανοαμερικανικό Πόλεμο (1898, με αφορμή την προβοκατόρικη έκρηξη στο θωρηκτό USS Maine, στο λιμάνι της Αβάνας –βλ. Νικολάς Γκιγιέν: Ο Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος), που σήμανε την αυγή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, κατά τον Λένιν. Υπογράφεται νέα συνθήκη, ενσωματώνοντας όλα τα προνόμια που έχουν παραχωρηθεί κατά την κατοχή του νησιού από το 1901, με τον έλεγχο του Γουαντάναμο εις τον αιώνα τον άπαντα! [4].
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν περιορίζονται πλέον σε σκληρούς κατακτητικούς πολέμους εντός των αμερικανικού εδάφους, με αγορές γης και ξεκλήρισμα ινδιάνικων φυλών. (Βλ. και πιο κάτω: Παναμερικανική Ένωση).
Ο Μακ Κίνλεϋ, Πρόεδρος των ΗΠΑ 1897-1901, θα πει: «Τις Φιλιππίνες [με τα 600.000 θύματα], το ίδιο όπως και την Κούβα και το Πόρτο Ρίκο, μας τις εμπιστεύτηκε η Θεία Πρόνοια. Μπορούσε η χώρα μας να μην εκπληρώσει ένα τέτοιο καθήκον;». Κι αυτό το «καθήκον» απέναντι στη «Θεία Πρόνοια» ο Μακ Κίνλεϋ το καθόρισε με τούτα τα λόγια: «Οι Φιλιππίνες ανήκουν σε μας για πάντα. Ακριβώς πίσω από τις Φιλιππίνες βρίσκονται οι απεριόριστες αγορές της Κίνας. Δεν θα παραιτηθούμε ούτε από τις πρώτες ούτε από τις δεύτερες». [Σημειώσεις στο: Β. Ι. Λένιν, Ο Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, 1917. Εκδόσεις Θεμέλιο, 1964. Μετάφραση (από την 4η ρωσ. έκδ. των Απάντων του λένιν): Γ. Ν. Νικολαΐδης].
Β΄. Η γεωγραφία του ιμπεριαλισμού
Δυτικές Ινδίες: Στην Αγγλική, σε χρήση ακόμη και σήμερα. Ονομασία που δόθηκε από τον Κολόμβο (όταν ανακάλυψε την Καραϊβική το 1492), πιστεύοντας ότι βρίσκεται στις Ινδίες, και σε αντίθεση –μετά το λάθος– με τις μακρινές ακτές της Ασίας που ονομάστηκαν Ανατολικές Ινδίες.
Αντίλλες (Αντίγιας στη Λ.Α.): Νησιά της Καραϊβικής, ή Νησιωτική Κεντρική Αμερική, ή Μπαχάμες. Όνομα προερχόμενο από τη μυθική νήσο Αντίγια, συνδεδεμένη (κατά μία εκδοχή) και με την Ατλαντίδα (!)
Γ΄. Δυτικές Ινδίες ΕΠΕ (1934)
Οι Δυτικές Ινδίες ΕΠΕ (West Indies Ltd. –Limited: Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης) είναι το προτελευταίο ποίημα της ομότιτλης συλλογής με τα 17 συνολικά Ποιήματα, που στο «χειρόγραφο» εξώφυλλο αντικατέστησαν τη λέξη Poesí(a). Έτσι απλά –ο Γκιγιέν απορρίπτει τις «βαρύγδουπες» εκφράσεις– και κάτω από τον κοινό γεωγραφικό όρο West Indies. Ακόμα και ο πιο εξειδικευμένος οικονομικός όρος Ltd. –ίσως όχι γνωστος εν πολλοίς– περνάει σε δεύτερο πλάνο, αφού είναι τυπωμένος με μικρότερα γράμματα, προσδίδοντας ταυτόχρονα (παρότι λείπουν τα αποσιωπητικά) και το ιδιαίτερο ύφος γραφής του Γκιγιέν.
Είναι αυτός ο λεπτός, σκωπτικός και ειρωνικός τόνος που τον διακρίνει (πολλά, άλλωστε, έχουν γραφτεί για το χιούμορ του και το γέλιο του –βλ. σχετικά στο βιβλίο Ο Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος) και γίνεται εύκολα αντιληπτός στο ποίημα που προηγήθηκε, λειτουργώντας καίρια μα και συμπληρωματικά στους λιτούς τίτλους που διαλέγει για τις συλλογές του.
Ας προστεθεί εδώ ότι ο προσδιορισμός Elegía (Ελεγεία: θρήνος) για κάποιες συνθέσεις του (βλ. στο τέλος αυτού του σημειώματος), δεν αναιρεί την απλότητά του, αφού και με την ελληνική σημασία της λέξης το αρχαίο ποίημα γραφόταν σε δίστιχες πεντάμετρες ή εξάμετρες στροφές (το δακτυλικό εξάμετρο στα ομηρικά έπη).
Πριν πούμε δυο λόγια για το West Indies, αξίζει μια μικρή αναφορά στο τελευταίο ποίημα της συλλογής που τιτλοφορείται Γουαδελούπη Δ. Ι. [Guadalupe W. I. –West Indies, προφανώς. Guadalupe στα Ισπανικά· Γαλλικά: Guadeloupe]. Πρόκειται για το νησιωτικό συγκρότημα (από δυο κύρια νησιά) της Καραϊβικής και το Δ. Ι. είναι (μάλλον) προς διαφοροποίηση από τη συνονόματη νήσο του Ειρηνικού Ωκεανού, Γουαδαλούπη (Guadalupe), δυτικά της μεξικανικής χερσονήσου, Μπάχα Καλιφόρνια (Baja California: Κάτω Καλιφόρνια).
Υπότιτλος (αφιέρωση;) Πουάντ-α-Πιτρ (Pointe-à-Pitre), η μεγαλύτερη πόλη και λιμάνι της Γουαδελούπης –νυν υπερπόντιου(!) διαμερίσματος της Γαλλίας (νόμισμα €).
Λιτό και περιεκτικό ποίημα, όπου με δυο πινελιές σκιτσάρεται η ανελέητη (σαν τον ήλιο) ταξική διαστρωμάτωση του νησιού: Ο νέγρος [πάντα] δουλεύει και λειώνει […] κι ο ήλιος καυτός σε σκοτώνει…
Μεταφράζω ολόκληρο αυτό το διαμαντάκι, χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίον ο Γκιγιέν προσεγγίζει τον γεωπολιτικό χάρτη των Δυτικών Ινδιών, συμβάλλοντας με τρόπο άμεσο και αποτελεσματικό στον αγώνα για την αποαποικιοποίηση της Λατινικής Αμερικής:
Γουαδελούπη Δ. Ι.
