"Ήταν ένα μικρό καράβι" ή περιμένοντας τους βαρβάρους: κριτικές σκέψεις για το βιβλίο του Γιώργου Μαργαρίτη
Παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του ιστορικού Γιώργου Μαργαρίτη, “Ήταν ένα μικρό καράβι…”
Εκδοθέν στην Αθήνα το 2016 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ το βιβλίο του ιστορικού, καθηγητή Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργου Μαργαρίτη, υπό τον τίτλο Ήταν ένα μικρό καράβι… | Ιστορικά και πολιτικά σημειώματα στον καιρό της κρίσης. Στο παρόν σύντομο, αλλά κατά το δυνατόν κατατοπιστικό ή έστω συστατικό, κείμενο θα επιχειρηθεί να σκιαγραφηθούν τα πεδία ενδιαφέροντος των σημειωμάτων από τα οποία απαρτίζεται αυτή η έκδοση. Σημειώματα που, όπως αναφέρει το «Αντί εισαγωγής» κείμενο του συγγραφέα έχουν δημοσιευτεί στον τύπο τα περισσότερα –λίγα κάνουν την παρθενική τους εμφάνιση στο Καράβι– με σημαντική τη σημασιοδότηση της συγκυρίας τους: η αιχμή της κρίσης που βιώνουμε (2013–2016).
Τα κείμενα έχουν χαρακτήρα ευρέως πολιτικό με την ιστορία να υπεισέρχεται είτε ως φίλτρο είτε ως αρωγός και λίγο πολύ σχολιάζουν, με τον ιδιαίτερο τρόπο του γράφοντα, το σχήμα που διαμόρφωσε τους ταξικούς και κοινωνικούς όρους με τους οποίους ανήλθε στην εξουσία η παρούσα κυβέρνηση, τα όσα προηγήθηκαν, την εισαγωγή, δηλαδή, της χώρας στη μνημονιακή πραγματικότητα, τις φάσεις αυτής, τις αντιδράσεις της κοινωνίας (ο αποσπασματικός χαρακτήρας των οποίων «σφράγισε» την πορεία που διανύει η χώρα) και την εναπόθεση των ελπίδων της στον πολιτικό χώρο του ΣΥΡΙΖΑ που καθορίζει την παρούσα, δεύτερη φάση της (τέταρτης!) μνημονιακής περιόδου.
Ο τίτλος του βιβλίου, η επωδός από το γνωστό παιδικό τραγουδάκι, δεν παραλείπεται να επεξηγηθεί στις πρώτες σελίδες του, στο κεφάλαιο «Οι ναυαγοί της Μέδουσας», και η ιστορία που βρίσκεται πίσω του αφήνεται να εννοηθεί ότι παρουσιάζει πολλές, μακάβριες αναλογίες με την πολιτική κατάσταση που βιώνουμε.
Η Μέδουσα ήταν μια γαλλική φρεγάτα που ναυάγησε τον Ιούλιο του 1816 στις ακτές της Μαυριτανίας μεταφέροντας Γάλλους έποικους προς τη Σενεγάλη, αποικία που μόλις είχε επιστραφεί από τους Βρεατανούς στους Γάλλους μετά τους ναπολεόντειους πολέμους. Ο αριστοκράτης, πλην άπειρος και αλλαζόνας, κυβερνήτης της φρεγάτας κατάφερε να αποκόψει το πλοίο από το στόλο και, αφού το «καραβοτσάκισε», μερικά από τα μέλη του (147) επιβιβάστηκαν σε μια αυτοσχέδιο σχεδία, προκειμένου να σωθούν. Το μικρό καράβι… Η σχεδία βρέθηκε 15 μέρες αργότερα από ένα πολεμικό πλοίο με 17 ζωντανούς επιβαίνοντες σε κατάσταση παραληρήματος. Πριν πεθάνουν οι περισσότεροι από αυτούς από την αφυδάτωση και την ηλίαση μίλησαν για τα φρικτά πράγματα που έλαβαν χώρα στη σχεδία τις μέρες που περιπλανιόταν στη θάλασσα: «…και τότε ρίξανε τον κλήρο, να δούνε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί…».
Παρόλο που το απολυταρχικό καθεστώς της Γαλλίας έκανε τα πάντα για να ξεχαστεί αυτή η βάρβαρη υπόθεση, εν τούτοις καταγράφηκε στη λαϊκή συνείδηση, σε καλλιτεχνικά έργα (η Σχεδία της Μέδουσας του Ζερικό εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, ένα έργο διαστάσεων 7 επί 5), έγινε η πιο διάσημη ναυτική τραγωδία στα παγκόσμια χρονικά και, κατά παράδοξο τρόπο, παιδικό τραγουδάκι που από τα γαλλικά έχει περάσει σε πολλές γλώσσες, με άγνωστη στις περισσότερες την προέλευση του περιεχομένου του.
Ο Γιώργος Μαργαρίτης κάνει, λοιπόν, μια ευρηματική αναλογία στον τίτλο του βιβλίου του με το δικό μας «καράβι» και τους κυβερνήτες που το τσάκισαν, για να μη διαρρηχθεί η παρουσία της εγχώριας άρχουσας τάξης στα σαλόνια του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Ωστόσο, τον κλήρο, «να δούμε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί» είναι άγνωστο με τί κριτήρια (ή μήπως με «πολιτισμένα» μόρια;) θα τον ρίξουμε, όταν έρθει εκείνη η αποφράδα ώρα να πέσει ο κλήρος που θα σηματοδοτήσει το δίλημμα «ο θάνατός σου, η ζωή μου». Εκτός, βέβαια, αν αποφασίσουμε ότι δε μας αξίζει η τύχη των ναυαγών της Μέδουσας.
Τα ζητήματα που αναλύει με παρεμβατική διάθεση το βιβλίο (δεδομένης και της ενεργής στην κοινωνία πολιτικής παρουσίας του Γιώργου Μαργαρίτη) είναι πολλά και δεν αρκεί ένα σημείωμα αυτής της τάξης για να τα περιγράψει πλήρως. Η διαφορά του τρόπου με τον οποίο μιλά γι’ αυτά ο συγγραφέας έγκειται στο ότι αντί να μεταφυσικοποιεί, συσκοτίζει, γενικεύει και εξισώνει, συγκεκριμενοποιεί χρησιμοποιώντας επιστημονικά, θεωρητικά εργαλεία και παρουσιάζοντας ιστορικά στοιχεία. Η πρώτη πρακτική εφαρμόζεται κατά κόρον στο πλαίσιο του μεταμοντέρνου αγνωστικισμού –όπως τον αποκαλεί– ο οποίος πιο πολύ από ποτέ είναι της μόδας εν μέσω οικονομικής κρίσης που, προκειμένου να αποφορτίσει από τα βάρος των πεπραχθέντων τους διάφορα «γρανάζια» του μηχανισμού της, αναθεωρεί και κατατάσσει ακόμα και το ναζισμό στο φάσμα των (απλών) «απόψεων» που είναι όλες δεκτές και ίσες ως προς το βάρος τους. Ο Γιώργος Μαργαρίτης συνθέτει πλούσιους συλλογισμούς με στιβαρά τεκμήρια, αποκαθιστά ή καταδεικνύει ιδέες που έχουν πολιτογραφηθεί, όχι τυχαία, ως «σωστές» και «δημοκρατικές» και εξετάζει εκ τους σύνεγγυς, σωστές για ποιον, από ποιον και σε ποια δημοκρατία.
Είναι πραγματική αυτή η δημοκρατία ή μήπως συνίσταται στην προσαρμογή σε κελεύσματα διεθνών οργανισμών (βλ. Ευρωπαϊκή Ένωση, ΝΑΤΟ κ.ά.) που χωρίζουν τον κόσμο σε ζώνες εμβέλειας και επιρροής και, όπου η δεύτερη δεν εφαρμόζεται όπως θα ήθελαν, ξαφνικά προκύπτει «έλλειψη δημοκρατίας» (δημοκρατικής συμμόρφωσης ή υποταγής) και συνακόλουθα ανάγκη παρέμβασης για την αποκατάστασή της; Τη μετατροπή, δηλαδή, χωρών μη δυτικής (ακόμα) εμβέλειας και, συνήθως πλούσιες σε ενεργειακές και πλουτοπαραγωγικές πηγές (οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικές χώρες και καταστάσεις, όπως η Συρία, δεν είναι συμπτωματική) σε πεδία που «χρήζουν σωτηρίας». Αφού καταστρέψουν ολοσχερώς την κρατική τους υπόσταση και τη δυνατότητα ανασυγκρότησής της (στόχοι των βομβών οι κοινωνικές δομές αυτών των κρατών: σχολεία, νοσοκομεία κ.λπ.), μέσα από τις «ανθρωπιστικές» αυτή τη φορά κινήσεις τους (π.χ. ΜΚΟ) είτε τις τρυγάνε κανονικά είτε τις τρυγάνε προστατεύοντάς τες παράλληλα από τους «κακούς δικτάτορες» (που οι ίδιοι εξόπλισαν, για να έχουν το πρόσχημα της σωτήριας επέμβασης) οι δημοκρατικοί δυτικοί.
