Άνθρωποι του κλαριού (διήγημα του Γ. Κοτζιούλα)

Γραμμένο στη διάρκεια του αντάρτικου, και με υπέρτιτλο «Τύποι του στρατού μας», το κείμενο μάλλον προοριζόταν για δημοσίευση σε αντιστασιακό έντυπο της Κατοχής είτε και δημοσιεύτηκε αλλά το αγνοούμε.

Άνθρωποι του κλαριού (διήγημα του Γ. Κοτζιούλα)

Ο καινούργιος μας στρατός έχει καθαρά λαϊκή τη σύνθεσή του. Έτσι βλέπεις μέσα σ’ αυτόν φάτσες λογής λογής, ανθρώπους παρδαλούς, κάθε καρυδιάς καρύδι. Όσο κι αν γίνεται προσπάθεια να πάρουν κάποια ομοιομορφία κάτου απ’ το χακί και την κατάργηση των διακρίσεων, ο καθένας βρίσκει τρόπο να διατηρήσει την ξέχωρη μορφή. Ακόμα κι απ’ το πρόσωπο μπορεί να μαντέψει κανείς την προέλευση των ανταρτών, πολύ περσότερο απ’ το ντύσιμό τους.

Μπρος στα γραφεία της μεραρχίας, σε κάποιο χωριό του Ραντοβιζιού, φυλάει σκοπός ένας φουστανελάς. Δεν είναι μεταξωτή σαν κάτι άλλων, από αλεξίπτωτο, μπασταρδεμένη φουστανέλα, παρά χιονάτη, από χασέ, του παλιού καιρού, με διακόσιες δυο δραγκούλες. Αλλά του αξίζει κιόλας εκεινού που τη φορά. Λεβέντικο παράστημα, μουστάκι αντρικό, κινήσεις ανθρώπου συνηθισμένου να περπατεί στα βουνά. Φοράει ακόμα τσαρούχια, κάλτσες άσπρες, γελέκο και στο κεφάλι του σκούφια. Οι αρμάθες, περασμένες πίσω μπρος, ένα μαχαίρι κρεμασμένο απ’ τη ζώση κι ένα μικρό σακούλι κεντηστό για να φυλάει τα χρειαζούμενά του, να η συμπλήρωση του παρουσιαστικού του. Θα ’ναι ως σαράντα χρονώ.

Μπορούσε να ’ναι κι απ’ την Ήπειρο, μα ετούτος κατάγεται απ’ τα βουνά της Θεσσαλίας, απ’ τα Χάσια. Οξιά το λεν το βουνό όπου ξεκαλοκαίριαζε τα πρόβατά του. Το χειμώνα κατέβαινε στης Ελασσόνας τον κάμπο. Κι είχε καμιά τρακοσαριά, μοναχογιός. Αλλ’ απάνω σε μια ανάποδη ώρα του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και ξέκαμε έναν ανάποδο άνθρωπο. Αφορμή στάθηκε μια γκούρα, όπου δεν άφηνε εκείνος ο άλλος να πιει νερό το κοπάδι, επειδή, λέει, θα ’τρωγαν το χορτάρι του μοναστηριού. Το λοιπόν ο δικός μας πήρε συντροφιά του ένα τσοπανόπουλο και ξεμπέρδεψαν τον πλεονέχτη. Το δικαστήριο τους τιμώρησε με θάνατο, αλλά την τρίτη φορά η ποινή τους κατέβηκε σε ισόβια δεσμά. Τότε τους έριξαν στις φυλακές του Εφταπύργιου, στο φοβερό Γεντί Κουλέ.

Ο κατάδικός μας πέρασε κει δεκατρία χρόνια σωστά. Μπήκε εικοσπέντε χρονώ και βγήκε σαράντα, μόνο που δεν έβγαλε άσπρες τρίχες. Λίγοι απ’ όσους καταντάν εκεί, βγαίνουν από μέσα ζωντανοί. Πεντακόσοι ήταν όλοι όλοι οι φυλακισμένοι, όλοι από δέκα χρόνια κι απάνω. Πενήντα πρώτα πρώτοι ήταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο, οι «θανατοφόροι», που τους σκότωναν με τη ρέγουλα, από δυο και τρεις κάθε φορά. Ήταν σαν τα κριάρια που τα ’χουν κλεισμένα σε μαντρί και σφάζουν όσα θέλουν, έτσι τους φαντάζεται ο Γιώργης. Αυτός ήταν στους ισοβίτες, άλλοι εκατό. Μα κι αυτούς σιγά σιγά τους έτρωε η μούχλα, το κλείσιμο στα βάθη του κάστρου.

Άνθρωποι του κλαριού (διήγημα του Γ. Κοτζιούλα)

“Ο πρωτοκαπετάνιος με τον επιτελάρχη του” – Φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα από το λεύκωμα “Το αντάρτικο στην Ήπειρο”

Στην αρχή ο Γιώργης δούλευε με χάντρες. Έφκιανε καπνοσακούλες, παντόφλες, φίδια με το στόμα ανοιχτό, αγίους, ντύματα για παγούρια και μπουκάλες, ό,τι φανταστείς. Μια φορά έβγαλε πέρα με τα ίδια υλικά κι ένα χάρτη. Ήταν η πατρίδα μας με όλες τις θάλασσες και τα νησιά της. Ο χαντρένιος αυτός χάρτης (που τις οίδε ποιος εύπορος ζηλωτής της λαϊκής τέχνης τον κατέχει!) χρειάστηκε ένα μήνα για να τελειώσει και πληρώθηκε δυο χιλιάδες δραχμές. Άλλοι μες στις φυλακές έκαναν κονίσματα, έπιπλα, βουρδούλια. Μονάχα οι μάγκηδες, οι νταήδες, οι μαχαιροβγάλτες κάθονταν στην άκρη τους κι έκαναν γούστο με τους υπόμονους αυτούς που παιδεύονταν απ’ το πρωί ως το βράδυ. Αυτοί τα βρίσκαν έτοιμα, παίζοντας χαρτιά ή φορολογώντας τους άλλους με την απειλή της μαχαίρας των. Αλλά στο τέλος κακό ξεμπέρδεμα είχανε κι αυτοί, μαχαιρώνονταν απάνω στους τσακωμούς των ο ένας με τον άλλον.

Όταν όμως έσφιξε αργότερα η πείνα κι οι φυλακισμένοι παίρναν από τριάντα δράμια ψωμί, άρχισαν να πεθαίνουν πολλοί. Τότε ήταν που έβαλαν το Γιώργη να παραχώνει τους πεθαμένους. Έθαψε με τα χέρια του τρακόσιους. Μια μέρα πέταξαν εφτά μαζί στον ίδιο λάκκο, τόσο πολλοί πεθαίναν. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ο ένας απ’ τους δυο φίλους που είχε πιάσει μες στη φυλακή, απ’ όλο το τσούρμο. Ήταν μαύρες μέρες εκείνες, τις θυμάται και γίνεται η καρδιά του κομμάτια. Ποιος ξέρει τι θ’ απογίνονταν κι αυτός αν δεν έβρισκε την ευκαιρία να το σκάσει!

Η μοναδική ελπίδα των καταδίκων είναι η αναμπουμπούλα. Είχαν την απαντοχή τους πρώτα στην καθεστωτική μεταβολή, στον ερχομό του βασιλιά. Μα ο βασιλιάς δεν ήταν η σπλαχνική θεότητα που πίστευαν. Χαρίστηκαν μονάχα οι μικρές ποινές. Έπειτα, με χρόνια, όταν άκουσαν τις αποθήκες με το μπαρούτι να τινάζονται απ’ τους Εγγλέζους κι ο ουρανός της Σαλονίκης γιόμισε καπνούς και σείστηκαν τα θέμελα της φυλακής, – ε τώρα σώθηκαν τα βάσανά μας, είπαν οι φυλακισμένοι, θα μας βγάλουν κι εμάς· πρωτύτερα είχαν απολύσει αρκετούς. Αλλά όσοι μείναν θεωρούνταν απ’ το κράτος εγκληματίες και δεν έπρεπε ν’ απολυθούν ούτε τώρα. Ανάμεσα στους δέκα ισοβίτες που είχαν απομείνει, βρίσκονταν κι ο Γιώργης.

— Αποφασίσαμαν τότε να κάμουμε γιουρούσι. Χιμήξαμαν όλοι με τα ξύλα, βγάλαμαν με τα χέρια μας σίδερα, σπάσαμαν πόρτες, φτάσαμαν ως την αυλή. Μια πόρτα μάς έμενε ακόμα να τη σπάσουμε. Τότε όμως οι φύλακοι πήραν διαταγή και ρίξαν απάνω μας, στο ψαχνό. Πέντε έμειναν στον τόπο, τους φάγαν τα σκυλιά!

Οι υπόλοιποι γύρισαν πίσω, υποταγμένοι. Αλλά το όνειρο της φυγής δεν τους άφηνε ήσυχους. Αχ, να μπορούσαν ν’ ανοίξουν λαγούμια, σαν εκείνους τους κομμουνιστές που τους είχαν πρώτα εδώ κι ύστερα τους πήγαν στην Αίγινα. Μα εκείνοι δεν προδίνονταν, είχαν ομόνοια, ούτε άφηναν κανέναν να τους πειράξει. Και τις απεργίες που έκαναν, τις στάσεις, δεν τις έκαναν για τον εαυτό τους, μα για να καλυτερέψει το συσσίτιο, η θέση των αλλουνών. Ήταν σπουδαίοι άνθρωποι αυτοί. Κι άμα τρύπησαν τη φυλακή και βγήκαν έξω, με αρχηγό τον Κλειδωνάρη, τους περίμενε καΐκι, όλα τα ’χάνε κανονισμένα. Κι έτσι ξαναβρήκαν την ελευθερία τους.

Μα οι άνθρωποι του Γεντί Κουλέ δεν είχαν τέτοια ελπίδα. Κάποτε που προσπάθησαν το ίδιο, τους έπιασαν με προδοσιά, πριν βγουν απ’ το λαγούμι. Δεν άφηναν οι προδότες, οι ρουφιάνοι που τα ’χαν καλά με το προσωπικό για να τρώνε καλύτερα.

Σαν είδε κι απόειδε ο Γιώργης (ο σύντροφός του είχε αποφυλακιστεί στο μεταξύ), αποφάσισε να τους ξεγελάσει. Απόχτησε την εμπιστοσύνη τους σιγά σιγά και του ’δωσαν το λεύτερο να βγαίνει με δουλειά ως έξω, πάντα μες στον περίβολο της φυλακής. Μια μέρα τον έστειλαν απ’ το θάλαμο να φέρει κάτι κουβέρτες. Ο Γιώργης είχε βάλει από μέρες τα σκέδια. Πέρασε τις πέντε πόρτες και δεν του έμενε παρά μια μόνο, η εξωτερική. Εκεί καθόταν ένας φύλακας μονάχα, διάβαζε εκείνη τη στιγμή φημερίδα.

Ο κατάδικος, δίχως να χασομερήσει, παίρνοντας την απόφασή του στη στιγμή, τον τύλιξε με μια κουβέρτα και τον πέταξε πέρα απ’ την καρέκλα. Ο φύλακας γκρεμοτσακίστηκε στις σκάλες, ποιος ξέρει αν έζησε ύστερα. Στο μεταξύ ο δραπέτης το ’βάλε στα πόδια. Σ απόσταση πενήντα μέτρων άφησε να πέσουν από πάνω του τα ρούχα της φυλακής τα ριγωτά, που ίσα ίσια με μια κόπτσα κρατιόνταν, κι έμεινε με τ’ άλλα, τα πολιτικά που είχε προμηθευτεί.

Όταν έμαθαν μέσα, ήταν αργά. Ρίχναν από πίσω του, μα πού να τον κολλήσουν οι σφαίρες! Έτρεχε ο Γιώργης, όλο έτρεχε. Πέρασε το κάστρο και βγήκε έξω στην πόλη, στο Βαρδάρι σταμάτησε. Μονάχα τότε, όταν βρέθηκε στον κόσμο τον πολύ, σιγουρεύτηκε. Πάει, είχε γλυτώσει.

Μα δεν έκατσε κει, δεν τον χώραγε ο τόπος. Άμα νύχτωσε, κίνησε να φύγει. Που θα τραβούσε; Όπου τον έβγαζε ο δρόμος. Περπάτησε όλη νύχτα και τα χαράματα είχε φτάσει στο Πλατύ. Τις εικοστέσσερες ώρες τις έκαμε δώδεκα αυτός. Προχωρούσε έτσι, προπάντων νύχτα, έχοντας το νου του να μην πέσει απάνω σε τίποτε φυλάκια ή απ’ τους σταυρωτήδες.

— Εκεί που ήταν να περάσω τον Αλιάκμονα, τα χρειάστηκα. Απ’ τη μια μέρια φύλαγε σκοπός Γερμανός κι απ’ την άλλη χωροφύλακας δικός μας. Αν τους φαινόταν ύποπτος, αν του ζητούσαν ταυτότητα… Μα πέρασε άκρη άκρη δίχως να τον σταματήσουν.

—Κι αν σε σταμάταγαν;

— Ρωτάς! Θα τους έδινα μια αμπωχτιά και θα ’πεφταν μες στο ποτάμι. Εγώ, έτσι κι αλλιώς, χαμένος ήμουν.

Από κει τράβηξε στα μέρη της Αικατερίνης. Εκεί παραέξω δίψασε, είχε ώρες να πιει νερό. Βλέπει κάπου φώτα, προχωρεί. Πέφτει απάνω στους Γερμανούς, στα επάκτια πυροβολεία. Δεν τους κατάλαβε απ’ την αρχή, φόραγαν πολιτικά. Και τους ζήτησε ο αθώος νερό. Ο πρώτος δεν του απάντησε καθόλου. Ένας άλλος παραπέρα πρόφερε μόνο, νίχτι, νίχτι!

Τότε ήρθε ο Γιώργης στα συγκαλά του. Αν ήταν δικοί μας, είπε με το νου του, θα του ’λεγαν νύχτα (πραγματικά ήθελε τρεις ώρες ακόμα να ξημερώσει), νύχτα λοιπόν κι όχι νίχτι. Τι να κάμει τότε, βγαίνει με προφύλαξη και κλωθογυρνώντας μες στα οχυρώματα κατόρθωσε να ξεγλιστρήσει.

Άμα ξημέρωσε, βρήκε έναν χωριάτη που πήγαινε με το κάρο του μες στην Αικατερίνη.

— Βγήκες ζωντανός από εκεί μέσα; Ξεφώνισε ο χωριάτης ακούγοντας το πάθημά του. Ε, τρανόν άγιο θα ’χεις που σε φυλάει. Εκεί μέσα ούτε πουλί πετούμενο δε μπορεί να περάσει και γλύτωσες εσύ, νύχτα κιόλας. Μεγάλο τυχερό έχεις, μη λες τίποτα, πατριώτη.

— Εγώ έρχομαι από την Καβάλα, του είπε ο Γιώργης, αποκαλύπτοντας όσα τον σύφερναν απ’ την περιπέτειά του, και δεν έχω χαρτιά. Μήπως ζητάν αυτού μέσα που θα πάμε;

— Ζητάν λέει! αποκρίθηκε ο χωριάτης. Μα έννοια σου, έχω κι εγώ φορτωμένο εδώ στάρι που πρέπει να το περάσω κρυφά. Θα πάμε απ’ άλλον δρόμο, παράμερο.

Έστριψαν λοιπόν αριστερά απ’ την πόλη χωρίς να τους τύχει κανένα εμπόδιο.

— Παραδώθε απ’ την Κατερίνη έκαμα λημέρι σε μια ρεματιά. Κοιτάω εκεί παρακάτω, βλέπω έναν χωροφύλακα που ψάρευε με το καλάμι. Το ντουφέκι του το είχε αφημένο στην άκρη. Πήγα κοντά του με τρόπο. «Τι κάνεις αυτού, ψαρεύεις;» τον ρωτάω. «Ναι, απαντά, ποιος είσαι εσύ;». «Τσοπάνος, του λέω, έχω τα πρόβατα δω παραπάνω». «Καλά» είπε κι έσκυψε πάλι στο νερό. Να του δώσω μια να πάει μέσα; Να του αρπάξω το ντουφέκι; Μα ήταν κι άλλοι παραπάνω, θα φώναζε. Τον άφησα κι έφυγα. Δεν είχα απάνω μου, γλέπεις, ούτε μαχαίρι.

Ο Γιώργης είχε διαλέξει από τώρα το νέο τρόπο ζωής του, γι’ αυτό του χρειάζονταν τ’ όπλο τόσο πολύ.

— Ύστερα από μέρες και νύχτες έφτασα σ’ ένα βουνό κοντά στην Κοζάνη, Μπούρνο το λεν. Ήταν Αύγουστος κι εγώ ήμουν ξενηστικωμένος από τόσον καιρό. Εκεί το ’πιασα για κάμποσες βδομάδες κι άρχισα να τρώω, να ψυχοπιάσω. Είχα βρει και ντουφέκι στο μεταξύ, δε φοβόμουν. Πάαινα από στάνη σε στάνη και παράγγελνα σφαχτά. Μου τα ’φερναν έτοιμα, ψημένα. Δυο μήνες έκατσα, απάνω από τριάντα τραγιά θα ’χω φάει.

— Και δεν είχες φόβο μη σε μαρτυρήσουν οι βοσκοί που τους τα ’παιρνες;

— Πού να με βρουν να με πιάσουν! Εγώ κάθε νύχτα άλλαζα γιατάκι, σήμερα εδώ αύριο πέρα. Έπειτα δεν κόταγαν, με σκιάζονταν όλοι.

Αλλά σκοπός του Γιώργη δεν ήταν να το ρίξει στο κλέφτικο. Είχε ακούσει μες απ’ τη φυλακή ακόμα για τ’ αντάρτικα, για τη δράση των παληκαριών μας. Μια και δυο λοιπόν κινάει και βρίσκεται στον Όλυμπο. Τον παρουσίασαν στον αρχηγό.

— Έρχεσαι απ’ το Γεντί; του αποκρίθηκε ο Σμόλικας. Θα σε κρατήσουμε δω, κι αν είσαι καλός, θα φανείς. Πάντως, για να φύγει κάνεις απ’ το Γεντί, πρόσθεσε στους άλλους, πρέπει να ’χει τα μάτια δεκατέσσερα και καρδιά βουνό!

Ο νεοσύλλεχτος, που είχε έτοιμη κιόλας την αρμάτα του, χάρηκε για την υποδοχή των καινούργιων συντρόφων του. Κάθισε μαζί τους, και στο σπίτι του δεν πέρασε παρά με την ομάδα. Τα πρόβατά του είχαν χαθεί στο μεταξύ, τα ’φαγαν έρμα οι λύκοι. Το παιδί που είχε αφήσει στο βυζί έγινε τώρα δεκαπέντε χρονών παληκάρι. Κι ο ίδιος, ισοβίτης, ξεφανερώθηκε τώρα στο χωριό του ομαδάρχης, με είκοσι νομάτους από πίσω του!

Έχει δυο χρόνια τώρα στο αντάρτικο κι έλαβε μέρος σε καμιά εικοσαριά μάχες. Μα δεν τον πιάνει βόλι ούτε τα φοβάται. Οι ανάγκες του αγώνα τον έφεραν τώρα στην Ήπειρο. Εκτελεί πειθήνιος κάθε υπηρεσία που του αναθέτουν. Ακόμα και στο φούρνο βοηθάει, για τα ψωμιά. Μα η ειδικότητά του είναι τα σφάγια. Κάθε πρωί τον βλέπεις, με το μαχαίρι στο στόμα, να γδέρνει σφαχτά σπρώχνοντας το χέρι του ανάμεσα από τομάρι και κρέας.

Τον κοιτάει κανείς, έτσι πρόθυμον, έτσι βολικόν, κι απορεί:

— Αυτός είναι ο «αιμοχαρής κακούργος», η «εγκληματική φύσις» που το παράνομο κράτος επέμεινε ως το τέλος να μην πάρει χάρη, επειδή ήταν, λέει, απ’ τα χωρία του Γιαγκούλα;

Φαίνεται όμως πως η φυλακή δεν είναι μονάχα προθάλαμος του θανάτου και διαφθορείο των αδυνάτων. Μια ψυχή που δεν έχει χάσει ακόμα τον ανθρωπισμό της, μπορεί εκεί μέσα, στην απομόνωση, στην περισυλλογή, να βρει κάποτε το σωστό δρόμο. Αλλά σπουδαιότερη επίδραση σε τέτοιες πρωτόγονες φύσεις μπορεί ν’ ασκήσει η ομαδική ζωή, το παράδειγμα των καλυτέρων. Έν’ απ’ τ’ ανέλπιστα του αντάρτικου είναι το πως ημερεύει τις ψυχές.

Κατά το βράδυ ο Γιώργης βγαίνει απάνω στα έλατα, να ξαπλωθεί σε καμία ραχούλα. Γερμένος εκεί θυμάται την παλιά του ζωή, τα αίσχη της φυλακής, τους εκβιασμούς των νταλαβερτζήδων και τ’ αποδιώχνει γρήγορα απ’ το νου σαν όνειρο κακό, σα μια κηλίδα. Εδώ αναπνέει αέρα του βουνού, βρίσκεται με συντρόφους ανωτέρους, αγωνίζεται κι αυτός για τη λευτεριά που ήταν ανέκαθεν ο καημός του.

Πρέπει να τον παρακαλέσει κανείς πολύ επίμονα για να θελήσει ο Γιώργης, εκεί στη μοναξιά του βουνού, να πάρει κανέναν απ’ τους παραπονιάρικους σκοπούς, τους όλο πάθος και μοιρολατρία, του Γεντί Κουλέ:

Στη φυλακή με ρίξανε να κάτσω πέντε χρόνια
και παραπέσαν τα χαρτιά κι έκατσα δεκαπέντε.
Λεφτοκαρίτσα φύτεψα στης φυλακής την πόρτα
και γίνηκε λεφτοκαριά κι απόλυκε κλωνάρια
και σκέπασαν τη φυλακή, φτάσαν ως τα μπεντένια
κι εγώ ο μαύρος στη φυλακή, στα σίδερα δεμένος.
Ντούλα μ’, τι δεν αντρώνεσαι τα σίδερα να σπάσεις,
να πάρεις δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
να πάρεις σκλάβους δικαστές, να πάρεις σαγγελέους
οπού δικάζουν το φτωχό δίχως να λυπηθούνε…

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

Γραμμένο στη διάρκεια του αντάρτικου, και με υπέρτιτλο «Τύποι του στρατού μας», το κείμενο μάλλον προοριζόταν για δημοσίευση σε αντιστασιακό έντυπο της Κατοχής είτε και δημοσιεύτηκε αλλά το αγνοούμε.

Το επεισόδιο της επικίνδυνης περιπλάνησης του ήρωα στην οχυρωμένη από τους Γερμανούς περιοχή της Πιερίας με τα επάκτια πυροβολεία θυμίζει μιαν ανάλογη περιπέτεια του ίδιου του συγγραφέα, σε περιφραγμένη από τους Γερμανούς περιοχή της Πεντέλης, την οποία αναφέρει η Λιλίκα Νάκου (βλ. Νάκου 1978, 29-30).

Ραντοβίζι: Ραδοβίζι Ιωαννίνων, χωριό 49 χλμ. δυτικά των Ιωαννίνων. Πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τους Γερμανούς στις 23-7-1943.

Γεντί Κουλέ: το Εφταπύργιο (τουρκ. Yedi kule — επτά πύργοι) της Θεσσαλονίκης. Βυζαντινό φρούριο της εποχής των Παλαιολόγων, μετατράπηκε σε φυλακές τη δεκαετία του 1890 και χρησιμοποιήθηκε γι’ αυτό το σκοπό μέχρι το 1989. Από την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά «φιλοξένησε» και πολιτικούς κρατούμενους, αποκτώντας πολύ χειρότερο όνομα.

ερχομό του βασιλιά: εννοεί, προφανώς, την επάνοδο του βασιλιά Γεωργίου Β’ στην Ελλάδα στις 25 Νοεμβρίου του 1935. Η αβασίλευτη Δημοκρατία είχε ανακηρυχθεί το Μάρτιο του 1924 και καταλύθηκε μετά το στρατιωτικό κίνημα του Κονδύλη της 10ης Οκτωβρίου 1935. Στο νόθο δημοψήφισμα, που έγινε στις 3 Νοεμβρίου με αποχή των Βενιζελικών, υπέρ της Βασιλευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας ψήφισε το 97,88% του πληθυσμού!

Κλειδωνάρης Απόστολος (1896-1946): ανώτατο στέλεχος του ΚΚΕ και βουλευτής το 1932 με το Ενιαίο Μέτωπο Εργατών – Αγροτών. Μαζί με άλλους επτά κομμουνιστές συγκρατούμενούς του απέδρασε από τις φυλακές της Αίγινας τον Μάιο του 1934.

Πλατύ: κωμόπολη του νομού Ημαθίας, σιδηροδρομικός κόμβος της γραμμής Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 50 χλμ. Δ της Θεσσαλονίκης.

Μπούρνο: Μπούρινος ή Βούρινος: μικρός ορεινός όγκος δυτικά της Κοζάνης, που ανήκει στους νομούς Κοζάνης και Γρεβενών.

Σμόλικας: ψευδώνυμο του Ν. Ξυνού, από την Τσαριτσάνη Ελασσόνας, αρχηγού της πρώτης ομάδας ανταρτών στον Όλυμπο και καπετάνιου της 9ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ.

Γιαγκούλας Φώτης: θρυλικός λήσταρχος της περιοχής του Ολύμπου, σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τη χωροφυλακή το Σεπτέμβριο του 1925.

παραπονιάρικους σκοπούς: το δημοτικό τραγούδι δημιουργήθηκε, προφανώς, από τη σύζευξη δυο άλλων. Το πρώτο μέρος προέρχεται από τραγούδι της φυλακής, ενώ το δεύτερο εισάγει το γνωστό τραγούδι του Ντούλα, ευρύτατα γνωστό από την Πελοπόννησο μέχρι τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία.

 

Περιλαμβάνεται στο νέο βιβλίο με διηγήματα του Γιώργου Κοτζιούλα «Με τον κόμπο στο λαιμό και άλλα διηγήματα»

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: