Γιώργος Γερογιάννης: ’’Την τύχη σου, την μοίρα σου από παιδί τις παίζει.’’

’Το τραγούδι προσφέρει μια δυναμική, δεν αλλάζει τον κόσμο και τις νοοτροπίες αλλά σε ξεσηκώνει και σου δίνει συμπυκνωμένα νοήματα σε 3-4 λεπτά. Αυτό δεν το προσφέρει καμία άλλη μορφή τέχνης σε τόσο λίγο χρόνο.’’

‘’ Το παράδοξο ήταν ότι μέχρι την εφηβεία μου δεν υπήρχε ούτε καν στερεοφωνικό στο σπίτι ‘’, μου είπε το απόγευμα της συνέντευξης σε μια καφετέρια στο Κουκάκι, ‘’ υπήρχε ένα γουόκμαν της αδερφής μου με “slow”τραγούδια, το οποίο ‘’δανειζόμουν’’ και έπειτα δίναμε μάχες και από εκεί άκουγα λίγη μουσική’’.

Και εδώ δεν τελειώνουν τα παράδοξα που μου είπε ο Γιώργος Γερογιάννης εκείνο το απόγευμα. Απλά κάπως έτσι ξεκινήσαμε την μαγνητοφώνηση.

Ο Γιώργος έχει “όλο το πακέτο” που θα έλεγε το σινάφι των επαγγελματιών σε κάποιο reality show. Εμφανίσιμος, με υπέροχη φωνή την οποία την συνοδεύει εξαιρετικά με την κιθάρα του και ταλέντο στη στιχουργική. Μήπως ένα έτοιμο πακέτο; Όχι! Το παράδοξο είναι ότι αυτό το παιδί φέρει μια παιδική ψυχή, ένα καθαρό βλέμμα και ένα κοφτερό μυαλό για να βλέπει πέρα από την μύτη του και να σχολιάζει τα πολιτικά δρώμενα με οξυδέρκεια. Έξω από κάθε πακέτο δηλαδή.

Επέλεξα να σας δώσω όμως μόνο την εικόνα του καλλιτέχνη για να αποφασίσετε εσείς στο τέλος αν οι στίχοι που γράφει βγάζουν στην επιφάνεια κρυμμένα συναισθήματα ή καταδύονται στα βάθη της ψυχής για να τα ανακαλύψουν.

Εμείς δεν το συμφωνήσαμε ακόμα.

Ποιες πρώτες αναμνήσεις έχεις από την μουσική;

Θυμάμαι ατελείωτες βόλτες με το παλιό αυτοκίνητο του παππού μου και το κασετόφωνο να παίζει λαϊκά τραγούδια του 60’ και 70’. Ο παππούς μου ήταν εκείνος που μου πήρε το πρώτο μου μουσικό όργανο. Μια φυσαρμόνικα. Το είδα σαν παιχνίδι. Προσπαθούσα να βγάζω μελωδίες από τραγουδάκια που ακούγαμε στο σχολείο, όπως το ‘’Ένα νερό κυρά –Βαγγελιώ’’, διαχρονικό κομμάτι.

Ο πατέρας μου έπαιζε κλαρίνο στην τοπική φιλαρμονική της Πρέβεζας. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ πειθαρχημένος στη μουσική. Άνθρωπος της παρτιτούρας. Για ενάμιση χρόνο, περίπου στην εφηβεία μου, προσπάθησε να με βάλει στο κλίμα της φιλαρμονικής και να μάθω κλαρίνο, με απώτερο σκοπό το σαξόφωνο, όμως αυτό το βαρύ και «παλιό» περιβάλλον δεν μου κέντριζε το ενδιαφέρον, δεν με κράτησε.

Γύρω στα 15 μπήκε στερεοφωνικό στο σπίτι. Ήταν αποκαλυπτικό. Η πρώτη επαφή με καλής ποιότητας ήχο. Άρχισα να ακούω ροκ αλλά ήμουν και λίγο ψείρας σε όλο αυτό…Έλεγα για να έχεις άποψη σε αυτή τη μουσική πρέπει να το πιάσεις από την αρχή.

Το ζούσα και το έψαχνα… είχα φυσικά και το κατάλληλο στυλ: μαλλιά, σκουλαρίκια και τα σχετικά. Επόμενο βήμα; Η αγορά μιας κλασικής κιθάρας. Χριστουγεννιάτικο δώρο του πατέρα μου. Στην αρχή πολύς ενθουσιασμός, άρχισα το γρατζούνισμα… Γρήγορα διαπίστωσα ότι ήταν περίπλοκο όργανο. Δεν ήταν σαν το αρμόνιο που είχαμε στο σπίτι και πατούσες νότες στην σειρά (κανείς δεν έπαιζε χωρίς λόγο). Την άφησα για τον αθλητισμό.

Ωστόσο μ’ άρεσε πολύ το τραγούδι και όταν πήγα φοιτητής στα Γιάννενα, στο πρώτο έτος, πήρα πιο σοβαρά τα πράγματα. Ήθελα να έχω ένα όργανο για να με συνοδεύει όταν τραγουδώ, έτσι ξανά-έπιασα την κιθάρα.

Σε δύο τρία χρόνια έπαιζα στην παρέα και μετά θέλησα να το δω πιο επαγγελματικά.

Το πρώτο σου live ήταν στην πόλη των Ιωαννίνων λοιπόν;

Όχι ήταν σε ένα ταβερνάκι στην Πρέβεζα. Ήταν μεγάλο σχολείο.Έφτιαξα πρώτη φορά ρεπερτόριο.

Είχα αρκετή συστολή στην αρχή αλλά είχα αρχίσει να το ξεπερνώ με τον καιρό. Στο πρώτο live ήταν τρομαχτικό. Έκλεινα τα μάτια για να μετριάσω το άγχος και να μην αλληλοεπιδρώ με τους γύρω μου.

Γενικά μ’ αρέσει να κλείνω τα μάτια και να βιώνω τους στίχους που τραγουδάω.

Στην συνέχεια συνεργάστηκα με πολλούς τοπικούς μουσικούς και τραγουδιστές της Πρέβεζας αλλά όντας φοιτητής στα Γιάννενα ψαχνόμουν να βρω κάτι και εκεί.

Και πώς έγινε η μετάβαση από την Πρέβεζα στα Γιάννενα ως ‘’ψημένος’’ τραγουδιστής πλέον;

Ήμουν σε μία μουσική σκηνή τότε και είδα ένα φέιγ-βολάν, όπου ζητούσαν άτομα να περάσουν από audition και να δουλέψουν στο μαγαζί. Εντέλει με πήρανε και έτσι ξεκίνησα μια πολύ όμορφη πορεία.

Γνώρισα σημαντικούς ανθρώπους που πέρα από την συνεργασίας μας, κάτω από αυτή την στέγη, ακολούθησαν και άλλα πράγματα στην συνέχεια.

Φτιάξαμε μια μπάντα τους ‘’Μαγεκαπάμα’’. Ήμασταν όλοι φοιτητές, ο Θεμης Παπαβραμίδης κιθάρα –μπουζούκι, ο Γιώργος Παπαθανασιου μπάσο, Γιάννης Μάνθος βιολί, ο Άκης Κακαγής κιθάρα φωνή, ο Κώστας Κωσταδήμας κιθάρα, Δημήτρης Κάτσενος τύμπανα, Βίκη Μαυρίκη φωνή.

Το όνομα της μπάντας πως προέκυψε; ‘’Μαγεκαπάμα’’; Είναι κάτι μυστήριο; Κάτι ινδιάνικο;

Όχι, προς απογοήτευσή σου. Ήταν μια λέξη που επινοήσαμε από τα αρχικά γράμματα των επωνύμων της μπάντας. Το ψάξαμε η αλήθεια είναι αρκετά να βρούμε κάτι σπουδαίο, σπάνιο. Καταφύγαμε στην πεπατημένη των ΠελόμαΜποκιού.