Σ’ αυτή τη δυτικού, καπιταλιστικού τύπου «δημοκρατία» θα έπρεπε μάλλον να κάνει εντύπωση, λέει ο Γιώργος Μαργαρίτης, που συμμετέχει και η Ελλάδα, καθώς είναι από τις πρώτες χώρες που δέχεται τις επιπτώσεις της «ειρήνης» που εξασφαλίζει το ΝΑΤΟ: ένα προσφυγικό, δηλαδή, που βουλιάζει εισερχόμενους και υποδοχείς στη δυστοκία και ορισμένους από αυτούς σε εθνικιστικές με φασιστικά χαρακτηριστικά φαντασιώσεις, που καλύπτουν το πολιτικό κενό σε ένα κράτος παραπαίον το οποίο προγονοπλήττεται ή δημιουργεί στον διαφορετικό Άλλο βολικούς και μισητούς εχθρούς.
Πέρα από αυτά τα ζητήματα, της εντός ή εκτός εισαγωγικών δυτικής δημοκρατίας, ο λόγος του Γιώργου Μαργαρίτη, διδακτικός με την καλή έννοια, χιουμοριστικός, ειρωνικός ή και δηκτικός όπου κρίνει ότι χρειάζεται, προσανατολίζει επί αρκετών ζητημάτων σύγχρονων με ρίζες, όμως, στο παρελθόν τα περισσότερα, είτε υπό μορφή συμφωνιών, συμπράξεων και ενώσεων (sic) που καθορίζουν και σήμερα τη ζωή μας είτε πολιτικών καταστάσεων που «σφράγισαν» γεγονότα όπως η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η δικτατορία, η μεταπολίτευση κ.λπ., η γνώση των σύνθετων χαρακτηριστικών των οποίων «ξεκλειδώνει» πολλές από τις «δημιουργικές» ασάφειες ή παρανοήσεις που επικρατούν στον πολιτικό λόγο από τη μεριά των «αριστερών» και δεξιών εκπροσώπων της καθεστηκυίας τάξης, της αστικής, δηλαδή.
Παρατίθεται η «άλλη πλευρά» σε σχέση με τη μεγάλη πλειοψηφία του δημόσιου λόγου και τη θέση της σε ζητήματα, όπως η Αραβική Άνοιξη και οι «πορτοκαλί επαναστάσεις», το δημοψήφισμα του 2015, η «πρώτη (και η δεύτερη) φορά Αριστερά» στην Ελλάδα, τα στρώματα που την ανέδειξαν και τα χαρακτηριστικά τους (κυρίως οι αντιφάσεις των μεγαλεπήβολων επιθυμιών τους σε σχέση με την επισφάλεια της διαπλοκής με την οποία συνήθως τις πραγματοποιούν), η Ευρωπαϊκή Ένωση των ίσων εταίρων, η λιτότητα, η ακροδεξιά και ο νεοναζισμός, θέματα ιστορίας και αναθεώρησής της…
Η πλευρά αυτή ερμηνεύει τα προλεχθέντα με την ταξική, διαλεκτική προσέγγιση της ιστορίας, αξιοποιώντας τη γνώση με την επιστημονική ακρίβεια του Γιώργου Μαργαρίτη, στην προκειμένη κυρίως της πολιτικής θεωρίας και της ιστορίας. Τα κείμενα του ανθολογίου συστήνουν μία συγκεκριμένη, επεξηγηματική αντιπρόταση απέναντι στην πρόταση που συγκροτούν οι θιασώτες του αστικού πολιτικού συστήματος και η εκφορά της από το Γιώργο Μαργαρίτη δύσκολα θα άφηνε κάποιον πνευματικά και πολιτικά ασυγκίνητο, ανεξαρτήτως συμφωνίας ή μη με τις μαρξιστικές κατά κύριο λόγο θέσεις του.