Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Έξι ποιήματα εικονογραφημένα

Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (γεννήθηκε στις 5 του Ιούνη 1898 και δολοφονήθηκε από τους φασίστες στις 19 Αυγούστου 1936) με την ομορφιά και τη δύναμη της ποίησής του ύμνησε την αγάπη, τραγούδησε το θάνατο και όρθωσε το ανάστημά του στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και κάθε μορφή αδικίας.

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Έξι ποιήματα εικονογραφημένα

«Μα τι να σου πω για την ποίηση; Τι να σου πω γι’ αυτά τα σύννεφα, γι’ αυτόν τον ουρανό; Να τα κοιτάζω, να τα κοιτάζω, και τίποτα άλλο.

Καταλαβαίνεις πως ένας ποιητής δει μπορεί να πει τίποτα για την ποίηση. Ας τ’ αφήσουμε αυτά για τους κριτικούς και τους δασκάλους.

Μα ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε κανείς ποιητής δεν ξέρει τι είναι ποίηση. Είναι εκεί!! Κοίταξε!! Έχω τη φωτιά στα χέρια μου, το ξέρω και δουλεύω τέλεια μαζί της, μα δεν μπορώ να μιλήσω γι αυτή χωρίς να κάνω φιλολογία. Καταλαβαίνω όλες τις ποιητικές τέχνες. Θα μπορούσα να μιλήσω γι’ αυτές αν δεν άλλαζα γνώμη κάθε πέντε λεπτά.

Δεν ξέρω… Ίσως μια μέρα αγαπήσω την κακή ποίηση όπως αγαπάω την κακή μουσική παράφορα. Θα κάψω ένα βράδυ τον Παρθενώνα, για να αρχίζω να τον χτίζω το πρωί και να μην τον τελειώσω ποτέ».

Φ. Γκ. Λόρκα

Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (γεννήθηκε στις 5 του Ιούνη 1898 και δολοφονήθηκε από τους φασίστες στις 19 Αυγούστου 1936) με την ομορφιά και τη δύναμη της ποίησής του ύμνησε την αγάπη, τραγούδησε το θάνατο και όρθωσε το ανάστημά του στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και κάθε μορφή αδικίας.

Ο παγκόσμιος Ισπανός αγαπήθηκε ιδιαίτερα και στη χώρα μας από μεταφραστές και συνθέτες (είναι ίσως ο περισσότερο μελοποιημένος ξένος ποιητής) που έκαναν να φτάσει το έργο του στο λαό μας και ν’ αγαπηθεί όσο λίγων δημιουργών το έργο. Πολλά είναι τα ποιήματά του που έχουν αποδοθεί από περισσότερους του ενός μεταφραστές και Έλληνες ποιητές και επίσης μελοποιηθεί από συνθέτες.

Με αφορμή την επέτειο της γέννησής του παρουσιάζουμε έξι ποιήματα του Λόρκα, συνοδευμένα από έξι εικονογραφίες που φιλοτεχνήθηκαν ειδικά για αυτά τα ποιήματα από τους Alex Morales και Χριστίνα Κοροντζή. Περιλαμβάνονται στην δίγλωσση έκδοση (ελληνικά και ισπανικά) «Federico Garcia Lorca Ποιήματα» των εκδόσεων Κοροντζή (Αθήνα 2007).

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Έξι ποιήματα εικονογραφημένα

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Έξι ποιήματα εικονογραφημένα

Χορός

Όλο και χορεύει η Κάρμεν
μες στους δρόμους της Σεβίλλης.
Είναι τα μαλλιά της άσπρα
και τα μάτια της αστράφτουν.

Κοριτσάκια,
κλείστε τις κουρτίνες!

Κουλουριασμένη, κίτρινη
έχει οχιά στην κεφαλή της
σ’ όνειρο χορεύει τάχα
με παλιών καιρών λεβέντες.

Κοριτσάκια,
κλείστε τις κουρτίνες!

Έρημοι είναι όλοι οι δρόμοι,
μόνο εκεί του βάθου νιώθεις
τις καρδιές των Ανδαλούζων
που παλιά ζητάνε αγκάθια.

Κοριτσάκια,
κλείστε τις κουρτίνες!