Μετά από αυτό το μαγαζί πήγαμε, σαν μπάντα, σε μια καινούργια μουσική σκηνή που άνοιξε για περίπου 2 χρόνια στην πόλη των Ιωαννίνων και για μας ήταν μια πολύ όμορφη ευκαιρία που μας δόθηκε. Από αυτό το μαγαζί πέρασαν πολλοί επώνυμοι καλλιτέχνες που μας άκουσαν: Φ. Δεληβοριάς, Χρ. Θηβαίος, Ν. Πορτοκάλογλου, Ν. Ζιώγαλας, Δ. Ζερβουδάκης, Διάφανα Κρίνα, Υπόγεια Ρεύματα, Ε. Τσαλιγοπούλου, Μ. Καραντίνης, Χαΐνηδες. Με τους τελευταίους συνεργαστήκαμε. Ανοίξαμε 2 φορές την συναυλία τους.

Με τους ‘’Μαγεκαπάμα’’ έχετε και ένα δικό σας δίσκο που φέρει το όνομα του συγκροτήματος ως είθισται το 2010. Πως ήταν η εμπειρία αυτή;

Θυμάμαι κάναμε πολύ κόπο να μαζέψουμε τα χρήματα ώστε να βγει ο δίσκος. Το ήθελε όλη η μπάντα αυτό. Κάναμε εμφανίσεις σε διάφορα μαγαζιά και ό.τι μαζεύαμε το βάζαμε στην άκρη για να τροφοδοτήσουμε το δίσκο. Τα τραγούδια ήταν γραμμένα από τους Γιώργο Παπαθανασίου και Θέμη Παπαβραμίδη. Ένα τραγούδι ήταν σε στίχους του Πάνου Παπακώστα ο οποίος αρχικά ήταν ο ηχολήπτης μας και έπειτα μέλος της μπάντας.

Το εξώφυλλο του δίσκου byDKDesign

 

Και τελικά τι έγινε και δεν προχωρήσατε σαν συγκρότημα;

Δεν υπήρξε κάποιος ιδιαίτερος λόγος, απλά όλα κάποια στιγμή κάνουν τον κύκλο τους.

Υπήρχαν δυσκολίες;

Ναι, δυσκολίες στον συγχρονισμό κυρίως. Ήμασταν 8 άτομα και ήταν δύσκολο να συναντιόμαστε και να κάνουμε πρόβες όλοι μαζί. Συνήθως συναντιόμασταν μόνο όταν κλείναμε live για πρόβα ή έπρεπε να γράψουμε.

Αυτό επηρέασε πιστεύεις και την επίδοσή σας σαν μπάντα; Δηλαδή, πέρασαν διάσημοι τραγουδιστές και σαν άκουσαν, κυκλοφορήσατε ένα δίσκο. Πιστεύεις ότι αν ήσασταν πιο πειθαρχημένοι θα είχατε καλύτερα αποτελέσματα;

Το αποτέλεσμα στο live ήταν αρκετά καλό.. Είχαμε το δικό μας ρεπερτόριο. Είχαμε τα δικά μας τραγούδια και τραγούδια άλλων. Ήταν αρκετά αξιοπρεπές παρά τις λίγες πρόβες. Όχι δεν το πιστεύω ότι μας επηρέασε αυτό.

Η μπάντα σιγά-σιγά διαλύθηκε και επειδή ο καθένας μας χάραζε την δική του πορεία στην ζωή. Άλλος τελείωνε τις σπουδές του και γύριζε στον τόπο καταγωγής του, άλλος έφευγε για μεγαλύτερη πόλη από τα Γιάννενα. Όλοι μας όμως είχαμε ακόμα το δημιουργικό κομμάτι μέσα μας και έχουμε κρατήσει πολύ όμορφες αναμνήσεις από αυτή την εμπειρία μας.

Πότε ανεβαίνεις και εσύ στην συμπρωτεύουσα;

Ήταν το 2011… Α, ήμουν αρκετά ονειροπόλος και έπλαθα διάφορες ιστορίες με το μυαλό μου. Πίστευα ότι η πόλη της Θεσσαλονίκης είχε κάτι το μυστηριακό. Θαύμαζα το Νίκο Παπάζογλου. Ένιωθα ότι με κάποιο μαγικό τρόπο όλοι οι τραγουδιστές που θαύμαζα, και ήταν από αυτή την πόλη, συνδέονταν μεταξύ τους. Έτσι το είχα πλάσει στο μυαλό μου. Σκεφτόμουν ότι θα γίνω κοινωνός της όλης ατμόσφαιρας και θα καταφέρω να τους μοιάσω. Εντάξει είμαι παιδί από μια πολύ μικρή επαρχιακή πόλη και η Θεσσαλονίκη φάνταζε στο μυαλό μου τεράστιο βήμα καριέρας.

Ξέρεις επειδή μεγάλωσα Αθήνα δεν έχω την ίδια αίσθηση για την Θεσσαλονίκη. Εμένα μου φαίνεται μικρή πόλη. Δείχνει όμως και μια αγνότητα η σκέψη αυτή που λείπει στις μέρες μας.

Είναι μια πανέμορφη πόλη με μεγάλη και ενεργή μουσική κοινότητα. Ο ρομαντισμός μου όμως, για το ότι είναι η πόλη που «γέννησε» καλλιτέχνες όπως ο Παπάζογλου, Μάλαμας, Τρύπες, κ.α. δεν μου επέτρεπε να συνταιριάξω στο μυαλό μου πως υπάρχει και η άλλη πλευρά, της μαζικής παραγωγής, του σκυλάδικου. Κακώς οφείλω να ομολογήσω εκ των υστέρων, αλλά έτσι το έβλεπα τότε. Την πέτυχα ακριβώς πάνω στην κρίση και βρισκόμουν σε μικρά μαγαζάκια καφετέριες με έντεχνη μουσική.

Με Γιώργο Φακαλή – φωτογραφία: Χριστίνα Φτεργιώτη

Ήταν ένα νέο ξεκίνημα, το οποίο με ωρίμασε και με προσγείωσε με κάποιο τρόπο. Εμβόλιμα έβαζα μέσα στο ρεπερτόριο και τα δικά μου τραγούδια, τα οποία απέκτησαν ένα δικό τους κοινό σιγά-σιγά.Όσο έβλεπα τον κόσμο να τα μαθαίνει, τόσο σκεφτόμουν ότι αυτά τα τραγούδια πρέπει να μπουν σε μια συλλογή.

Έπειτα ήρθε η συμμετοχή μου στο δίσκο του Γιώργου Παπαθανασίου ‘’Ανάμεσα στο φως και στη σκιά” όπου τραγούδησα 5 από τα 10 τραγούδια του δίσκου. Η παραγωγή ήταν του Πάνου Παπακώστα. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 2015. Συμμετείχαν και άλλοι καλλιτέχνες οι οποίοι τραγούδησαν τα υπόλοιπα κομμάτια.

Στιγμιότυπο από την ηχογράφηση στο Noizyland recordings, Ιωάννινα

 

Υπάρχει ένα καινούργιο τραγούδι σου στο ‘’YouTube’’ με τίτλο ‘’Γυρισμός’’ σε στίχους του Άρη Κεραμάρη και μουσική Γιώργου Παπαθανασίου. Είναι η αρχή για ένα ακόμη νέο δίσκο, προσωπικό πλέον;

Με τον Άρη δεν έχουμε γνωριστεί ουσιαστικά αλλά παρακολουθώ το έργο του από απόσταση. Θεωρώ πως έχει πολύ δυνατή πένα και είναι περισσότερο ποιητής παρά στιχουργός. Οι στίχοι του τραγουδιού είναι γεμάτοι εικόνες και συναισθήματα που με έκαναν να ταυτιστώ από την πρώτη κιόλας ανάγνωση. Βρεθήκαν με τον Γιώργο σε μια ωραία στιγμή κι ύστερα ο Γιώργος μου έκανε την τιμή να με επιλέξει να το τραγουδήσω. Έπειτα με τον Γιώργο μας συνδέουν μια μακρά φιλία και άρρηκτοι δημιουργικοί δεσμοί.

Τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Γιατί έπρεπε να γραφτεί εξ αποστάσεως. Η μουσική στα Ιωάννινα και η φωνή στην Αθήνα. Ήταν κοινή απόφαση να βγει αυτό το κομμάτι μόνο του, αν και έχω πολλά ανέκδοτα δικά μου κομμάτια. Δεν έχουμε σκεφτεί μέχρι στιγμής να τα κυκλοφορήσουμε δισκογραφικά.

Ωστόσο πέρα από το έντεχνο κομμάτι σε βρίσκουμε να συμμετέχεις και με ένα μουσικό σχήμα το οποίο παίζει λαϊκή μουσική των δεκαετιών ’60 και ’70. Φέτος το χειμώνα ήσασταν στη ταβέρνα ‘’Αμβρακικός’’ στη Νέα Φιλαδέλφεια…

Ναι, η λαϊκή μουσική λειτουργεί αρχέτυπα μέσα μου παρότι έχω ασχοληθεί κυρίως με το έντεχνο. Την αγαπώ παράλληλα και τη νιώθω εξίσου μέσα μου. Άλλωστε είναι δύο μουσικά ρεύματα αλληλένδετα με πολλά κοινά στοιχεία. Με τα παιδιά που παίζω τώρα, νιώθω μεγάλη ασφάλεια. Με βοηθούν πολύ να μελετήσω και μου δίνουν τα κατάλληλα ερεθίσματα. Ο Νίκος Κουρεμένος στο μπουζούκι και η Γιώτα Αναπλιώτου στη φωνή.

Θέλω να μιλήσουμε πάνω στο κομμάτι της στιχουργικής, επειδή γνωρίζω ότι και ο ίδιος είσαι δημιουργός. Πότε ξεκίνησες να γράφεις τα δικά σου κομμάτια;

Το να γράφεις στίχους και μουσική είναι μια δύσκολη και επίπονη διαδικασία. Δεν σου κάνει πάντα την χάρη. Υπάρχουν στιγμές που θες να πεις κάτι αλλά έχεις στερέψει από λόγια ή μελωδίες. Και πάνω που απογοητεύεσαι έρχεται η έμπνευση και σε γεμίζει με υλικό που δεν ήξερες πως υπάρχει κάπου μέσα σου. Επηρεάζεσαι, αντιγράφεις, δανείζεσαι, καινοτομείς και βγαίνει κάτι δικό σου στο τέλος, πολλές φορές καλύτερο από αυτό που ήθελες να πεις αρχικά. Σε οδηγεί το τραγούδι. Συνήθως γράφω στίχους και μουσική παράλληλα. Δεν μπορώ να τα διαχωρίσω. Είναι κομμάτια μιας συνολικής συμπαγούς εικόνας.

Μερικές φορές όμως έρχεται η έμπνευση και σου αλλάζει τελείως τον χάρτη. Το πρώτο μου τραγούδι ήταν ‘’Η βόλτα’’ το 2004. Ένα τραγούδι το οποίο είχε εντελώς άλλη μουσική από ό,τι σήμερα. Κάποια στιγμή μια νέα μελωδία μου χτύπησε την πόρτα και το τραγούδι πήρε εντελώς άλλη μορφή.

Φωτογραφία: Δημήτρης Κάτσενος

 

Αυτή η μελαγχολία των στίχων σου είναι ιδίωμα του χαρακτήρα σου ή είναι και μια εύπεπτη μανιέρα του συγκεκριμένου είδους μουσικής;

Είμαι αισιόδοξος άνθρωπος. Δεν αφήνω τις δυσκολίες να με καταβάλλουν. Μέσα μου νιώθω ότι υπάρχει ένα ‘’ανείπωτο κάτι’’, ένα φωτεινό μου κομμάτι το οποίο δεν έχω καταφέρει ακόμα να το βγάλω προς τα έξω. Θέλω να το κάνω και κάποτε θα γίνει.

Τα τραγούδια τα σκέφτομαι σαν παραμύθια και τα παραμύθια έχουν και μια σκοτεινιά μέσα τους… Άλλες φορές είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, σαν να καταγράφω προσωπικές σκέψεις, αυτό που όλοι μας κάνουμε μέσα στην μέρα και αυτό που μέχρι στιγμής έχω καταφέρει να εκφράσω όντως είναι μια μελαγχολία αλλά δεν γίνεται εσκεμμένα ή χειρότερα ως αντιγραφή ενός τρόπου στιχουργικής που έχει καθιερωθεί στο έντεχνο τραγούδι.

Κάποιο κομμάτι που έχεις ξεχωρίσει από εκείνα που έχεις γράψει;

‘’Της κοινωνίας ο τελευταίος ‘’ είναι ένα τραγούδι που αγαπώ ιδιαίτερα. Τουλάχιστον, μέχρι τώρα το κοινό που έχει ακούσει τα τραγούδια μου έχει διαφορετικές προτιμήσεις.

Από τι εμπνέεσαι για να γράψεις τους στίχους σου ;

Από το οτιδήποτε. Από ό,τι μου κινήσει το ενδιαφέρον και με ερεθίσει να γράψω γι’ αυτό. Είτε πρόκειται για δικό μου συναίσθημα ή σκέψη, είτε πρόκειται για κάποιο εξωτερικό γεγονός.

Πρόσφατα, έμαθα για την πτώση ενός γεφυριού στα Τζουμέρκα στην περιοχή της Πλάκας, ενός από τα ψηλότερα μονότοξα των Βαλκανίων. Αυτό το γεφύρι, τελικά, οι αρχές το άφησαν να καταρρεύσει, παρά τις προειδοποιήσεις των κατοίκων της περιοχής. Λυπήθηκα όταν το έμαθα. Έχω φίλους και αναμνήσεις από την περιοχή και με θλίβει να αφήνονται πράγματα να χάνονται, να γκρεμίζονται από ανθρώπινη αδιαφορία. Ήθελα κάτι να πω ως φόρο τιμής.

Έγραψα τότε το τραγούδι ‘’Το γεφύρι και το ποτάμι’. Χρησιμοποίησα τον ανθρωπομορφισμό, έδωσα ανθρώπινα συναισθήματα και χαρακτηριστικά στο γεφύρι που είναι μια ανθρώπινη κατασκευή και στο ποτάμι που είναι κάτι που δίνει η φύση και ήθελα να δώσω μέσα από τους στίχους μου την επιθυμία του γεφυριού να φύγει από αυτή την στατικότητα που του έχουν επιβάλει και να κυλήσει μέσα στο ποτάμι ικανοποιώντας την ανάγκη του να ταξιδέψει. Ίσως με αυτό τον τρόπο μετριάστηκε η οργή μέσα μου. Το γεφύρι «ήθελε» να φύγει από μόνο του. Αυτό είναι το τελευταίο τραγούδι μου για το οποίο νιώθω πως έχει λόγο ύπαρξης.

Φωτογραφία: Στέλλα Μεταξά

Ποια είναι τα επόμενα βήματα τα οποία σχεδιάζεις να κάνεις από εδώ και πέρα;

Προσπαθώ να μην κάνω μεγάλα όνειρα αλλά να πηγαίνω βήμα βήμα κάθε φορά. Κάποτε είχα όνειρο να παίξω σε μια μπάντα και το έκανα. Έπειτα είχα όνειρο να ακούσω ηχογραφημένη την φωνή μου και το κατάφερα και αυτό.

Αυτό που σκέφτομαι τώρα είναι αυτό το υλικό από τα τραγούδια που έχω γράψει ο ίδιος, να μπορούσαν να απελευθερωθούν σε μια συλλογή.

Γνωρίζω ότι είναι μια χρονοβόρα διαδικασία και ως άνθρωπος είμαι αρκετά τελειομανής, ξέρω ότι αυτό δεν θα υλοποιηθεί σύντομα. Δεν μ’ αρέσει η προχειρότητα.

Φωτογραφία: Χριστίνα Φτεργιώτη

Φοβάσαι ποτέ ότι ένα όνειρό σου μπορεί να καταντήσει εφιάλτης; Αν κατακτήσεις την επιτυχία να βρεθείς εγκλωβισμένος σε μια καθημερινότητα που δεν θα θες;

Το σκέφτομαι συνέχεια αλλά δεν γνωρίζω πώς θα αντιδράσω αν μου συμβεί ποτέ μια επιτυχία. Ένα τωρινός μου φόβος είναι να μην προλάβω να εκφράσω αυτά που θέλω και όχι τι θα συμβεί αν κάνω επιτυχία.

Προέρχεσαι από οικογένεια πολιτικοποιημένη, αυτό θα μπορούσε να σε οδηγήσει κάποτε και στην στιχουργία πολιτικών/κοινωνικών τραγουδιών;

Αισθάνομαι τεράστιο δέος για όλους εκείνους τους δημιουργούς που έγραψαν πριν από μένα πολιτικό ή κοινωνικό τραγούδι. Πιστεύω ότι δεν μπορώ τώρα κάτι τέτοιο. Θα ήθελα κάποια στιγμή να μπορώ. Να μπορώ να στηρίξω το κοινωνικό τραγούδι, να γράψω για τα κοινωνικά προβλήματα, να πω πράγματα. Πάλι θέλω να το κάνω όσο πιο τέλεια μπορώ γιατί σε αυτό το πεδίο η σύγκριση είναι αναπόφευκτη και δικαιολογημένα θα φέρει και σκληρότερη κριτική.

Νιώθω όμως ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να αφήσω το ερωτικό τραγούδι για να αφιερωθώ στο πολιτικό ή κοινωνικό τραγούδι μόνο.

Με λυπεί βαθιά που δεν βλέπω το πολιτικό/κοινωνικό τραγούδι να βρίσκεται, μέσα στις συνθήκες της οποίες ζούμε, σε μια άνθηση. Υπάρχουν ικανοί δημιουργοί για κάτι τέτοιο αλλά δεν φαίνεται να ασχολούνται σοβαρά με αυτό. Ίσως επειδή και ο κόσμος δεν θέλει να προβληματιστεί πολύ. Θέλει το εύκολο, θέλει να βγει, να φάει, να πιει και να γυρίσει σπίτι του δεν ζητά το παραπάνω.

Ένα σημείο των καιρών, είναι και ένα συνεχές αναμάσημα πραγμάτων που έγραψαν επιτυχία στο παρελθόν. Αναπαράγουμε το ίδιο και το ίδιο. Αυτό σημαίνει αναπαραγωγή του ίδιου και του ίδιου συναισθήματος. Η κατάσταση αυτή αν και δημιουργική παίρνει χώρο από νέους καλλιτέχνες, από καινούργια τραγούδια, από καινούργια συναισθήματα και σκέψεις.

Το τραγούδι προσφέρει μια δυναμική, δεν αλλάζει τον κόσμο και τις νοοτροπίες αλλά σε ξεσηκώνει και σου δίνει συμπυκνωμένα νοήματα σε 3-4 λεπτά. Αυτό δεν το προσφέρει καμία άλλη μορφή τέχνης σε τόσο λίγο χρόνο.

Κάτι για τους αναγνώστες της Κατιούσας ως κλείσιμο της συνέντευξης μας ;

Να κυνηγούν την δημιουργικότητά τους, σε όποια μορφή κι αν τους αντιπροσωπεύει και να ταυτίζονται με αυτή. Αν μπορούνε αυτή η έκφραση της δημιουργικότητάς τους να διαπνέει την κύρια εργασία τους από την οποία βιοπορίζονται, τότε η εργασία γίνεται ευλογία και σου δίνει περισσότερη δύναμη να παλέψεις για τις όποιες αντιξοότητες προκύπτουν σ’ αυτή τη σκληρά ανταγωνιστική κοινωνία που ζούμε.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: