Κωνσταντίνος Μανιαδάκης – Ο πατριάρχης του ρετσινόλαδου
Ο πρωτομάστορας της διάβρωσης του ΚΚΕ την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, που συνέχισε ως “εθνικόφρων” βουλευτής την πολιτική του πορεία και μετά τον εμφύλιο.
Η εξάρθρωση του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν μια από τις βασικές επιδιώξεις των αστών και των πολιτικών τους εκπροσώπων από την πρώτη πρακτικά στιγμή της ίδρυσής του, το μεταξικό καθεστώς όμως έφτασε σε αυτό τον στόχο, χωρίς να τελικά να τον πετύχει, πλησιέστερα από οποιονδήποτε άλλον πριν ή μετά. Μεγάλο μέρος αυτής της παρολίγον επιτυχίας είχε ο υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας του Μεταξά, Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, που με έναν συνδυασμό “επιστημονικής” διάβρωσης του κομματικού μηχανισμού και βασανιστηρίων κατόρθωσε να δημιουργήσει Κεντρική Επιτροπή υπό τον έλεγχο του καθεστώτος, καθώς και ασφαλίτικο Ριζοσπάστη, σπέρνοντας τεράστια σύγχυση στις γραμμές του κόμματος. Ο Μανιαδάκης, αναβαπτισμένος στα νάματα της μετεμφυλιακής εθνικοφροσύνης, συνέχισε την πολιτική του σταδιοδρομία ως βουλευτής , ενώ έφυγε από τη ζωή χωρίς ποτέ να λογοδοτήσει για τις πράξεις του.
Γεννήθηκε στο Σοφικό Κορινθίας σαν σήμερα το 1893. Κατατάχθηκε ως εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους και αποφοίητσε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1916, εντασσόμενος στο σώμα του Μηχανικού. Συμμετείχε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Μακεδονικό Μέτωπο, στην Ουκρανική Εκστρατεία στο πλευρό των Δυτικών ιμπεριαλιστών κατά των μπολσεβίκων και στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Η στρατιωτική του σταδιοδρομία έλαβε απότομα τέλος με την απόταξή του λόγω της συμμετοχής του στο αντιβενιζελικό πραξικόπημα των Γαργαλίδη – Λεοναρδόπουλου. Αν και αμνηστεύτηκε το 1928 με δυνατότητα επανόδου στο στράτευμα, ο ίδιος παραιτήθηκε το 1929 με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη κι εργάστηκε ως πολιτικός μηχανικός. Έχοντας διακριθεί στον τομέα συλλογής πληροφοριών τον καιρό που ακόμα υπηρετούσε στο στρατό, διορίστηκε στις 14 Αυγούστου 1936 υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας, ένα από τα τρία σημαντικότερα νέα χαρτοφυλάκια που δημιούργησε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Το υφυπουργείο του Μανιαδάκη είχε στη δικαιοδοσία του όλα τα σώματα ασφαλείας (τη Βασιλική Χωροφυλακή, την Αστυνομία Πόλεων, την Πυροσβεστική και τη Διεύθυνση Μεταναστεύσεως και Διαβατηρίων του υπουργείου Εσωτερικών), ενώ τα δυο βασικά του καθήκοντα ήταν η αποκάλυψη ξένων κατασκόπων (Ιταλίας, Βουλγαρίας κι αργότερα της Γερμανίας), ιδίως όμως η καταπολέμηση του κομμουνισμού. Επί ημερών του η Χωροφυλακή αυξήθηκε κατά 20%, ενώ η διαβόητη Ειδική Ασφάλεια της Χωροφυλακής υπερδιπλασιάστηκε σε προσωπικό. Στις προαγωγές εφαρμόστηκε σύστημα “αξιοκρατίας”, υπήρξαν μισθολογικές αυξήσεις καθώς και η εισαγωγή μαθημάτων μαρξισμού – λενινισμού στις αστυνομικές σχολές. Σημαντικό ρόλο στις διώξεις των κομμουνιστών έπαιξε ο Σπύρος Παξινός, που τοποθετήθηκε διοικητής της Αστυνομίας Πόλεων, που έλαβε μάλιστα ειδική μετεκπαίδευση στη ναζιστική Γκεστάπο στη Γερμανία.
Ήδη ως τα τέλη Σεπτέμβρη του 1936 είχαν συλληφθεί πάνω από 1000 στελέχη του ΚΚΕ, ανάμεσά τους και ο Νίκος Ζαχαριάδης, οδηγούμενα σε φυλακές και εξορίες.Ο στόχος διάβρωσης των οργανώσεων του ΚΚΕ βοηθήθηκε κατά πολύ από τον πράκτορα της Ασφάλειας Δημήτρη Κουτσογιάννη, παλιού λοχία του Κόκκινου Στρατού που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης μεταξύ των κομμουνιστών. Μυστήριο παραμένουν μέχρι σήμερα οι λόγοι της μεταστροφής του, καθώς αυτή πραγματοποιήθηκε ήδη από το 1927 χωρίς να έχει πρώτα συλληφθεί ή βασανιστεί.
Μια από τις πιο διαβόητες “εφευρέσεις” του Μανιαδάκη ήταν οι δηλώσεις μετανοίας, σύμφωνα με τις οποίες οι συλληφθέντες κομμουνιστές μπορούσαν να απελευθερωθούν εφόσον αποκήρυσσαν την ιδεολογία τους. Οι δηλώσεις ασκούσαν σημαντική επίδραση και σε τοπικό επίπεδο, καθώς αυτές δημοσιεύονταν στους τόπους καταγωγής των συλληφθέντων. ήταν τέτοιος ο ζήλος των αστυνομικών οργάνων, ώστε οι δηλώσεις φαίνεται να υπήρξαν υπερδιπλάσιες των προπολεμικών μελών του κόμματος (15000), καθώς απλοί συμπαθούντες ή συγγενείς κομμουνιστών καλούνταν σε αυτή την ταπεινωτική διαδικασία. “Σύμμαχος” στην απόσπαση των δηλώσεων ήταν συχνά η χρήση βασανιστηρίων, όπως η πόση ρετσινόλαδου και ο εξαναγκασμός των κρατουμένων να βάζουν τα γυμνά τους πόδια πάνω στον πάγο. Ο Μανιαδάκης ισχυρίστηκε αργότερα πως απλώς επρόκειτο για φήμες που τεχνηέντως διέσπειρε για να ψυχολογικούς λόγους ( «Αυτό, ρε κορόιδο, ήταν ένα παραμύθι που το πιστέψατε και με το παραμύθι αυτό σας έβαλα σε τάξη», είπε σε βουλευτή της Ένωσης Κέντρου τη δεκαετία του ’60, σε συζήτηση σχετικά με τα σώματα ασφαλείας, όταν του απευθύνθηκε η μομφή περί ρετσινόλαδου) οι μαρτυρίες ωστόσο είναι πολλές και συγκλίνουν στην αναμφίβολη και επανειλημμένη προσφυγή σε τέτοιες βάναυσες μεθόδους.
Αποκορύφωμα ωστόσο της διάβρωσης που πέτυχαν οι μηχανισμοί του Μανιαδάκη ήταν βέβαια το στήσιμο της λεγόμενης “Προσωρινής Διοίκησης”, με δικό της Ριζοσπάστη, όπου συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι Τυρίμος, Μιχαηλίδης και Μανωλέας. Η ΠΔ ενεπλάκη σε σφοδρή διαμάχη με τη λεγόμενη Παλαιά Κεντρική Επιτροπή υπό τον Νίκο Πλουμπίδη και το Γιώργο Σιάντο, που αλληλοκατηγορούνταν για χαφιεδισμό. Για μεγάλο διάστημα εξάλλου πολλά ηγετικά στελέχη, μεταξύ τους κι ο ίδιος ο Ζαχαριάδης, είχαν παρασυρθεί στην υποστήριξη της ΠΔ, που έπαψε τη δράση της το Μάη του 1941. Παρότι το κόμμα τελικά κατόρθωσε να επιβιώσει από αυτή τη δοκιμασία, κατορθώνοντας μάλιστα να φέρει σε πέρας την εποποΐα της Εθνικής Αντίστασης, τα τραύματα της εμπειρίας αυτής παρέμειναν βαθιά τα επόμενα χρόνια, επιτείνοντας το κλίμα καχυποψίας και χαφιεδοφοβίας που προκαλούσε ούτως ή άλλως οι συνθήκες σχεδόν συνεχούς παρανομίας από το 1936 κι εξής.
Ο Μανιαδάκης αρχικά πέρασε, μετά το θάνατο του Μεταξά, απρόσκοπτα από το τεταρτοαυγουστιανό καθεστώς στην κυβέρνηση Κορυζή και μετέπειτα σε εκείνη του Εμμανουήλ Τσουδερού, καταφεύγοντας μαζί με την τελευταία στην Αίγυπτο. Το κλίμα στην εξόριστη κυβέρνηση βάρυνε ωστόσο εναντίον του, όχι από “αγανάκτηση” κατά των πεπραγμένων του, αλλά λόγω του ότι υπήρχε ο φόβος πως η υπερβολική ταύτιση με πρωτοκλασάτα στελέχη της δικτατορίας υπονόμευε το ήδη λειψό κύρος των αστών πολιτικών και της βασιλικής οικογένειας, που προηγουμένως βέβαια ανήκε στους πυλώνες του καθεστώτος.
Παραιτήθηκε το Μάη του 1941 και κατέφυγε στην Αργεντινή, απ’όπου επέστρεψε το 1949, επιχειρώντας να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά το αντικομμουνιστικό κλίμα την επαύριο της ήττας του ΔΣΕ. Εξελέγη βουλευτής Αργολιδοκορινθίας το 1950, αλλά τα επόμενα χρόνια παρέμεινε εκτός βουλής, ώσπου κατόρθωσε να κερδίσει έδρα για λογαριασμό της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1958, κάτι που επανέλαβε στις εκλογές βίας και νοθείας το 1961 και εκείνες του 1964, που ανέδειξαν αυτοδύναμη την Ένωση Κέντρου. Αίσθηση εξάλλου είχε προκαλέσει η παρέμβασή του στην αντιπαπανδρεϊκή εφημερίδα Ημέρα, όπου δήλωνε πως ο γιος του τότε πρωθυπουργού, Ανδρέας Παπανδρέου, είχε συλληφθεί για τροτσκιστική δράση, υπογράφοντας δήλωση πως θα απείχε στο εξής από οποιαδήποτε πολιτική δράση.
Τον καιρό των μεταιουλιανών κυβερνήσεων ανήκε στους συμβούλους του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο οποίος τον Σεπτέμβρη του 1966 τον κάλεσε στα ανάκτορα για να ζητήσει τη γνώμη του για το τι μέλει γενέσθαι. Ο πρώην υπουργός του Μεταξά σύστησε την κυβέρνηση ενός “μετώπου εθνικοφρόνων”μέχρι το 1968, όταν και θα διεξαγόταν “δυναμικές εκλογές”.
Σύμφωνα με μαρτυρίες δεν είχε την καλύτερη άποψη για τη χούντα των συνταγματαρχών, χωρίς προφανώς να προχωρήσει σε οποιαδήποτε δημόσια αποδοκιμασία, πολλώ δε μάλλον δική του απολογία ή αυτοκριτική. Έφυγε από τη ζωή στις 28 Φλεβάρη 1972.