Γερμανοί στις Διεθνείς Ταξιαρχίες του Ισπανικού Εμφυλίου – Από τα ναζιστικά μπουντρούμια στα πεδία των αντιφασιστικών μαχών
Κυρίως κομμουνιστές εργατικής καταγωγής οι περισσότεροι Γερμανοί που πολέμησαν στον Ισπανικό Εμφύλιο, πλήρωσαν δυσανάλογο φόρο αίματος για την πάλη τους κατά του φασισμού, που ήδη οι περισσότεροι είχαν νιώσει στο πετσί τους στην πατρίδα τους.
Οι διεθνείς ταξιαρχίες, δηλαδή τα στρατιωτικά σώματα δεκάδων χιλιάδων εθελοντών απ’όλο τον κόσμο που πολέμησαν στο πλευρό των Δημοκρατικών κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο, που ξεκινούσε σαν σήμερα το 1936, αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα παραδείγματα διεθνιστικής αλληλεγγύης στην ιστορία του κομμουνιστικού κι εργατικού κινήματος. Ανάμεσα στους εθελοντές υπήρχαν και Γερμανοί αντιφασίστες, η παρουσία των οποίων αποκτά ιδιαίτερη σημασία δεδομένου ότι στη χώρα του επικρατούσε ήδη ο ναζισμός από το 1933, ο οποίος σε κρίσιμες στιγμές βοήθησε και τους εθνικιστές του Φράνκο. Για πολλούς από εκείνους, η άφιξη στην Ισπανία ήταν η πρώτη σημαντική νίκη μετά το 1933. Ένιωθαν ότι πλέον η ζωή τους αποκτούσε νέο νόημα, μέσω της πάλης κατά του εχθρού που ήδη είχε απλώσει τα δίχτυα του στην πατρίδα τους και απειλούσε να πνίξει ολόκληρη την Ευρώπη.
Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο ακριβής αριθμός των Γερμανών εθελοντών, καθώς όπως είναι λογικό πολλοί αγωνίστηκαν με ψευδώνυμα, ενώ οι συνθήκες του πολέμου καθιστούσαν απαγορευτική τη σχολαστική τήρηση αρχειακού υλικού.
Ο αριθμός των 5000 μαχητών είναι μάλλον υπερβολικός και οφείλεται στο γεγονός πως Αυστριακοί, Γερμανοί, Ελβετοί, Ολλανδοί, Δανοί και Νορβηγοί εθελοντές βρίσκονταν από ένα σημείο και μετά υπό κοινή διοίκηση. Η νεότερη έρευνα κατατείνει στο συμπέρασμα ότι γύρω στις 3000 γερμανόφωνοι (Αυστριακοί και Γερμανοί) πολεμούσαν στις Διεθνείς Ταξιαρχίες, ενώ 1000 ακόμα πολέμησαν στον ισπανικό στρατό, σε μη κομμουνιστικές μονάδες ή εκτελούσαν μη στρατιωτικά καθήκοντα.
Φαίνεται πως η μεγάλη πλειοψηφία, που για ορισμένες περιοχές προέλευσης εθελοντών όπως το Ζάαρ άγγιζε το 100% προέρχονταν από την εργατική τάξη. Εξαίρεση αποτελούσε η πλειονότητα των Εβραιογερμανών, που ανέρχονταν περίπου στους 500 εθελοντές και είχαν κυρίως μεσοαστικό υπόβαθρο.
Σε ό,τι αφορά την πολιτική ιδεολογία των εθελοντών, η μεγάλη πλειονότητα ήταν κομμουνιστές, ενώ ιδιαίτερα μικρό ήταν το ποσοστό συμμετοχής των σοσιαλδημοκρατών, που ανέρχονταν μόλις σε 100 άτομα. Αξιοσημείωτη ήταν η παρουσία Γερμανών αναρχικών, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς τον πολιτικά περιθωριακό τους ρόλο στη Γερμανία. Τουλάχιστον 200 Γερμανοί αναρχικοί πολέμησαν σε αναρχικές πολιτοφυλακές, κυρίως τη Φάλαγγα Ντουρούτι. Ορισμένοι συγγραφείς βέβαια έχουν υποστηρίξει ότι στην πραγματικότητα κάπου τέσσερις στους δέκα αναρχικούς ήταν στην πραγματικότητα μέλη του ΚΚΓ που δρούσαν με στόχο την παρακολούθηση των άσπονδων συμμάχων τους. Σε ό,τι αφορά την παρουσία γυναικών, περιοριζόταν σε καθήκοντα νοσοκόμας, γιατρού, δημοσιογράφου ή σε κομματικές δραστηριότητες, καθώς η παρουσία ενόπλων γυναικών στις Διεθνείς Ταξιαρχίες δεν επιτρεπόταν. Υπολογίζεται πως μεταξύ 120 και 140 Γερμανίδες τάχθηκαν ενεργά στο πλευρό των δημοκρατικών στη διάρκεια του εμφυλίου.
Το βασικό κίνητρο για την άφιξη των εθελοντών στην Ισπανία ήταν φυσικά ο αντιφασιστικός αγώνας. Όπως ανέφερε ο βετεράνος Ρόμαν Ρουμπινστάιν σε μεταγενέστερη συνέντευξή του “Πρέπει να πω πως υπήρχε απίστευτος ενθουσιασμός για την Ισπανία. Οι περισσότεροι πολιτικοί εξόριστοι ήδη είχαν εκτίσει ποινές στη Γερμανία. Είχαν φυλακιστεί και δαρθεί. Ήταν μια ευκαιρία να αντιμετωπίσεις τους ναζί με το όπλο στο χέρι. Αυτό έπαιξε τεράστιο ρόλο”. Πολλοί έρχονταν από τη Μόσχα, την Πράγα, το Παρίσι και άλλες πόλεις από όλο τον κόσμο όπου συγκεντρώνονταν Γερμανοί πολιτικοί εξόριστοι. Ορισμένοι από αυτούς έβρισκαν μέσω της προσφοράς στο μέτωπο τη δυνατότητα να ξεφύγουν από τη συχνά καταθλιπτική πραγματικότητα της εξορίας, το αίσθημα αποκοπής από οικογένεια και φίλους και την αίσθηση αδυναμίας και ματαιότητας ενώπιον της φασιστικής επέλασης. Ορισμένοι Γερμανοί, κυρίως αναρχοσυνδικαλιστές, βρίσκονταν ήδη με διάφορες αφορμές στην Ισπανία όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Κάποιοι είχαν ταξιδέψει στη χώρα ενόψει της Εργατικής Ολυμπιάδας, αντίπραξη στην Ολυμπιάδα του Βερολίνου, που επρόκειτο να διεξαχθεί από τις 19 ως τις 26 Ιούλη 1936 αλλά ματαιώθηκε από τον εμφύλιο.
Mετά την άφιξή τους στην Ισπανία, οι εθελοντές λάμβαναν μια υποτυπώδη εκπαίδευση και γίνονταν μέλη μιας ταξιαρχίας, κυρίως της Ενδέκατης, στα τάγματα Έντγκαρ Αντρέ, Χανς Μπάιμπλερ και Έρνστ Ταίλμαν, αρκετοί όμως υπήρχαν και στην δέκατη τρίτη. Συμμετείχαν σε όλες τις σημαντικές μάχες του πολέμου, μάλιστα το τάγμα Ταίλμαν σχεδον αποδεκατίστηκε στη διάρκεια της υπεράσπισης της Μαδρίτης. Τα θύματα ανήλθαν το λιγότερο σε 1000 πολεμιστές, ενώ σύμφωνα με άλλους υπολογισμούς ξεπέρασαν τους μισούς εθελοντές, κάτι που ανεβάζει το μέσο όρο των απωλειών σε σχέση με άλλες εθνικές ομάδες των Ταξιαρχιών. Παρά τις βαριές απώλειες όμως, όσοι διεθνείς παρατηρητές συνάντησαν Γερμανούς εθελοντές ήταν εντυπωσιασμένοι από την αποφασιστικότητα και την αντοχή του. ο Τζον Κόρνφορντ σημείωνε: “Κατά μία έννοια έχουν χάσει τα πάντε, έχουν περάσει τόσα που θα έσπαγαν τους περισσότερους άλλους ανθρώπους, μα παραμένουν δυνατοί, χαρούμενοι και γεμάτοι χιούμορ. Αν κάτι είναι επαναστατικό, είναι αυτοί οι σύντροφοι. ” . Ο Έρνεστ Χέμινγουει τους έβλεπε ως “πραγματικούς, άξιους Γερμανούς” σε αντίθεση με τους ναζί στη Λεγεών Κόνδωρα που πολεμούσε στο πλευρό των Φρανκιστών. Για τους εθελοντές αυτή η αναγνώριση ήταν πολύτιμη, βοηθώντας τους να χτίσουν μια αντιφασιστική, θετικά φορτισμένη γερμανική ταυτότητα. Το ναζιστικό στίγμα έκανε πολλούς κατά την άφιξή τους στην Ισπανία να μη θέλουν να δηλώσουν την εθνικότητά τους, παρά μόνο την τοπική τους καταγωγή: Βαυαροί. Σάξονες, Ρηνανοί κλπ.
Η συλλογική δουλειά του πολέμου ήταν μια πολύτιμη εναλλαγή από την απομόνωση και τον διαρκή φόβο της παράνομης δουλειάς στη Γερμανία ή σε χώρες που η Γκεστάπο είχε εκτεταμένο δίκτυο. Η συμμετοχή στις διεθνείς ταξιαρχίες ήταν επίσης μια ευκαιρία νέας επίδειξης αφοσίωσης στην κομμουνιστική υπόθεση, καθώς τα όρια μεταξύ προσωπικής, κομματικής και πολιτικής ζωής εν γένει είχαν γίνει απολύτως διαπερατά. Συγκινούνταν πολύ από τη ζεστή ανταπόκριση του ισπανικού λαού, την οποία αντιπαρέθεταν σε εκείνη του γερμανικού λαού, που είχε αφεθεί έρμαιο της ναζιστικής πολιτικής. Μετά την ήττα των Δημοκρατικών, περίπου το ένα τρίτο των εθελοντών βρέθηκε σε φυλακή των ναζί στη Γερμανία, ενώ άλλο ένα τρίτο μοιράστηκε μεταξύ Γαλλικών προσφυγικών στρατοπέδων, περνώντας αργότερα στην αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών της χώρας και πολιτικής εξορίας στην ΕΣΣΔ. Λίγοι κατέφυγαν σε άλλες χώρες, όπως η Ελβετία, η Σουηδία, το Μεξικό, ακόμα και η Ελλάδα. Ένα μικρό ποσοστό περί το 3% παρέμεινε αιχμάλωτο των φρανκιστών. Ορισμένοι μάλιστα απελευθερώθηκαν μόλις το 1946.
Μετά τον πόλεμο, παρά την απογοήτευσή τους από τη στάση των συμπατριωτών τους, ρίχτηκαν με ενθουσιασμό στην προσπάθεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη σοβιετική ζώνη της χώρας, που μετεξελίχθηκε το 1949 στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Όπως προκύπτει από ερωτηματολόγιο των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, 95% εξ αυτών ήταν μέλη του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος εκ των οποίων η πλειονότητα είχαν υψηλόβαθμα αξιώματα. Αρκετοί ανέλαβαν διοικητικούς ρόλους, ενώ σημαντική ήταν η παρουσία τους στον πολιτιστικό τομέα, με συγγραφείς όπως ο Βίλι Μπρέντελ και ο Έριχ Βάινερτ, δημοσιογράφους όπως ο Μαξ Καχάν, ή ο επικεφαλής των κρατικών κινηματογραφικών στούντιο DEFA Βάλτερ Γιάνκα, που αργότερα διηύθυνε τον βασικό εκδοτικό οίκο της Χώρας “Aufbau”.Η στρατιωτική τους εμπειρία οδήγησε πολλούς εξ αυτών στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, τη Λαϊκή Αστυνομία (Volkspolizei) καθώς και τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας.
Η διαχείριση της μνήμης του ισπανικού εμφυλίου και της γερμανικής συμμετοχής σε αυτόν στη ΓΛΔ είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Ως επίσημα αντιφασιστικό κράτος, η ΓΛΔ έκανε πολλά για να προβάλει το έργο και την παρακαταθήκη των αγωνιστών των Διεθνών Ταξιαρχιών. Όπως είναι αναμενόμενο, πολιτικές προτεραιότητες ανάλογα με τη συγκυρία, ο βαθμός κομματικής νομιμοφροσύνης του ενός ή άλλου βετεράνου, αλλά και η ανάγκη προβολής μιας συνεκτικής αφήγησης για την περίοδο, με στόχο να προβληθεί η ίδρυση της ΓΛΔ ως επιστέγασμα των αγώνων των Γερμανών κομμουνιστών εντός κι εκτός χώρας διαμόρφωναν το περιεχόμενο των βιβλίων, των τελετών, των δημόσιων ομιλιών και των μνημείων για το ζήτημα. Η εικόνα πάντως μιας μονομερούς επιβολής συγκεκριμένες ιστορικής αντίληψης “από τα πάνω” δεν φωτίζει επαρκώς την πραγματικότητα, καθώς το ανατολικογερμανικό κράτος, σπλάχνο από τα σπλάχνα του οποίου ήταν όπως είδαμε και η πλειονότητα των πολεμιστών, βρισκόταν σε έναν όχι πάντα απρόσκοπτο, αλλά πάντοτε ανοιχτό διάλογο με τις προσωπικές μνήμες, ενστάσεις ή και επιδιώξεις των εμπλεκομένων, δημιουργώντας τελικά άφθονες πηγές που επέτρεψαν την αναζωογόννηση του ερευνητικού ενδιαφέροντος ακόμα και μετά τη διάλυση της ΓΛΔ, αν και συνήθως από αστική σκοπιά, όπως θα περίμενε κανείς.
Με στοιχεία από Josie McLellan, Antifascism and memory in East Germany. Remembering the International Brigades 1945-1989, Oxford University Press 2004