Πουάντ-α-Πιτρ
Ο νέγρος δουλεύει και λειώνει
κοντά στο ατμόπλοιο. Ο Άραβας πουλάει κι αγοράζει,
ο Γάλλος βολτάρει κι αράζει,
κι ο ήλιος καυτός σε σκοτώνει.Στο λιμάνι η γαλήνη
της θάλασσας. Ο άνεμος ψήνει
τις φοινικιές… Φωνάζω: Γουαδελούπη! μα απάντηση κανείς δεν μου δίνει.To ατμόπλοιο σκίζει
το ασυγκίνητο κύμα που βρυχιέται κι αφρίζει.
Εκεί, ο νέγρος ακόμα δουλεύει και λειώνει,
ο Άραβας πουλάει κι αγοράζει,
ο Γάλλος βολτάρει κι αράζει,
κι ο ήλιος καυτός σε σκοτώνει…
Εξ όνυχος η ωριμότητα ενός δημιουργού (είναι 32 ετών τότε), με μια κριτική ματιά αποκαλυπτική της άποψής του για τον κοινωνικό ρόλο της ποίησης –της λογοτεχνίας γενικότερα.
Η ταυτότητα του νησιού ανύπαρκτη. Γουαδελούπη!… Το εναγώνιο κάλεσμα αυτής της μικρής νησιωτικής ξέρας, φωνή βοώντος στην εμπορική (και κοινωνική) έρημο των Δυτικών Ινδιών.
Οι Άραβες εμπορεύονται, οι Γάλλοι άποικοι με τον ιδρώτα του νέγρου παράγουν… ατμό.
2000… σήμερα: Η Γουαδελούπη και η γειτονική της Μαρτινίκα (επίσης γαλλική υπερπόντια κτήση) έχουν –με στοιχεία Eurostat 2009– τον υψηλότερο δείκτη ανεργίας. Το 2009 τα δυο νησιά συγκλονίστηκαν από απεργίες για τις υπέρογκες τιμές ειδών πρώτης ανάγκης και για τους χαμηλούς μισθούς. Εκτός κι αν βελτιώθηκε από τότε, εν μέσω κρίσης, η κατάσταση.
Ποιος είπε ότι το 2018 απέχει πολύ από το 1934;
Οι Δυτικές Ινδίες ΕΠΕ είναι βέβαια ένας… φόρος τιμής στις κολοσσιαίες χρηματοπιστωτικές εταιρείες της Βόρειας Αμερικής, με την εμφάνιση των πολυεθνικών και των μονοπωλίων ζάχαρης του διεθνούς ιμπεριαλιστικού αρχιπελάγους –και οπωσδήποτε, όχι μόνο των ΗΠΑ.
Εδώ ο Γκιγιέν ακολουθεί αντι-συμβατικές φόρμες με ποικιλία από ρυθμούς και ομοιοκαταληξίες, εναλλάσσοντας τον παραδοσιακό, ανισοσύλλαβο, στίχο με τον ελεύθερο, επιτυγχάνονας έτσι να φωτίσει και να αποκαλύψει με σπάνια εικονοκλαστική δύναμη το «άναρχο» κοινωνικό, πολιτικό και πνευματικό τοπίο των Αντιλλών.
Στη συλλογή –που τελεί υπό το φάσμα της αποτυχημένης επανάστασης της προηγούμενης χρονιάς– ο ποιητής σχεδιάζει το εντυπωσιακό πορτρέτο του εύπιστου λαού που πεθαίνει, με τα ξένα συμφέροντα να επιβάλλουν τους όρους τους για την εκμετάλλευσή του:
Είναι η πείνα των Αντιλλών,
το μαράζι των εύπιστων Δυτικών Ινδιών!
Και συνθέτει τη ρεαλιστική εικόνα του αποικισμού των Αντιλλών από τη σάρα και τη μάρα, και τη ληστεία του φυσικού πλούτου της περιοχής από κάθε λογής καπιταλιστικό καρύδι. Κι απ’ τον κάθε άπληστο Babbitt (βλ. πιο κάτω).
Ο Γκιγιέν τραγουδάει τους μιγάδες, αναδεικνύει τη ζωή των σκλάβων και σμίγει τον λευκό με τον νέγρο εργάτη, με την ίδια σκληρή μοίρα και τις ίδιες δουλεμπορικές συνθήκες στις φυτείες του ζαχαροκάλαμου, υπό την απόλυτη εξουσία των μονοπωλίων.
[…] εδώ είν’ εκείνοι που νιώθουν αδέρφια κι έχουν πόνο μεγάλο
για το νέγρο, που πάνω απ’ την άβυσσο σκύβει
και το μέτωπο λειώνει απ’ τον κρύο ιδρώτα,
για τον άσπρο που ξέρει πως σαν τον πηλό τη σάρκα συντρίβει
το κνούτο, ή χειρότερα ακόμα η ταπείνωση κάτω απ’ η μπότα […]
Αυτό το σμίξιμο έχει ήδη απαθανατιστεί μοναδικά στο δεύτερο κιόλας ποίημα της συλλογής, την Μπαλάντα των δύο παππούδων (εδώ το φινάλε):
[…] Ίσκιοι που μονάχα εγώ τους βλέπω,
συνοδειά μου οι δυο παππούδες.Ο Δον Φεδερίκο μού φωνάζει
κι ο Τάιτα Φακούντο σωπαίνει·
ονειρεύονται κι οι δυο μες στη νύχτα
και πάνε και πάνε.
Και τους σμίγω.
–Φεδερίκο!…
–Άι, Φακούντο! Ρίχνονται στις αγκαλιές τους.
Ίδιος ο αναστεναγμός τους
σήκωσαν τις κεφαλές τους·
άλλο σόι, ίδιο μπόι,
πάνω τους ψηλά τ’ αστέρια·
ίδιο μπόι άλλο σόι,
μαύρος κι άσπρος ο καημός τους
έχουνε το ίδιο μπόι,
ξεφωνίζουν, ονειρεύονται, κλαίνε, τραγουδάνε.
Oνειρεύονται, κλαίνε, τραγουδάνε.
Kλαίνε, τραγουδάνε.
Τραγουδάνε!
Κι έπειτα, θα πει παραμύθια στους παππούδες του, χρησιμοποιώντας τους θρύλους και τις παραδόσεις, για το πώς μπορούν να τσακίσουν το φίδι της αποικιοκρατίας, την οχιά του ιμπεριαλισμού αργότερα, κρυμμένη στα ζαχαροκάλαμα, την οχιά με τα γυάλινα μάτια, σε ένα ποίημα-φετίχ:
[…] Με μια τσεκουριά θα τελειώσει:
ρίχ’ της μια!
Μην την κλωτσήσεις γιατί θα δαγκώσει,
θα ξεφύγει αν της δώσεις κλωτσιά!Σενσεμαγιά, το φιδάκι […]
Η ψόφια οχιά φαΐ δε ζητάει·
η ψόφια οχιά δε σφυρίζει ξανά·
και δεν περπατάει,
ούτε σέρνεται πια.Η ψόφια οχιά ξανά δεν κοιτάει·
η ψόφια οχιά δεν πίνει νεράκι·
δεν παίρνει ανάσα
δε χύνει φαρμάκι! […](Σενσεμαγιά, Τραγούδι για να σκοτώσεις μια οχιά) [5]
Στις Δυτικές Ινδίες, ο προκλητικός τόνος και η ειρωνεία, ο σαρκασμός και οι δραματικές εξάρσεις –ίδιον της γκιγιενικής γραφής, όπως προαναφέρθηκε– περνάνε από την απογοήτευση και την αγανάκτηση, και καταλήγουν στη βαθιά πίστη του ποιητή –που απορρέει από την πίστη του ίδιου του λαού– για την επανάσταση.
Ταυτόχρονα, το son (το αγαπημένο μουσικοποιητικό είδος του Γκιγιέν), παιγμένο από την τσαράνγκα του Χουάν του Μπαρμπέρη (βλ. σχετική σημείωση), διακόπτει και συμπληρώνει τη δραματικότητα του ποιήματος, σχολιάζοντας τους διαχρονικούς Ιππότες της Αποκάλυψης (τα τετράποδα με τη μια ή την άλλη μορφή είναι πανταχού παρόντα στο ποίημα):
στρατηγοί με πήλινα πόδια,
μαριονέτες πολιτικοί,
γραφειοκράτες σύμφωνοι σε όλα,
και μπαγιάτικοι ηγέτες [που εμφανίζονται στο προσκήνιο και] γελάνε,
οι οποίοι, εμπνεόμενοι από τα υψηλά ιδανικά τους –Υπέρ πάντων και πάντα η πατρίδα– πασχίζουν να αναθερμάνουν τις επενδύσεις (ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε τέσσερα μόλις χρόνια μετά την Καπιταλιστική Κρίση του 1929), αναζητώντας νέα πεδία αγορών (και μαχών: αν η ΗΠΑ δεν έμπαιναν στον πόλεμο ο Κέυνς θα είχε τινάξει τα μυαλά του στον αέρα).
Κι ενώ οι γιάνκηδες σπρώχνουν χρήμα στους πρόθυμους, το διπλό πρόσωπο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ανεργία και εργασία, σπρώχνει τον κόσμο στο θάνατο:
Με σκοτώνουνε αν δεν δουλεύω
κι αν δουλεύω με σκοτώνουν ξανά·
με σκοτώνουν, διαρκώς με σκοτώνουν,
με σκοτώνουν ξανά.
Αλλά εδώ οι μαχαιροβγάλτες αποχτάνε συνείδηση,
Αχ, εγώ θα σου δώσω,
Τη λευτεριά!
και οι τυφλοί… βρίσκουν το φως τους και ενώνονται μ’ αυτούς που λίγο πιο κάτω
ανάβουν την κόκκινη
σπίθα πάνω απ’ τον άνυδρο κάμπο…
Τόσο η ποιητική σύνθεση του West Indies όσο και ολόκληρη η συλλογή, σημαίνει –τυπικά μόνο– το τέλος της νέγρικης περιόδου (negrista) του ποιητή.
Οι ιστορικές συνθήκες της Κούβας τού «αποκαλύπτουν» το πανόραμα της καινούργιας εκρηκτικής πραγματικότητας και τον οδηγούν σε μια κοινωνική ποίηση, όπου περιγράφοντας τις διαμορφωμένες συνθήκες, προοικονομεί και το όραμα που θα έρθει 25 χρόνια αργότερα, το 1959, υλοποιημένο από τον Φιντέλ, για εκείνους που:
είναι οι ξένοι
κι οι ξεχασμένοι
οι ταπεινοί
κι οι ταπεινωμένοι
οι παροπλισμένοι
κι οι ναρκωμένοι
που μπρος στου μάουζερ την κάννη φωνάζουν:
Αδέρφια στρατιώτες! Και κυλούν πληγωμένοι
με μια αιμάτινη κλωστή στα μπλάβα τους χείλη.(Στην άκρη! Περνάει η οχλοβοή κι η αντάρα!
Στην άκρη! Λαμπρές ανεμίζουν παντιέρες,
και παίρνουν φωτιά οι παντιέρες
πάνω απ’ αυτή την αντάρα!)
Τη στιγμή αυτή την έχει ήδη προδιαγράψει από την αρχή της σύνθεσης με την υποσημείωση του στην πρώτη στροφή:
Σαν εκείνα τα δέντρα, που όντας φυτεμένα στην πόλη την γκρίζα
πεζοδρόμιο ολόκληρο ξηλώνουν μοναχά με μια ρίζα.
Το West Indies είναι ένα ποιοτικό άλμα που περιλαμβάνει –όπως σημειώνει ο Αουγιέρ– μια σημαντική αλλαγή:
Μετά την avant-garde περιπέτειά του [των Motivos de Son, 1930], που εκτείνεται μέχρι το Sóngoro Cosongo [1931], ο Γκιγιέν επιστρέφει στην παραδοσιακή φόρμα και στη χρήση της ομοιοκαταληξίας, αλλά με τέτοιο τρόπο που δείχνει ήδη τον αέρα αυτού που θα τον χαρακτηρίσει και πρόκειται να παγιωθεί προοδευτικά στην ποίησή του.
Με το Son (ρυθμός, τραγούδι· βλ. π.κ.), όμως, ετοιμοπόλεμο πάντα στην επαναστατημένη ταξική του συνείδηση και πολύ κοντά ηχητικά με τον ήλιο (Sol) της επανάστασης, που θα μετατρέψει τις σκοτεινές μονοπωλιακές Δυτικές Ινδίες σε κυρίαρχη λαϊκή δημοκρατία των Αντιλλών.
Ένα μήνυμα που καθιστά τον Γκιγιέν έναν μεγάλο ποιητή του καιρού μας.
Αργά, ένα χέρι από πέτρα
τη γροθιά της εκδίκησης σφίγγει
Ένα son φωτεινό, ζωντανό
κι ελπιδοφόρο ανατινάζει και γη κι ωκεανό.
Ο ήλιος μιλάει για τα δάση με τους πράσινους σπόρους
κι από ’κει θα τους φέρει…
Δυτικές Ινδίες τις λένε στ’ Αγγλικά
Αντίλλες στα δικά μας τα μέρη.
Το ποίημα Δυτικές Ινδίες θεωρείται –κατά Αουγιέρ– η πρώτη από τις 8 ελεγείες του ποιητή. Οι άλλες: Ελεγεία για έναν ζωντανό στρατιώτη (στα Τραγούδια για στρατιώτες, 1937), Κουβανική Ελεγεία (1952), Ελεγεία Καμαγουεγιάνα, Το Επώνυμο (με υπότιτλο Οικογενειακή Ελεγεία, 1952), Ελεγεία για τον Ζακ Ρουμαίν στον ουρανό της Αϊτής (1947, έκδ. 1948), Ελεγεία για τον Χεσούς Μενέντες (1951), Ελεγεία για τον Έμετ Τιλ (1956). Για τις τρεις τελευταίες [6].
Δ΄. Η γεωγραφία των ονομάτων
Ο αριθμός σε {…} αναφέρεται στην αντίστοιχη ενότητα του ποιήματος
Ορινόκος {1}: Πλοίο που έκανε το παρθενικό του ταξίδι από Αμβούργο για Δυτικές Ινδίες, στις 21 Απριλίου 1928.
Μετά την άνοδο των ναζί στη Γερμανία, το 1933, μαζί με το αδελφό St. Louis, μετέφερε στις χώρες της Λ. Α., μεταξύ άλλων, και Εβραίους πρόσφυγες. Από 1933 έως 1945, οι λατινοαμερικανικές κυβερνήσεις επέτρεψαν επισήμως σε 84.000 Εβραίους να μεταναστεύσουν. Πολλοί άλλοι μπήκαν στις χώρες μέσω παράνομων καναλιών.
Οι πολιτικοί ηγέτες και οι κυβερνήσεις σε ολόκληρη την περιοχή, εκμεταλλευόμενοι την οικονομική κρίση, καλλιέργησαν το λαϊκίστικο χαρακτήρα τους. Οι ηγέτες της Βραζιλίας, της Αργεντινής, της Χιλής, του Μεξικού και ο Φουλχένσιο Μπατίστα της Κούβας οδήγησαν στην εμφάνιση και εξουσία πολιτικών κομμάτων με προγράμματα και ισχυρές εκστρατείες του Τύπου ενάντια στη μετανάστευση.
Στις 8 Μαρτίου 1933 το Orinoco ταξίδεψε από τη Γαλλία για Κούβα και Μεξικό.
Ω, γη στου Ορινόκου τη ρότα, που φτάνει ως εδώ,
1.
Τσαράνγκα (charanga) {2} κ.ε.: Παραδοσιακή ορχήστρα της κουβανικής μουσικοχορευτικής σκηνής. Εμφανίστηκε στις αρχές του 1900, γνωστή και ως τσαράνγκα φρανσέσα (charanga francesa), επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό και το son. Διαδόθηκε στη δεκαετία του 1940, ερμηνεύεται από δύο ή περισσότερους τραγουδιστές και εκτελείται με ευρωπαϊκά όργανα (βιολί, φλάουτο, 2 ή 3 βιολοντσέλα, κοντραμπάσο, πιάνο) και διάφορα κρουστά (timbales –διπλά τύμπανα–, conga, guiro –ιδιόφωνο). Ένα άλλο μουσικό είδος που σχετίζεται με την τσαράνγκα είναι και το danzón, κράμα ευρωπαϊκής κλασικής μουσικής και αφρικανικών ρυθμών. Από τη λέξη Charanga προέρχεται πιθανόν –κατά μία ερμηνεία– και η λέξη Charango, η κιθάρα των Άνδεων, έγχορδο όργανο της οικογένειας του λαούτου.
2.
son {2} κ.ε.: ρυθμός, τραγούδι, χορός. Σμίξιμο αφρικανικού ρυθμού και ισπανικής μελωδίας. Χαρακτηριστικό, ιδιαίτερο μουσικό ύφος των τραγουδιών και των χορών της Κούβας, διαδεδομένο σε ολόκληρη την Καραϊβική.
3.
Γραφειοκράτες σύμφωνοι σε όλα / για να προσφέρουν στο Έθνος αυτοί· / με διακόσια δολάρια το μήνα…{2}: 200 δολάρια = 15.410 δρχ. Πολύ χρήμα.
«Τη θέση της στερλίνας ως νόμισμα διεθνών αποθεματικών καταλαμβάνει το δολάριο, μετά την υποτίμησή του το 1934. […] Η υποτίμηση του αγγλικού νομίσματος το Σεπτέμβριο του 1931 προκάλεσε αντιδράσεις πανικού στις ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες. […] Έτσι η δραχμή, παραμένοντας στον κανόνα χρυσού συναλλάγματος συνδέεται με το δολάριο: στις 21 Σεπτεμβρίου 1931 η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζει νέα ισοτιμία του ελληνικού νομίσματος (1 δολάριο = 77,05 δραχμές)». [Ένωση Ελληνικών Τραπεζών: Νόμισμα και νομισματικές κρίσεις στην Ελλάδα].
Ο Ρούζβελτ, στις 31 Ιανουαρίου του 1934, χρονιά που γράφονται οι Δυτικές Ινδίες, υποτίμησε το δολάριο κατά 41%. Ακόμα και με τη νέα ισοτιμία: 200 δολάρια = 9.092 δρχ.
4.
Neosalvarsán {4}: Χάπι για τη θεραπεία της σύφιλης. Σε χρήση από το 1912 μέχρι το 1940 με σοβαρές παρενέργειες, οπότε και αντικαταστάθηκε από την πενικιλίνη.
5.
Σόρες: Jacques de Sores {4}: Γάλλος πειρατής που έκαψε την Αβάνα το 1555. Γνωστός και ως Εξολοθρευτής Άγγελος.
6.
Ελ Ολονές {4}: Φρανσουά λ’Ολονναί, Εl Olonés. Γνωστός και ως Φρανσουά λ’Ολοννουά ή Ζαν-Νταβίντ Νω. Γάλλος πειρατής που έδρασε στην Καραϊβική κατά τη δεκαετία του 1660. Ο Ολονές έφτασε στις Αντίλλες στρατολογημένος από τον γαλλικό στρατό, εκπληρώνοντας τη στρατιωτική του θητεία.
Βασανιστής με φριχτές μεθόδους (έκοβε φέτες από τα θύματά του ή τα έδενε από το λαιμό στο κατάρτι ώσπου να πεταχτούν τα μάτια τους από τις κόγχες ή έτρωγε την καρδιά τους), βρήκε αντάξιο τέλος από ιθαγενή ανθρωποφάγα φυλή του Παναμά.
7.
Η λίμνη της ασφάλτου (el lago de asfalto) {6}: Στο νησί Τρινιδάδ. Η μία από τις πέντε μεγαλύτερες φυσικές λίμνες ασφάλτου στον κόσμο.
8.
Babbitt (1922) {6}: Ο κύριος χαρακτήρας του ομότιτλου μυθιστορήματος του Σίνκλαιρ Λιούις (1885 – 1951). Μια ανελέητη σάτιρα για την αμερικανική κουλτούρα και κοινωνία, που επικρίνει την κενότητα της μεσαίας τάξης και τον κοινωνικό της κομφορμισμό. Η διαμάχη που προκάλεσε ο Babbitt επηρέασε την απόφαση να απονεμηθεί στον Λιούις το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1930.
Η λέξη Babbitt έγινε το συνώνυμο για όποιον, ιδιαίτερα επιχειρηματία, συμμορφώνεται με τα πρότυπα της μεσαίας τάξης· το συνώνυμο του μέσου Αμερικανού. [Στα Ελληνικά: Σίνγκλερ Λιούις, Μπάμπιτ. Μετάφραση Άρης Αλεξάνδρου. Αθήνα (χ.χ.), Βασική Βιβλιοθήκη Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Ντουντούμη].
9.
Σερ Φράνσις Ντρέικ {8}: Sir Francis Drake, Ντέβονσαϊρ, 1540 – 1596. Άγγλος θαλασσοπόρος και πολιτικός της Ελισαβετιανής εποχής. Στα είκοσί του χρόνια πήρε το «δίπλωμα» του κουρσάρου, που του επέτρεπε να λεηλατεί τις αποικίες του Νέου Κόσμου και τα ισπανικά καράβια, έχοντας επίσημα στο πλοίο του την αγγλική σημαία. Για τα κατορθώματά του (μεταξύ αυτών και η σφαγή του Rathlin Island στις ιρλανδικές ακτές το 1575, όπου πάνω από 600 Σκωτσέζοι και Ιρλανδοί δολοφονήθηκαν) η Ελισάβετ η Α΄ τον έχρισε ιππότη. Του είχε αποδοθεί το προσωνύμιο El Draque (δράκος), λογοπαίγνιο από το επίθετό του. Ο Φίλιππος ο Β΄ τον είχε επικηρύξει με 20.000 δουκάτα (8 εκ. δολάρια, σημερινά). Πέθανε από δυσεντερία λίγο έξω από το Πουέρτο Ρίκο.
10.
Περνάει ένα καταδρομικό της Αμερικάνικης Ένωσης {8}: Παναμερικανική Ένωση. Ένωση συνεργασίας για το εμπόριο, με την οποία οι σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και των νότιων σύμμαχων τους θα ανοίξουν τις αγορές (!) της Λατινικής Αμερικής στο εμπόριο (των γιάνκηδων). Είναι ο προάγγελος του ΟΑΚ (Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών, 1948: το ΝΑΤΟ της αμερικανικής ηπείρου, που ο Φιντέλ έχει αποκαλέσει Υπουργείο Αποικιών των Γιάνκηδων και Δούρειο Ιππο των ΗΠΑ).
Η ιδέα των διαφόρων ιμπεριαλιστικών Ενώσεων για το άρμεγμα του πλούτου των «ενοποιημένων» λαών (διάβαζε αγορών) είναι τόσο παλιά όσο και ο καπιταλισμός. Η Παναμερικανική Ένωση –η Δική τους Αμερική, δηλαδή, σε αντιδιαστολή με τη Δική μας Αμερική του Χοσέ Μαρτί, και παλαιότερα του Σιμόν Μπολίβαρ– αρχίζει να υλοποιείται το 1910, όταν η ανδυόμενη δύναμη, με τον Ισπανοαμερικάνικό Πόλεμο (ό.π. Λένιν), ξεκινάει το μεγάλο ιμπεριαλιστικό ταξίδι της.
Στις 26 Δεκεμβρίου 1933 υπογράφεται η Σύμβαση του Μοντεβιδέο για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κρατών. Ο Ρούζβελτ δηλώνει την πολιτική της καλής γειτονίας (1933-1945), με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες «απορρίπτουν» την ένοπλη επέμβαση στις διαμερικανικές υποθέσεις. (Αμ, δε…) Και στέλνει τους πρεσβευτές του (ό.π.) για να οργανώσει το εμπόριό του διπλωματικά, φέρνοντας όπως λένε «νέες συνθήκες στον Παναμά, στην Αϊτή και στην Κούβα» (!!)
«Στον τομέα της παγκόσμιας πολιτικής θα εγκαινιάσω για αυτό το έθνος την πολιτική της καλής γειτονίας –του γείτονα που αναμφισβήτητα σέβεται τον εαυτό του και, επειδή το κάνει, σέβεται και τα δικαιώματα των άλλων– του γείτονα που σέβεται τις υποχρεώσεις του και σέβεται την ιερότητα των συμφωνιών του με τον κόσμο των γειτόνων του». –Franklin Roosevelt, 1933. [Προπαντός!]
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 ο Ρούζβελτ οργάνωσε ένα δια-Αμερικανικό συνέδριο στο Μπουένος Άιρες, με «όραμα» την Ένωση των Εθνών της Αμερικής.
Η περίοδος Ρούζβελτ από το 1933 έως το 1937 ήταν μια εποχή «ουσιαστικά αδιάκοπου κοινωνικού και πολιτικού πολέμου».
Το Δόγμα Μονρόε του 1823 –η εκλογίκευση της πολιτικής και στρατιωτικής επέμβασης των Ηνωμένων Πολιτειών ενάντια στους λαούς της Λ. Α. και Καραϊβικής– από την πίσω πόρτα, δηλαδή.
Το New (Old & Good) Deal για το ξεπέρασμα της Κρίσης του 1929.
Ο Ντρέικ με το φράκο… του πειρατή Ρούζβελτ.
Η λύσσα των πειρατών με το φράκο,
που μοιάζουνε με τον Σόρες και τον Ελ Ολονές,
μπροστά στη δυστυχία, σ’ εξοργίζει
κι εξαφανίζεται μόνο με τις κλωτσιές.
* * *
Παραπομπές
1. Νικολάς Γκιγιέν: Ο Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος (μαζί με άλλα ποιήματα), εκδόσεις ΚΨΜ, Απρ. 2018. Από Κατιούσα: Νικολάς Γκιγιέν: 4 μαδριγάλια για τη Μαύρη Γυναίκα – Ο Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος: VIDEO με την παρουσίαση του βιβλίου – Μουσικό επίμετρο.
*
2. Άνχελ Αουγιέρ (Αβάνα 1 Δεκ. 1910 – 10 Ιαν. 2010): Διδάκτορας λογοτεχνίας, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος και ποιητής. Διδακτορικό Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο της Αβάνας, σπουδές στο Ινστιτούτο Γκόρκι της Ακαδημίας Επιστημών ΕΣΣΔ· ιδρυτής του πρακτορείου ειδήσεων Prensa Latina. Συνιδρυτής με τον Γκιγιέν της UNEAC, αντιπρόεδρός της για δεκαπέντε χρόνια, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Κούβας και της Ακαδημίας για την Κουβανική Γλώσσα. Κεντρική φιγούρα στη σύγχρονη κουβανική λογοτεχνία με Εθνικό Βραβείο το 1991.
*
3. Κάρλος Πουέμπλα: Μα τους πρόφτασε ο Φιντέλ! Ο ποιητής των Μοτίβων του Son (: ρυθμός) και της Επανάστασης, και ο τροβαδούρος της, με τα ανεπανάληπτα μουσικά Son.
Στο Μαγαζάκι, όπου υπάρχει ακόμα «κρατημένο» ένα τραπέζι για τον Γκιγιέν, συναντιόντουσαν συχνά, αφού κατά τον Πουέμπλα τους έδενε «μια βαθιά, εγκάρδια, ειλικρινής, ανιδιοτελής φιλία».
Η Rosalba Juárez, χήρα του Πουέμπλα, σε συνένευξή της το 2005, θα πει:
Ο Νικολάς Γκιγιέν τον εκτιμούσε τόσο πολύ, ώστε να προλογίσει το άλμπουμ του Este es mi pueblo [σ.τ.μ.: από τα πρώτα του, άγνωστη ημερομηνία κυκλοφορίας]. Μια μέρα που πήγαμε εκεί, χαιρετώντας τον ο Πουέμπλα, τον ρώτησε: Πώς είσαι, ποιητή; Ο ποιητής είσαι εσύ! του αποκρίθηκε ο Γκιγιέν.
Ο Πουέμπλα εγκατέλειψε το μικρομάγαζο της ζωής –άθεος μέχρι το τέλος, όπως σημειώνει η Rosalba στην ίδια συνέντευξη– τέσσερεις μέρες νωρίτερα από τον φίλο του (12 Ιουλ. 1989).
*
4. Για τις συμμαχίες, τις συμφωνίες και την ιστορία της Κούβας από το 1900 μέχρι τις μέρες μας, όπως και για τη γεμάτη ζωή του ποιητή με την πλούσια διεθνιστική δράση, βλ. στο βιβλίο: Νικολάς Γκιγιέν, O Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος (και άλλα ποιήματα) – Εισαγωγή • Μετάφραση • Σχολιασμός • Σημειώσεις • Σχέδια: Μπάμπης Ζαφειράτος. Εικόνες: Ανδρέας Ζαφειράτος (ΚΨΜ, Απρ. 2018).
*
5. Sensemayá: Sensa = Πρόνοια και Yemayá = Αφροκουβανική Θεότητα της Θάλασσας, Βασίλισσα της Μάνας Γης. Το ποίημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο Νικολάς Γκιγιέν, Αηδόνια και Μπαζούκας, 4 ποιήματα για τον Τσε– 7 για την Επανάσταση. Μετάφραση • Σχολιασμός • Σχέδια, Μπάμπης Ζαφειράτος (2η Αναθεωρημένη Έκδοση, Δίαυλος, Ιούλ. 2018).
*
6. Ζακ Ρουμαίν: Jacques Roumain (4 Ιουν. 1907, Πορτ-ο-Πρενς, Αϊτή – 18 Αυγ. 1944, Μεξικό). Ποιητής, συγγραφέας, εθνολόγος, ανθρωπολόγος, διευθυντής του Αϊτινού Εθνολογικού Ινστιτούτου, μαρξιστής πολιτικός και ακτιβιστής, ιδρυτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Αϊτής (1934).
Πέθανε στα 37 του υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, αφήνοντας πίσω του ένα πλούσιο έργο. Τα κείμενά του εξακολουθούν να μελετώνται στα πανεπιστήμια, να διαβάζονται από τις νέες γενιές, να επηρεάζουν και να διαμορφώνουν την αϊτινή κουλτούρα και τον παναφρικανικό κόσμο.
Χεσούς Μενέντες (Κούβα. Ενκρουσιχάδα, Βίγια Κλάρα, 14 Δεκ. 1911 – 22 Ιαν. 1948, Μανσανίγιο): Κουβανός ηγέτης του Συνδικάτου Ζάχαρης, που δολοφονήθηκε στα 36 του χρόνια από τους μπράβους των γαιοκτημόνων και των μεγιστάνων της βιομηχανίας.
Η Ελεγεία για τον Χεσούς Μενέντες είναι μια εκτενής σύνθεση, δομημένη σε εφτά μέρη, με πεζό και έμμετρο λόγο· ανήκει στα καλύτερα, κατά γενική ομολογία, ποιητικά κείμενα του Γκιγιέν,
«σηματοδοτώντας μια από τις αξέχαστες στιγμές της ισπανόφωνης λογοτεχνίας» (Ρενέ Ντεπέστρ).
Έμετ Τιλ: 25 Ιουλ. 1941 – 28 Αυγ. 1955. Δολοφονήθηκε άγρια στα 14 χρόνια του, συνταράζοντας τον κόσμο.
Το ακρωτηριασμένο σώμα του δεκατετράχρονου Έμετ Τιλ, από το Σικάγο του Ιλινόις, ανασύρθηκε απ’ τον ποταμό Ταλαχάτσι, κοντά στο Γκρήνγουντ, στις 31 Αυγούστου, τρεις μέρες μετά την απαγωγή του από το σπίτι του θείου του, από ομάδα λευκών, οπλισμένων με τουφέκια… Η Κρίση, Νέα Υόρκη, Οκτώβριος 1955. (Μότο της Ελεγείας).
Το ποίημα εδώ: Νικολάς Γκιγιέν – Μπομπ Ντύλαν: Η Δολοφονία του Έμετ Τιλ – Μια ελεγεία, ένα τραγούδι. Και δυο ακόμη ποιήματα του Γκιγιέν (ΚΚΚ-ΗΠΑ, Λυντς).
* * *
Υ. Γ.
Οι πρώτοι 36 στίχοι από τις Δυτικές Ινδίες και 6 ακόμη ποιήματα του Νικολάς Γκιγιέν παρουσιάστηκαν στη χώρα μας έξη χρόνια πριν τον Μεγάλο Ζωολογικό Κήπο στην απόδοση του Γιάννη Ρίτσου (Δεκ. 1966), σε σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης (τεύχος 73-74, Ιαν.-Φεβ. 1961) και σε μετάφραση από τα Ισπανικά του ποιητή Κώστα Κουλουφάκου (1924-1994).
Ο Κ. Κ. υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ε.Τ. και μέλος της συντακτικής επιτροπής, υπεύθυνος ύλης (1955-1962), αρχισυντάκτης (1965-1967). Ήταν ο ιδρυτής του εκδοτικού οίκου Διογένης (1971).
Το αφιέρωμα, με δισέλιδη κατατοπιστική εισαγωγή του Κ.Κ., συνοδεύεται από μια φωτογραφία του Γκιγιέν (από την οποία έχω φιλοτεχνήσει και το 20 από 5 συνολικά πορτρέτα του ποιητή) και περιλαμβάνει, μαζί με το απόσπασμα από τους εναρκτήριους στίχους των Δυτικών Ινδιών, τα εξής ακόμη ποιήματα (διατηρείται η ορθογραφία και προστίθενται οι αγκύλες): Μπαλλάντα των δυο προγόνων [Balada de los dos abuelos], Δεν ξέρω γιατί νομίζεις… [No sé por qué piensas tú –από τα Τραγούδια Για Στρατιώτες Και Son Για Τουρίστες (1937)], Ερχομός [Llegada –από το Sόngoro Cosongo (1931)], Σε μια στράτα περπατούσα και Μα να σε βλέπω [Iba yo por un camino και Pero que te pueda ver –από το El Son Entero (1947)], και τέλος την περίφημη Σενσεμαϊά [Sensemayá –Σενσεμαγιά. Από το West Indies Ltd.]
Για Σενσεμαϊά και Σε μια στράτα περπατούσα, βλέπε σε μετάφραση Μπ. Ζ. στο Σενσεμαγιά: Η μουσική στην ποίηση του Νικολάς Γκιγιέν – Αφιέρωμα (Σενσεμαγιά μελοποιημένη από τον κλασικό Σιλβέστρε Ρεβουέλτας και από τους Inti-Illimani. Κι όπως τράβαγα το δρόμο, μια ανέκδοτη ηχογράφηση του 2012 από τον Κάνο Αλόνσο).
*
Στο τεύχος της Επιθεώρησης Τέχνης το εξώφυλλο (Κοπέλλα) είναι της Βάσως Κατράκη.
Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. 2018
___________________________________
Η ποίηση του Νικολάς Γκιγιέν σε μετάφραση Μπ. Ζ. από Κατιούσα και από Μποτίλια στον Άνεμο
Από Κατιούσα
Ποιήματα για τον Τσε: Hasta la poesía de la revolución και Ο Τσε του Χουάν Χέλμαν: Εξαίσιος με τα άλογα που τραγουδάνε
Η ποίηση του Τσε με του Μαρξ και του Ένγκελς το τραγούδι (5 ποιήματα) – Μια κριτική προσέγγιση
Πάμπλο Νερούδα: Επικό Τραγούδι (5 ποιήματα) – Το Επικό Τραγούδι και η ιστορία της συλλογής: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε
Από Μποτίλια Στον Άνεμο
Άλλες μεταφράσεις του Μπ. Ζ. από Κατιούσα και από Μποτίλια Στον Άνεμο
*
Για Ζωολογικό Κήπο βλέπε εδώ:
WEST INDIES LTD.
1
¡West Indies! Nueces de coco, tabaco y aguardiente…
Éste es un oscuro pueblo sonriente,
conservador y liberal,
ganadero y azucarero,
donde a veces corre mucho dinero,
pero donde siempre se vive muy mal
Cierto que éste es un pueblo manso todavía… / No obstante, cualquier día / alza de un golpe la cerviz; / rompe por dondequiera con sus calludas manos / y hace como esos árboles urbanos / que arrancan toda una acera con una sola raíz.
El sol achicharra aquí todas las cosas,
desde el cerebro hasta las rosas.
Bajo el relampagueante traje de dril
andamos todavía con taparrabos;
gente sencilla y tierna, descendiente de esclavos
y de aquella chusma incivil
de variadísima calaña,
que en el nombre de España
cedió Colón a Indias con ademán gentil.
Aquí hay blancos y negros y chinos y mulatos.
Desde luego, se trata de colores baratos,
pues a través de tratos y contratos
se han corrido los tintes y no hay un tono estable.
(El que piense otra cosa que avance un paso y hable.)
Hay aquí todo eso, y hay partidos políticos,
y oradores que dicen: «En estos momentos críticos…»
Hay bancos y banqueros,
legisladores y bolsistas,
abogados y periodistas,
médicos y porteros.
¿Qué nos puede faltar?
Y aun lo que nos faltare lo mandaríamos buscar.
¡West Indies! Nueces de coco, tabaco y aguardiente.
Este es un oscuro pueblo sonriente.
¡Ah, tierra insular!
¡Ah, tierra estrecha!
¿No es cierto que parece hecha
sólo para poner un palmar?
Tierra en la ruta del «Orinoco»,
o de otro barco excursionista,
repleto de gente sin un artista
y sin un loco;
puertos donde el que regresa de Tahití,
de Afganistán o de Seúl,
viene a comerse el cielo azul,
regándolo con Bacardí;
puertos que hablan un inglés
que empieza en yes y acaba en yes.
(Inglés de cicerones en cuatro pies.)
¡West Indies! Nueces de coco, tabaco y aguardiente.
Éste es un oscuro pueblo sonriente.
Me río de ti, noble de las Antillas,
mono que andas saltando de mata en mata,
payaso que sudas por no meter la pata,
y siempre la metes hasta las rodillas.
Me río de ti, blanco de verdes venas
— ¡bien se te ven aunque ocultarlas procuras!—,
me río de ti porque hablas de aristocracias puras,
de ingenios florecientes y arcas llenas.
¡Me río de ti, negro imitamicos,
que abres los ojos ante el auto de los ricos,
y que te avergüenzas de mirarte el pellejo oscuro,
cuando tienes el puño tan duro!
Me río de todos: del policía y del borracho,
del padre y de su muchacho,
del presidente y del bombero.
Me río de todos; me río del mundo entero.
Del mundo entero, que se emociona frente a cuatro peludos,
erguidos muy orondos detrás de sus chillones escudos,
como cuatro salvajes al pie de un cocotero.
2
Cinco minutos de interrupción.
La charanga de Juan el Barbero
toca un son.
—Coroneles de terracota,
políticos de quita y pon;
café con pan y mantequilla…
¡Que siga el son!
La burocracia está de acuerdo
en ofrendarse a la Nación;
doscientos dólares mensuales…
¡Que siga el son!
El yanqui nos dará dinero
para arreglar la situación;
la Patria está por sobre todo…
¡Que siga el son!
Los viejos líderes sonríen
y hablan después desde un balcón.
¡La zafra! ¡La zafra! ¡La zafra!
¡Que siga el son!
3
Las cañas —largas— tiemblan
de miedo ante la mocha.
Quema el sol y el aire pesa.
Gritos de mayorales
restallan secos y duros como foetes.
De entre la oscura
masa de pordioseros que trabajan,
surge una voz que canta,
brota una voz que canta,
sale una voz llena de rabia,
se alza una voz antigua y de hoy,
moderna y bárbara:
—Cortar cabezas como cañas,
¡chas, chas, chas!
Arder las cañas y cabezas,
subir el humo hasta las nubes,
¡cuándo será, cuándo será!
Está mi mocha con su filo,
¡chas, chas, chas!
Está mi mano con su mocha,
¡chas, chas, chas!
Y el mayoral está conmigo,
¡chas, chas, chas!
Cortar cabezas como cañas,
arder las cañas y cabezas,
subir el humo hasta las nubes…
¡Cuándo será!
Y la canción elástica, en la tarde
de zafra y agonía,
tiembla, fulgura y arde,
pegada al techo cóncavo del día.
4
El hambre va por los portales
llenos de caras amarillas
y de cuerpos fantasmales;
y estacionándose en las sillas
de los parques municipales,
o pululando a pleno sol
y a plena luna,
busca el problemático alcol
que borra y ciega,
pero que no venden en ninguna
bodega.
¡Hambre de las Antillas,
dolor de las ingenuas Indias Occidentales!
Noches pobladas de prostitutas,
bares poblados de marineros;
encrucijada de cien rutas
para bandidos y bucaneros.
Cuevas de vendedores de morfina,
de cocaína y de heroína.
Cabarets donde el tedio se engaña
con el ilusorio cordial
de una botella de champaña,
en cuya eficacia la gente confía
como en un neosalvarsán de alegría
para la «sífilis sentimental».
Ansia de penetrar el porvenir
y sacar de su entraña secreta
una fórmula concreta
para vivir.
Furor de los piratas de levita
que como en Sores y «El Olonés»,
frente a la miseria se irrita
y se resuelve en puntapiés.
¡Dramática ceguedad de la tropa,
que siempre tiene presto el rifle
para disparar contra el que proteste o chifle,
porque el pan está duro o está clara la sopa!
5
Cinco minutos de interrupciσn.
La charanga de Juan el Barbero
toca un son.
—Para encontrar la butuba
hay que trabajar caliente;
para encontrar la butuba
hay que trabajar caliente:
mejor que doblar el lomo,
tienes que doblar la frente.
De la caña sale azúcar,
azúcar para el café;
de la caña sale azúcar,
azúcar para el café:
lo que ella endulza, me sabe
como si le echara hiel.
No tengo donde vivir
ni mujer a quien querer;
no tengo donde vivir,
ni mujer a quien querer:
todos los perros me ladran,
y nadie me dice usted.
Los hombres,, cuando son hombres,
tienen que llevar cuchillo;
los hombres, cuando son hombres,
tienen que llevar cuchillo:
¡yo fui hombre, lo llevé,
y se me quedó en presidio!
Si me muriera ahora mismo,
si me muriera ahora mismo,
si me muriera ahora mismo, mi madre,
¡qué alegre me iba a poner!
¡Ay, yo te daré, te daré,
te daré, te daré,
ay, yo te daré
la libertad!
6
¡West Indies! ¡West Indies! ¡West Indies!
Este es el pueblo hirsuto,
de cobre, multicéfalo, donde la vida repta
con el lodo seco cuarteado en la piel.
Éste es el presidio
donde cada hombre tiene atados los pies.
Ésta es la grotesca sede de companies y trusts.
Aquí están el lago de asfalto, las minas de hierro,
las plantaciones de café,
los ports docks, los ferry boats, los ten cents…
Éste es el pueblo del all right
donde todo se encuentra muy mal;
éste es el pueblo del very well,
donde nadie está bien.
Aquí están los servidores de Mr. Babbit.
Los que educan sus hijos en West Point.
Aquí están los que chillan: helio baby,
y fuman «Chesterfield» y «Lucky Strike».
Aquí están los bailadores de fox trots,
los boys del jazz band
y los veraneantes de Miami y de Palm Beach.
Aquí están los que piden bread and butter
y coffee and milk.
Aquí están los absurdos jóvenes sifilíticos,
fumadores de opio y de mariguana,
exhibiendo en vitrinas sus espiroquetas
y cortándose un traje cada semana.
Aquí está lo mejor de Port-au-Prince,
lo más puro de Kingston, la high life de La Habana…
Pero aquí están también los que reman en lágrimas,
galeotes dramáticos, galeotes dramáticos.
Aquí están ellos,
los que trabajan con un haz de destellos
la piedra dura donde poco a poco se crispa
el puño de un titán. Los que encienden la chispa
roja, sobre el campo reseco.
Los que gritan: «¡Ya vamos!», y les responde el eco
de otras voces: «¡Ya vamos!» Los que en fiero tumulto
sienten latir la sangre con sílabas de insulto.
¿Qué hacer con ellos,
si trabajan con un haz de destellos?
Aquí están los que codo con codo
todo lo arriesgan; todo
lo dan con generosas manos;
aquí están los que se sienten hermanos
del negro, que doblando sobre el zanjón oscuro
la frente, se disuelve en sudor puro,
y del blanco, que sabe que la carne es arcilla
mala cuando la hiere el látigo, y peor si se la humilla
bajo la bota, porque entonces levanta
la voz, que es como un trueno brutal en la garganta.
Ésos son los que sueñan despiertos,
los que en el fondo de la mina luchan,
y allí la voz escuchan
con que gritan los vivos y los muertos.
Ésos, los iluminados,
los parias desconocidos,
los humillados,
los preteridos,
los olvidados,
los descosidos,
los amarrados,
los ateridos,
los que ante el máuser exclaman: «¡Hermanos soldados!»,
y ruedan heridos
con un hilo rojo en los labios morados.
(¡Que siga su marcha el tumulto!
¡Que floten las bárbaras banderas,
y que se enciendan las banderas
sobre el tumulto!)
7
Cinco minutos de interrupciσn.
La charanga de Juan el Barbero
toca un son.
—Me matan, si no trabajo,
y si trabajo me matan;
siempre me matan, me matan,
siempre me matan.
Ayer vi a un hombre mirando,
mirando el sol que salía;
ayer vi a un hombre mirando,
mirando el sol que salía:
el hombre estaba muy serio,
porque el hombre no veía.
Ay,
los ciegos viven sin ver
cuando sale el sol,
cuando sale el sol,
¡cuando sale el sol!
Ayer vi a un niño jugando
a que mataba a otro niño;
ayer vi a un niño jugando
a que mataba a otro niño:
hay niños que se parecen
a los hombres trabajando.
¡Quién les dirá cuando crezcan
que los hombres no son niños,
que no lo son,
que no lo son,
que no lo son!
Me matan, si no trabajo,
y si trabajo, me matan:
siempre me matan, me matan,
¡siempre me matan!
8
Un altísimo fuego raja con sus cuchillas
la noche. Las palmas, inocentes
de todo, charlan con voces amarillas
de collares, de sedas, de pendientes.
Un negro tuesta su café en cuclillas.
Se incendia un barracón.
Resoplan vientos independientes.
Pasa un crucero de la Unión
Americana. Después, otro crucero,
y el agua ingenua ensucian con ambiciosas quillas,
nietas de las del viejo Drake, el filibustero.
Lentamente, de piedra, va una mano
cerrándose en un puño vengativo.
Un claro, un claro y vivo
son de esperanza estalla en tierra y océano.
El sol habla de bosques con las verdes semillas…
West Indies, en inglés. En castellano,
las Antillas.
LÁPIDA
Esto fue escrito por Nicolás Guillén, antillano,
en el año de mil novecientos treinta y cuatro.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
9 Trackbacks