Πάντσο Βίγια – Ο “Ρόμπιν Χουντ” της Μεξικανικής Επανάστασης
” Η τραγωδία της ζωής μου άρχισε τη μέρα που γεννήθηκα, μέσα στη φτώχεια που είχα από την κούνια μου”.
Για τους εχθρούς του αδίστακτος ληστής, βιαστής και φονιάς, για το μεξικανικό λαό ο Φρανσίσκο “Πάντσο” Βίγια ήταν ένας από τους μεγαλύτερους μύθους στην ιστορία της χώρας, κι αυτό πριν ακόμα δολοφονηθεί. Ο “Ρόμπιν Χουντ” του Μεξικού γεννήθηκε στις 5 Ιούνη 1878 στο Σαν Χουάν ντελ Ρίο. Την εποχή εκείνη η χώρα βρίσκεται υπό την αυταρχική διακυβέρνηση του Πορφίριο Ντίας. ” Η τραγωδία της ζωής μου άρχισε τη μέρα που γεννήθηκα, μέσα στη φτώχεια που είχα από την κούνια μου”, έγραφε αργότερα ο Βίγια στα απομνημονεύματά του. Η ένδεια δεν του επέτρεψε να αποκτήσει μόρφωση πέραν της ανάγνωσης και της γραφής. Η οικογένεια του εργαζόταν για λογαριασμό ενός μεγαλογαιοκτήμονα της περιοχής, ο οποίος επιβουλευόταν την τιμή της αδερφής του Βίγια, οδηγώντας τον τελευταίο να τον πυροβολήσει στο πόδι το 1894, κάτι που τον έκανε να δραπετεύσει το 1894 και να καταφύγει ως παράνομας στα βουνά της Σιέρα Μάντρε.
Αυτό τον βοήθησε πολύ για την μετέπειτα επαναστατική του δράση, καθώς γνώρισε τη γεωμορφολογία της περιοχής και ανέπτυξε επαφές που θα του φαινόταν χρήσιμες αργότερα. Κατά τα έτη 1900-1909 ο ίδιος και οι άνδρες του έγιναν ίνδαλμα των φτωχών χωρικών . Ως επικεφαλής της “Μεραρχίας του Βορρά” έδωσε μερικές από τις καθοριστικότερες μάχες της Μεξικανικής Επανάστασης του 1910 κατά του Ντίας και μαζί με τους Εμιλιάνο Ζαπάτα και Πασκουάλ Ορόσκο θεωρείται από τις πιο ηγετικές φυσιογνωμίες αυτού του αγώνα. Όταν ο νέος πρόεδρος Μαδέρο, στο πλευρό του οποίου είχε ταχτεί και ο Βίγια, αρνήθηκε να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις που είχε εξαγγείλει, ο ίδιος στράφηκε εναντίον του και φυλακίστηκε σε ισόβια λόγω ανυπακοής το 1912. Κατόρθωσε να διαφύγει στις ΗΠΑ και για να μην εντοπιστεί διακινούσε την αλληλογραφία του με ταχυδρομικά περιστέρια. Μετά την επιστροφή του τάχθηκε στο πλευρό της επανάστασης του Βενουστιάνο Καράντσα και κυριάρχησε με το ιππικό του στο κρατίδιο του Τσιάουαουα, όπου απαλλοτρίωσε ιδιοκτησίες μεγαλογαιοκτημόνων, και εφοδίασε τα στρεύματά του επιτιθέμενος σε αμαξοστοιχίες με πολεμικό υλικό.
Η εσπευσμένη αναγνώριση της νέας κυβέρνησης του Καράντσα από τις ΗΠΑ το 1815 προκαλεί την καχυποψία του Βίγια, ο οποίος επισείει τη μήνι των αμερικανικών αρχών όταν μαζί με το Ζαπάτα στις 9 Μάρτη 1916 περνούν τα σύνορα κι επιτιτίθενται στην πόλη Κολούμπους του Νέου Μεξικού. Η εκστρατεία αντεκδίκησης που εξαπέλυσαν οι ΗΠΑ υπό τον στρατηγό Τζον Πέρσινγκ, που καταδίωκε για μήνες το Ζαπάτα, έπεσε τελικά στο κενό.
Το 1920, μετά τη δολοφονία του βασικού του αντιπάλου Καράντσα ο Βίγια ζήτησε και πέτυχε αμνηστία από τη νέα κυβέρνηση, που του παραχώρησε επίσης σύνταξη και μια χασιέντα 25.000 εκταρίων, όπου μεταφέρθηκε μαζί με 200 πιστούς ακολούθους του που επίσης αμνηστεύτηκαν. Η πρόθεση του Βίγια να πολιτευτεί ωστόσο θορύβησε πολύ τον πρόεδρο του Μεξικού Άλβαρο Ομπρεγκόν, κάτι που καθιστά πιθανότερο σενάριο της δολοφονίας του, που έγινε σαν σήμερα το 1923 να επρόκειτο για συνωμοσία της μεξικανικής κυβέρνησης. Οι εκτελεστές, όλοι γνωστοί οπαδοί του Ομπρεγκόν, γάζωσαν με 47 σφαίρες το σώμα του Βίγια, καθώς εκείνος οδηγούσε το όχημά του.
Τάφηκε την επομένη της δολοφονίας στο Παράλ, κι όχι στην πρωτεύουσα του κρατιδίου Τσιουάουα, όπου είχε φτιάξει το μαυσωλείο του, υπό το φόβο των λαϊκών αντιδράσεων. Το κρανίο του κλάπηκε από τον τάφο το 1926, σύμφωνα με το θρύλο από κυνηγό θησαυρών που το πούλησε σε εκκεντρικό εκατομμυριούχο συλλέκτη. Το 1976 τα οστά του μεταφέρθηκαν στο “Μνημείο της Επανάστασης” στην Πόλη του Μεξικού. Στο σημείο της δολοφονίας του βρίσκεται το Μουσείο Φραντσίσκο Βίγια στο Παράλ, σε γενικές γραμμές όμως η μνήμη του δεν τιμάται τόσο στη χώρα του όσο θα άξιζε στην προσφορά του. Στην πρωτεύουσα, μόνο ένας σταθμός του μετρό φέρει το όνομα “Μεραρχία του Βορρά” σε ανάμνηση της στρατιάς του Βίγια.