 

Ρομάντσα της σελήνης
Στην Κοντσίτα Γκαρθία Λόρκα

Ήρθε η σελήνη στο αργαστήρι
με μισοφόρι από νάρδους.
Το παιδί την κοιτάει, την κοιτάει.
Το παιδί τη βλέπει ολοένα.
Στ’ αγέρι το ταραγμένο
απλώνει η σελήνη τα μπράτσα,
κι αγνή και φιλήδονη, δείχνει
τα σκληρά της τα στήθη από τσίγκο.
Φύγε, σελήνη, σελήνη.
Αν ερχόταν οι Τσιγγάνοι
θάφταχναν με την καρδιά σου
χαλκάδες κι άσπρα γιορντάνια.
Παιδί μου, άφησέ με να χορέψω.
Όταν έρθουν οι Τσιγγάνοι
τα σ’ εύρουν πάνω στ’ αμόνι
με τα ματάκια κλεισμένα.
Φύγε, σελήνη, σελήνη,
γιατί ακούω τ’ άλογά τους.
Άφησέ με, παιδί, μην πατάς
την κολλαριστή ασπράδα μου.

Ζύγωνε πια ο καβαλάρης
χτυπώντας το ταμπούρλο του κόσμου.
Μες στο αργαστήρι τ’ αγόρι
έχει τα μάτια κλεισμένα.

Έρχονταν απ’ το λιοστάσι,
μπρούντζος κι όνειρο, οι Τσιγγάνοι.
Με τα κεφάλια υψωμένα
και μισοκλεισμένα μάτια.

Πώς τραγουδά η κουκουβάγια,
αχ, πάνω στο δέντρο πώς σκούζει!
Στα ουράνια πάει η σελήνη
μ’ ένα αγόρι από το χέρι.

Μες στο αργαστήρι θρηνούνε
μ’ άγριες κραυγές οι Τσιγγάνοι.
Ο αγέρας φυλάει βάρδια,
ο αγέρας φυλάει ολοένα.

(Μετάφραση: Κ. Πολίτης)

 

Ο γέρος σαύρος
26 Ιουλίου 1920 (Βέγκα ντε Θουχάτρα)

Σαν πυρακτωμένο μονοπάτι
είδα τον καλό μας σαύρο
(κροκόδειλου γενιά).
Με την πράσινη ρεντιγκότα του
υπουργού του διαβόλου,
τον κολλαριστό γιακά του
και το πολύ αξιόπρεπο ήθος,
έχει το θλιμμένο ύφος
γέρου καθηγητή.
Αχ, αυτά τα κουρασμένα μάτια
ξοφλημένου καλλιτέχνη,
πώς κοιτάζουν τ’ απλωμένο
βραδάκι!

Είναι ο περίπατός σας
φίλε, με το σούρουπο;
Πάρετε μπαστούνι, είστε
πια γέρος. Δον Σαύρε,
τα παιδιά του χωριού
μπορεί να σας τρομάξουν.
Τι γυρεύετε εδώ,
φιλόσοφε και μύωπα,
αν το αόριστο φως
αυτής της ωραίας καλοκαιρινής βραδιάς
απλώθηκε στον ορίζοντα;
Μήπως τη γαλάζια ελεημοσύνη
αυτού του ουρανού που ξεψυχάει;
Έναν αστρικό οβολό;

Ή μήπως μελετάτε
ίσως τα ποιήματα
του Λαμαρτίνου, με συνοδεία
τις ροκοκό τρίλιες
των πουλιών;

(Κοιτάς το ηλιοβασίλεμα
και τα μάτια σου γυαλίζουν,
ω, δράκοντα των βατράχων,
με μια λάμψη καθαυτό ανθρώπινη.
Οι δίχως κουπί γόνδολες
των ιδεών διασχίζουν
τα σκοτεινά νερά
της καμένης σου ίριδας).

Ψάχνετε ίσως
την όμορφη σαύρα,
πράσινη σαν τα στάχυα
του Μάη,
σαν τα μαλλιά
των κοιμισμένων πηγών,
που σας περιφρόνησε
παρατώντας το χωράφι σας;
Τρυφερό ειδύλλιο που χάλασε
στον ίσκιο του κυπαρισσιού!
Μα ωστόσο ζήσετε, τι διάβολο!
μου είστε συμπαθητικός.
«Αντιτάσσομαι τω όφει»,
στο διπλό πηγούνι σας
χριστιανού αρχιεπίσκοπου
είναι γραμμένο αυτό το ρητό.

Ο ήλιος διαλύθηκε
μες στου βουνού την κούπα
κι οι δρόμοι είναι θολοί
στο γυρισμό των κοπαδιών.
Είναι ώρα πια να φύγετε,
παρατήστε το στενό μονοπάτι
μην κάθεστε αιώνια
να στοχάζεστε!
Θα ’χετε όλο τον καιρό
να θαυμάσετε τ’ αστέρια
όταν τα σκουλήκια, δίχως να βιάζονται
θα σας καταβροχθίζουν.

Γυρίστε στο σπίτι,
κάτω από το χωριό των γρύλων!
Καληνύχτα, φίλε μου,
Δον Σαύρε!

Τα χωράφια ερήμωσαν
τα βουνά έχουν σβήσει
κι ο δρόμος ερημώθηκε.
Κάθε τόσο ολομόναχος
κρώζει ένας κούκος στο βαθύ ίσκιο
που ρίχνουνε οι λεύκες.

 

Ρομάντσα του υπνοβάτη
Στην Γκλόρια Τζίνερ και στον Φερνάνδο ντε λος Ρίος

Πράσινο, πράσινο, πώς σ’ αγαπάω!
Πράσινο αγέρι. Πράσινα κλώνια.
Η βάρκα πάνω στη θάλασσα,
το άλογο πέρα στις ράχες.
Έχοντας ίσκιο στη ζώνη της
εκείνη ονειρεύεται στα κάγκελα
πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη,
με μάτια από κρύο ασήμι.
Πράσινο, πράσινο πώς σ’ αγαπάω!
Στο φως της τσιγγάνας σελήνης
τα πράματα, να, την κοιτάζουν
που αυτή δεν μπορεί να κοιτάξει.
Πράσινο, πράσινο, πώς σ’ αγαπάω.
Διάπλατα αστέρια από πάχνη
έρχονται με του ίσκιου το ψάρι,
που ανοίγει το δρόμο στη μέρα.
Τρίβει η συκιά τον αγέρα
με των κλαδιών της τα λέπια,
και στο βουνό, γάτος κλέφτης,
τραχιές τις αγαύες του ορθώνει.
Μα ποιος θε νάρθει; Και πούθε;
Στη βίγλα κάθεται κι ονειρεύεται,
πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη,
το πικρό κύμα όνειρό της.

Κουμπάρε, θέλω ν’ αλλάξω
το σπίτι σου με τ’ άλογό μου,
τη σέλα μου με τον καθρέφτη σου,
την κάπα σου με το σουγιά μου.

Κουμπάρε, έρχομαι λαβωμένος
από τα στενά της Κάμπρα.
Αν μπορούσα, παλικάρι,
θάκλεινα τη συμφωνία.
Αλλά εγώ δεν είμ’ εγώ
και μήτε το σπίτι μου ορίζω.

Κουμπάρε, λέω να πεθάνω
ήσυχα μες στο κρεβάτι μου.
Αν γίνεται, νάναι ατσαλένιο
και με σεντόνια απ’ την Ολλανδία.
Δε βλέπεις την πληγή που έχω
από το λαιμό ως τα στήθια;
Τρακόσια βαθύχρωμα ρόδα
έχει η άσπρη ποδιά σου.
Το αίμα σου αναβράει και μυρίζει
απ’ το ζωνάρι σου γύρω.
Αλλά εγώ δεν είμ’ εγώ
μήτε και το σπίτι μου ορίζω.
Αφήστε με ωστόσο ν’ ανέβω
ψηλά, ως εκεί πάνω στις βίγλες
αφήστε με ν’ ανέβω, αφήστε με,
απάνω στις πράσινες βίγλες!
Στα φεγγαρίσια μπαλκόνια
που ολούθε νερό αντιβουίζει.

Να, οι δυο κουμπάροι ανεβαίνουν
ψηλάμ ως εκεί πάνω στις βίγλες.
Αφήνουν ένα χνάρι από αίμα.
Αφήνουν ένα χνάρι από δάκρυα.
Τρεμόσβηναν πάνω στις στέγες
φανάρια τενεκεδένια.
Χίλια κρυστάλλινα ντέφια,
πλήγωναν την αυγή ολοένα.

Πράσινο, πράσινο, πώς σ’ αγαπάω,
πράσινο αγέρι, πράσινα κλώνια.
Οι δυο κουμπάροι ανέβηκαν.
Το διάπλατο άφηνε αγέρι
μια παράξενη γεύση στο στόμα
βασιλικού, χολής, μέντας.
Κουμπάρε! Πού είναι, πες μου,
πού είν’ η πικρή σου κόρη;
Πόσες φορές καρτερούσε,
πόσες σε πρόσμενε, πόσες,
δροσάτη όψη, μαύρη κόμη,
στην πράσινη ετούτη βίγλα!

Στο πρόσωπο πάνω της στέρνας
λικνίζονταν η γυφτοπούλα.
Πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη,
με μάτια από κρύο ασήμι.
Ένα κρύσταλλο εκεί φεγγαρίσιοι
στο νερό την κρατάει.
Κι έγινε η νύχτα στενή
σαν μικρούλα πλατεία.
Μεθυσμένοι χωροφυλάκοι
χτυπούσαν την πόρτα ολοένα.
Πράσινο, πράσινο, πώς σ’ αγαπάω!
Πράσινο αγέρι. Πράσινα κλώνια.
Η βάρκα πάνω στη θάλασσα.
Το άλογο πάνω στις ράχες.

(Μετάφραση: Κ. Πολίτης)

 

Η αυγή

Η αυγή της Νέας Υόρκης έχει
τέσσερις κίονες από λάσπη
κι έναν ανεμοστρόβιλο από μαύρα περιστέρια
που βουτούν μέσα στ’ ακάθαρτα νερά.
Η αυγή ης Νέας Υόρκης όλο θρηνεί
μες στις απέραντες σκάλεςανα
ζητώντας ανάμεσα στ’ αγκωνάρια
νάρδους σχεδιασμένης αγωνίας.

Φθάνει η αυγή κι όμως κανένας δεν τη δέχεται στο στόμα του
γιατί εκεί κάτω δεν υπάρχει πρωί κι ελπίδα πιθανή.
Κάποτε τα νομίσματα σε μανιασμένα σμήνη
τρυπούνε και καταβροχθίζουv τα εγκαταλειμμένα παιδιά.

Κείνοι που πρώτοι βγαίνουν έξω νιώθουνε μέσα στα κόκαλά τους
πως δε θα υπάρξει ούτε παράδεισος ούτε έρωτες που φυλλοροούν
ξέρουν πως πάνε προς το βόρβορο των νόμων και των αριθμών
προς τα’ άτεχνα παιχνίδια; προς τους άκαρπους ιδρώτες.

Σαβανωμένο είναι το φως ανάμεσ’ από αλυσίδες και θορύβους
στην καταφρόνια την αδιάντροπη μιας επιστήμης δίχως ρίζες.
Άνθρωποι ανύπνωτοι τρικλίζουν στα προάστια
σα να γλίτωσαν από κάποιο ναυάγιο αίματος.

(Μετάφραση: Τ. Βαρβιτσιώτης)

 

Τραγούδι των σκούρων περιστεριών
Στον Κλάουντιο Γκιλλιέν

Πάνω στα κλωνιά της δάφνης
είδα δυο σκούρα περιστέρια
Το ένα ήταν ο ήλιος
το άλλο ήταν η σελήνη.
Γειτονόπουλα, τους είπα,
ο τάφος μου πού θα ναι;
Στου μανδύα μου την ουρά, είπε ο ήλιος.
Μέσα στο στήθος μου, είπε η σελήνη.
Κι εγώ, κι εγώ που προχωρούσα,
με τη γη στο ζωνάρι μου,
είδα δύο αετούς χιονάτους
και μια ολόγυμνη κοπέλα.
Ο ένας ήταν ο άλλος
και η κοπέλα δεν ήταν καμιά.
Αετουδάκια μου, τους είπα,
ο τάφος μου πού θα ’ναι;
Στου μανδύα μου την ουρά, είπε ο ήλιος.
Μέσα στο στήθος μου, είπε η σελήνη.
Πάνω στα κλωνιά της δάφνης
είδα τα δυο περιστέρια γυμνά.
Το ένα ήταν το άλλο
και τα δυο δεν ήτανε κανένα.

(Μετάφραση: Κ. Πολίτη)

***

Δες και αυτό:
«Γιατί τον σκότωσαν, γιατί, τον γελαστό τον ποιητή…»

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: