Χέρμπερτ Μαρκούζε – Ο “γκουρού” της Νέας Αριστεράς

Το κράμα κριτικής στο καπιταλιστικό εποικοδόμημα, η καχυποψία απέναντι στο παραδοσιακό επαναστατικό υποκείμενο, η έμφασή του στη σημασία της σεξουαλικής απελευθέρωσης και ο έντονος αντισοβιετισμός του τον έκαναν ίνδαλμα του φοιτητικού κινήματος της δεκαετίας του ’60, με τον απόηχο της επιρροής του να φτάνει μετασχηματισμένος ως τις μέρες μας.

Ο δημοφιλέστερος ίσως εκπρόσωπος της Σχολής της Φρανκφούρτης, ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, εξακολουθεί να ασκεί σημαντική γοητεία σε ένα μεγάλο μέρος της μη κομμουνιστικής αριστεράς. Το κράμα κριτικής στο καπιταλιστικό εποικοδόμημα, η καχυποψία απέναντι στο παραδοσιακό επαναστατικό υποκείμενο, η έμφασή του στη σημασία της σεξουαλικής απελευθέρωσης και ο έντονος αντισοβιετισμός του τον έκαναν ίνδαλμα του φοιτητικού κινήματος της δεκαετίας του ’60, με τον απόηχο της επιρροής του να φτάνει μετασχηματισμένος ως τις μέρες μας.

Γεννήθηκε σε οικογένεια Γερμανοεβραίου Βιομηχάνου Υφαντουργίας στην Πομερανία σαν σήμερα το 1898. Το 1916, αμέσως μετά την αποφοίτησή του από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση κλήθηκε να υπηρετήσει στο γερμανικό στρατό, ενώ ένα χρόνο αργότερα έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Το 1918 έγινε μέλος ενός συμβουλίου Στρατιωτών στο Ραϊνίκεντορφ, απ’όπου κατά δήλωσή του αποχώρησε όταν άρχισαν αν εκλέγονται σε αυτό πρώην αξιωματικοί του αυτοκρατορικού στρατού.

Την ίδια χρονιά ξεκινά σπουδές Λογοτεχνίας, Φιλοσοφίας και Οικονομίας στο Βερολίνο κι έπειτα στο Φράιμπουργκ. Στις αρχές του 1919, μετά τη δολοφονία των Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ εγκατέλειψε το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, εξηγώντας σε συνομιλία του με το Γιούργκεν Χάμπερμας πολλές δεκαετίες αργότερα πως έκτοτε θεωρούσε την ασυμβίβαστη αντίθεση με τη σοσιαλδημοκρατία ως απαραίτητο στοιχείο της πολιτικής του στράτευσης, η οποία κατ’ αυτή την έννοια ερμηνευόταν από τον ίδιο ως επαναστατική.  Το 1928 συνέχισε τις σπουδές φιλοσοφίας κοντά στους Έντμουντ Χούσερλ και Μάρτιν Χάιντεγκερ. Ο Μαρκούζε θαύμαζε ιδιαίτερα το Χάιντεγκερ, αν και επέκρινε τον ατομισμό και τον “μη ιστορικό” τρόπο προσέγγισής του. To “Eίναι και χρόνος” εξάλλου ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που ο Μαρκούζε αποφάσισε να εμβαθύνει στη φιλοσοφία. Είναι ασαφές αν υπήρχαν πολιτικά κίνητρα πίσω από το γεγονός πως ο Μαρκούζε δεν έκανε τη διατριβή του κοντά στο Χάιντεγκερ, ή έστω αν ο τελευταίος την είχε διαβάσει, καθώς τα σχετικά στοιχεία και οι μαρτυρίες είναι αντιφατικές. Ο ίδιος ο Μαρκούζε ανέφερε ως το 1933 δεν είχε αντιληφθεί το ναζισμό του καθηγητή του, μολονότι εκ των υστέρων μπορούσε κανείς να διακρίνει ροπή στον αυταρχισμό ήδη στο “Είναι και χρόνος”. Περίφημες έμειναν οι τρεις επιστολές που αντάλλαξαν το διάστημα 1947- 48 οι δυο άντρες, όταν παλιός μαθητής κάλεσε το δάσκαλό του να προχωρήσει σε δημόσια αποκήρυξη του ναζισμού έστω εκ των υστέρων, προτροπή στην οποία ο ίδιος απάντησε μεταξύ άλλων με εξίσωση του ολοκαυτώματος με τις διώξεις Γερμανών από την Αν. Ευρώπη μετά το τέλος του πολέμου, εξίσωση την οποία απέκρουσε αποφασιστικά ο Μαρκούζε στην δεύτερη επιστολή του. Παρά την απογοήτευσή του, φαίνεται πως ο ίδιος ήταν διατεθειμένους να αντιμετωπίσει πάντως με κάποια σχετική επιείκεια τις επιλογές του δασκάλου του ή τουλάχιστον αρνήθηκε να τις αποδεχτεί στην ολότητά τους γι’αυτό που ήταν.

Λίγο πριν εγκαταλείψει τη Γερμανία λόγω ναζιστικής ανόδου ο Μαρκούζε ασχολήθηκε με τα τότε πρωτοδημοσιευμένα Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα του νεαρού Μαρξ, όπου ο καπιταλισμός αντιμετωπίζεται ως υπέρτατη κρίση της ανθρώπινης ύπαρξης, καθώς η ουσία και ύπαρξη διαχωρίζονται κι ο άνθρωπος αποξενώνεται, μην μπορώντας να πραγματοποιήσει όσα δυνάμει θα μπορούσε.

Στη Γενεύη όπου κατέφυγε αρχικά ξεκίνησε η συνεργασία του με το Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας, που είχε κι αυτό για πολιτικούς λόγους μεταφέρει την έδρα του από τη Φρανκφούρτη. Για λίγο εργάστηκε για λογαριασμό του Ινστιτούτου στο Παρίσι, μέχρι που μετανάστευσε το 1934 οριστικά στις ΗΠΑ, όπου μεταφέρθηκε και το Ινστιτούτο. Το 1942 αναλαμβάνει θέση για λογαριασμό της OSS (Office of Strategic Services) πρόδρομης υπηρεσίας της CIA. Καρπός της συνεργασίας του με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και το Ρωσικό Ινστιτούτο στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια ήταν το βιβλίο του “Σοβιετικός Μαρξισμός. Μια κριτική ανάλυση”, που κυκλοφόρησε το 1948. Σε αυτό επικρίνει  τη σοβιετική γραφειοκρατία και την υποταγή του ατόμου στη μηχανή, όπως γίνεται και στις καπιταλιστικές κοινωνίες, ενώ στηλιτεύει τη διάκριση ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού στο σοβιετικό μαρξισμό, επειδή κατά τη γνώμη του υποβαθμίζει την ιστορική φύση της σκέψης του Μαρξ. H περιγραφή της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας ως καταπιεστικής, εκμεταλλευτικής και απάνθρωπης τόσο στον καπιταλισμό όσο και στον υπαρκτό σοσιαλισμό θα αποτελέσει ένα από τα βασικά μοτίβα της σκέψης του και τις επόμενες δεκαετίες.

Τα έργα που εδραίωσαν τη φήμη του ήταν ωστόσο τα “Έρως και πολιτισμός” (1955) και “Ο μονοδιάστατος άνθρωπος” . Στο πρώτο έργο, το οποίο είναι αξιοσημείωτο μεταξύ άλλων για την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στο Μαρξ, εκφράζει τη θέση πως οι επιθυμίες που εκφράζονται από τα ένστικτα όπως τα διατύπωσε ο Φρόιντ δεν μπορούν να ικανοποιηθούν λόγω των ψυχολογικών περιορισμών που επιβάλλει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Η θέση αυτή τον διαφοροποιεί από τον ίδιο τον Αυστριακό ψυχαναλυτή, που θεωρούσε πως η τιθάσευση των ενστίκτων  μέσω κοινωνικά “ωφέλιμων”  διαύλων ήταν ευκταία και απαραίτητη. Η σύνδεση σεξουαλικής και πολιτικής απελευθέρωσης θα γίνει βασικό πρόταγμα των φοιτητικών κινημάτων στα τέλη της επόμενης δεκαετίας, αλλά εκ των πραγμάτων, μέσω του υπερτονισμού του πρώτου σκέλους της, κι ένας εύκολος τρόπος παράκαμψης “βαριδίων”, όπως η αναγκαιότητα της ταξικής πάλης, η εργατική πρωτοπορία και γενικότερα η αντιμετώπισης της υλικής βάσης της καταπίεσης που ασκεί ο καπιταλισμός σε όλα τα επίπεδα.

Στο “Μονοδιάστατο άνθρωπο” ο Μαρκούζε υποστηρίζει πως η σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία λειτουργεί καταπιεστικά ακόμα και για όσους θεωρούνται “επιτυχημένοι” στους κόλπους της, καταπραΰνοντας τις αντιδράσεις μέσω της υπερπροσφοράς προϊόντων και υπηρεσιών. Η καλλιέργεια τέτοιων επιδερμικών μορφών εμπειρίας που συσκοτίζει την κριτική δυνατότητα αντίληψης του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα καταδικάζει τα μέλη της κοινωνίας σε μια “μονοδιάστατη” ύπαρξη πνευματικής ένδειας.

Ο “Μονοδιάστατος άνθρωπος” έγινε κάτι σαν Ευαγγέλιο της λεγόμενης “Νέας Αριστεράς”, καθιστώντας τον Μαρκούζε, από σχετικά άσημο εκτός ακαδημαϊκών κύκλων καθηγητή σε κατεξοχήν διανοούμενο των αντιπολεμικών φοιτητικών διαδηλώσεων σε όλο τον κόσμο, ρόλο που ο ίδιος ανέλαβε με χαρά ταξιδεύοντας σε πανεπιστήμια του Δυτικού Βερολίνου, του Παρισιού, του Λονδίνου, της Ρώμης και φυσικά των ΗΠΑ. Ο ίδιος προειδοποιούσε τους φοιτητές να μη θεωρήσουν εαυτούς υποκατάστατα του ήδη παρωχημένου για εκείνον προλεταριάτου.

Έφυγε από τη ζωή στις 29 Ιούλη 1979 στη διάρκεια επίσκεψής του στη Γερμανία από εγκεφαλικό επεισόδιο. Το 2003, οι στάχτες του τάφηκαν στο κοιμητήριο Δωροθέας στο Βερολίνο.

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: