Ο τελευταίος διάλογος – μια παρακαταθήκη
Αυτές τις εικόνες τις έβλεπε, τις ζούσε. Στον τελευταίο μας διάλογο. Το πρόσωπο του σφιγμένο. Το καταπονημένο από την αρρώστια σώμα του να τρέμει. Τον ίδιο να κοιτάει τα χέρια του με αγωνία. Δεν τον υπάκουγαν πια. Ήταν και αυτά πλέον παράλυτα.
«Νυχτώνει, πρέπει να φύγουμε.»
«Γιατί; Σπίτι μας είμαστε.»
«Όχι, κινδυνεύουμε! Φοβάμαι. Έχω φόβο, πρέπει να φύγουμε.»
«Δεν κινδυνεύεις από τίποτα, εδώ είμαι.»
«Εσύ; Μόνος σου θα τους σταματήσεις;»
«Δεν κινδυνεύεις, δεν φοβάμαι κανέναν.»
«Δεν τους ξέρεις, τους ξέρεις; Μήπως είναι ένας έξω που λέγεται Α….δης;»
«Μα… αυτό είναι …»
«Το όνομα του αδελφού της μάνας μου.»
«Όχι. Και ακόμη και αν είναι, ησύχασε. Θα μου κλάσει….»
«Δεν τον ξέρεις, δεν ξέρεις τι είναι ικανός να κάνει. ‘’ Σκατοκομμουνίστρια θα σε κάψω, εσένα και τα παιδιά σου. Τον άντρα σου τον πετάμε για τροφή στα σκυλιά… θα σε κάψω!’’»
Προφανώς ζούσε πάλι μια στιγμή από τα παιδικά του χρόνια. Με τον πατέρα του κατάδικο «εις θάνατον» με το «στίγμα» του κομμουνιστή. Στην φυλακή θεμελίωσε την φήμη αφού φρόντιζε να ταΐζει έναν φυλακισμένο που τον είχαν πετάξει με χέρια κομμένα στο κελί. Ταΐζει άλλον κατάδικο; Μοιράζεται μαζί του και το λειψό ψωμί; Ε, μόνο κομμουνιστής μπορεί να είναι. Αυτή ήταν η σκέψη των δεσμοφυλάκων, των δεξιών – των άριστων όπως μας λέει σήμερα κάποιος Άδωνις.
Αυτές τις εικόνες τις έβλεπε, τις ζούσε. Στον τελευταίο μας διάλογο. Το πρόσωπο του σφιγμένο. Το καταπονημένο από την αρρώστια σώμα του να τρέμει. Τον ίδιο να κοιτάει τα χέρια του με αγωνία. Δεν τον υπάκουγαν πια. Ήταν και αυτά πλέον παράλυτα.
«Άχρηστα χέρια! Δεν με βοηθάνε!» Τα χτυπούσε, το ένα πάνω στο άλλο με μανία. Ταξίδεψε πάλι στο παρελθόν.
Τον θείο του έξω από το σπίτι με μια ορδή τραμπούκων να θέλουν να κάψουν το σπίτι με την μάνα, τις αδελφές, τον μικρό αδελφό και τον ίδιο μέσα. Ο ίδιος με μισό αριστερό πόδι – «δώρο» των Γερμανών κατακτητών που προτίμησαν να αφήσουν ένα παιδί να σαπίζει ζωντανό παρά να επιτρέψουν στο νοσοκομείο την ιατρική περίθαλψη.
Δάκρυα! Ένα ουρλιαχτό.
«Μπορώ να τα ξεχάσω αυτά; Μπορεί άνθρωπος να τα ξεχάσει αυτά;»
«Μην τους φοβάσαι! Εδώ είμαι…»
«Ένας είσαι! Αυτοί είναι πολλοί και ξετρυπώνουν πάλι… από παντού!»
«Δεν θα νικήσουν!.. Δοκίμασε λίγο κρέμα σοκολάτας»
Η κρέμα έκανε το θαύμα της. Ηρέμησε.
«Τι ωραία κρέμα…»
Την μοιράστηκε με την γυναίκα του που πιστά ήταν μαζί του για πάνω από εξήντα έτη. Το τελευταίο τους κοινό γεύμα.
Η κουβέντα γύρισε στα οικογενειακά του σήμερα. Στα εγγόνια, στην επιθυμία για δισέγγονα.
Λίγο αργότερα τον πήρε ο ύπνος. «Έφυγε» πάλι και τρεις μέρες αργότερα σταμάτησε η καρδιά.
Όχι, ούτε εγώ δεν μπορώ να το ξεχάσω αυτό.