Φλερτάροντας με το Έρεβος – Η βίαιη μεγαλοφυΐα του Καραβάτζιο
Θεωρείται ο κατεξοχήν καλλιτέχνης του ιταλικού μπαρόκ, καθώς οι δραματικές του φωτοσκιάσεις και οι έντονες εκφράσεις των μορφών του επηρέασαν ολόκληρες γενιές ομοτέχνων του, ενώ ακόμα και σήμερα ανήκει στους δημοφιλέστερους Ιταλούς ζωγράφους όλων των εποχών.
Φως και σκιά δεν ήταν μόνο συστατικά της τέχνης του Μικελάντζελο Μερίζι, γνωστότερου ως Καραβάτζιο, αλλά και το βασικό δίπολο στο οποίο κινήθηκε η ζωή του, μεταξύ λαμπρών αριστοκρατικών αιθουσών και βίας των σκοτεινών καταγωγίων που τόσο αγάπησε. Θεωρείται ο κατεξοχήν καλλιτέχνης του ιταλικού μπαρόκ, καθώς οι δραματικές του φωτοσκιάσεις και οι έντονες εκφράσεις των μορφών του επηρέασαν ολόκληρες γενιές ομοτέχνων του, ενώ ακόμα και σήμερα ανήκει στους δημοφιλέστερους Ιταλούς ζωγράφους όλων των εποχών.
Γεννήθηκε στο Μιλάνο το 1571, αλλά τόπος καταγωγής των γονιών του ήταν το χωριό Καραβάτζιο, απ’ όπου πήρε και το ψευδώνυμό του. Σε μικρή ηλικία έχασε πολλούς συγγενείς, ανάμεσά τους και τον πατέρα του από πανώλη. Ξεκίνησε την πορεία του στη ζωγραφική ως μαθητευόμενος του μανιεριστή ζωγράφου Σιμόνε Πετερτσάνο. Είναι εντελώς άγνωστη η ζωή του ως το 1594, όταν και μετακόμισε στη Ρώμη, σύμφωνα με ορισμένους για να γλιτώσει την καταδίκη του για φόνο.
Τα καπηλειά της “Αιώνιας Πόλης” έγιναν σημείο αναφοράς του ζωγράφου, γι’ αυτό χρησιμεύουν συχνά ως φόντο στους πίνακές του, ακόμα και σε θρησκευτικά θέματα, απεικονίζοντας τον κόσμο του περιθωρίου χωρίς φτιασίδια. Σύντομα κέντρισε την προσοχή του καρδιναλίου του Μόντε, που αποφάσισε να γίνει πάτρωνάς του, αναθέτοντάς του σημαντικά θρησκευτικά έργα. Η επιτυχία που άρχισε γρήγορα να γνωρίζει σε καλλιτεχνικό επίπεδο ο Καραβάτζιο, δε στάθηκε αφορμή ν’ αλλάξει ζωή, αφού φυσικός του χώρος ήταν οι ταβέρνες, με τις πόρνες, αρσενικές και θηλυκές, τους τζογαδόρους, τους ζητιάνους και το φτηνό κρασί. Χαρακτηριστική ήταν η εμφάνισή του, με ρούχα μεγαλόπρεπα κάποτε, αλλά κακοπαθημένα και βρώμικα. Ο ίδιος είχε πάντα μαζί του ένα σπαθί κατάλληλο για μονομαχίες παρά την απαγόρευση οπλοφορίας.
Δεν ήταν λίγοι όσοι θεωρούσαν βλάσφημο τον τρόπο απεικόνισης των θρησκευτικών θεμάτων. Λέγεται πως στο έργο του “Ο Θάνατος της Παρθένου” (1605-1606) χρησιμοποίησε το πτώμα μιας πόρνης που πνίγηκε στον Τίβερη ως πρότυπα της Παναγίας, προκαλώντας σκάνδαλο μεταξύ των πιστών.
Το σήμα κατατεθέν των έργων του, πέρα από τη χρήση μορφών του υποκόσμου, που τόσο καλά γνώριζε, για την απεικόνιση ιερών προσώπων, ήταν η τελειοποίηση της τεχνικής της φωτοσκίασης (chiaroscuro) την οποία επιτύγχανε με την προσεκτική χρήση φαναριών και κεριών με τρόπο που θα ζήλευε κάθε επιδέξιος φωτογράφος σήμερα. Η ταραγμένη του ζωή πήρε δραματική τροπή όταν το 1606 σκότωσε πάνω σε καβγά σ’ ένα παιχνίδι πρόδρομο του σύγχρονου τέννις τον νεαρό Ρινούτσιο Τομασόνι, με κίνητρα αδιευκρίνιστα, οικονομικά, πολιτικά ή ερωτικά σύμφωνα με κάποιες εκδοχές. Στο παπικό κράτος η ποινή για φόνο ήταν ο αποκεφαλισμός κι έτσι ο ίδιος κατέφυγε στο βασίλειο της Νάπολης και στη συνέχεια στη Μάλτα, όπου μάλιστα κατάφερε να εισέλθει στους Κόλπους των Ιωαννιτών ιπποτών. Ο φόβος του αποκεφαλισμού αντανακλάται και στα έργα του εκείνης της περιόδου, όπως τον “Αποκεφαλισμό του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή”. Εκεί “κατάφερε” και πάλι να εμπλακεί σε βίαιη αντιπαράθεση με ένα άλλο μέλος του τάγματος και αφού τον τραυμάτισε φυλακίστηκε.
Απέδρασε από το νησί αλλά οι άνθρωποι του τραυματισμένου ιππότη τον έψαχναν για να τον εκδικηθούν και τελικά τον εντόπισαν στη Σικελία, όπου τον τραυμάτισαν βαριά. Εκείνη την περίοδο ζωγραφίζει το Δαβίδ με το κεφάλι του Γολιάθ, όπου και οι δυο μορφές φέρουν πρόσωπα-πορτραίτα του ίδιου του καλλιτέχνη, ένα σε νεανική κι άλλο σε πιο ώριμη ηλικία. Εξασθενημένος λόγω των τραυμάτων του ταξιδεύει στη Ρώμη για να ζητήσει χάρη από τον πάπα. Στη διάρκεια του ταξιδιού ωστόσο η υγεία του επιδεινώνεται κι άλλο και κατά μία εκδοχή προσβάλλεται από ελονοσία. Ο Καραβάτζιο δεν έφτασε ποτέ στη Ρώμη, αλλά πέθανε στο Πόρτο Έρκολε στις 28 Σεπτέμβρη 1610, χωρίς να μάθει ποτέ ότι ο πάπας πράγματι του είχε απονείμει χάρη λίγες βδομάδες νωρίτερα.