Χένρι Μουρ: «Το ελληνικό φως είναι κάτι που δεν μπορείς να το φανταστείς προτού το βιώσεις.»
Ο πρωτοπόρος μοντερνιστής γλύπτης προσπάθησε πολύ να αποφύγει ή να αρνηθεί τη δύναμη της κλασικής αρχαιοελληνικής γλυπτικής. Η επιρροή της όμως ήταν τόσο έντονη, μέχρι που ο καλλιτέχνης στην ωριμότητά του, συνειδητοποίησε ότι ήταν πια καιρός να άρει την απαγόρευση.
Ο Χένρι Μουρ, Βρετανός γλύπτης, από τους σημαντικότερους δημιουργούς του προηγούμενου αιώνα, γεννήθηκε στις 30 Ιούλη 1898. Ήταν το έβδομο από τα οκτώ παιδιά ενός μηχανικού εξόρυξης. Από το σχολείο ακόμη, εμπνευσμένος από τον Μιχαήλ Άγγελο, αρχίζει να δημιουργεί με πηλό και ξύλο. Συγκρούεται έντονα με τον πατέρα του όταν επιλέγει να ασχοληθεί με τη γλυπτική γιατί δεν ήθελε ο γιος του να έχει μια χειρωνακτική εργασία, όπως ο ίδιος.
Το 1919 εγγράφηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Λιντς και ήταν ο πρώτος σπουδαστής γλυπτικής. Ακολούθως με υποτροφία θα παρακολουθήσει μαθήματα για δυο χρόνια στο Royal College of Art του Λονδίνου. Εκεί περνά πολύ χρόνο στο Βρετανικό Μουσείο μελετώντας τις εθνογραφικές συλλογές. Η επιρροή τους εκφράστηκε έντονα στα μεταγενέστερα μνημειώδη έργα του. Το 1924 για έξι μήνες περιόδευσε την Ιταλία και τη Γαλλία, όπου εντυπωσιάστηκε από την τέχνη των Τζόττο, Μαζάτσο και Μιχαήλ Άγγελου.
Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι, παρακολούθησε μαθήματα στο Λούβρο. Στο Παρίσι, στο Musée d’ Ethnographie, μέσα από τα Chacmool γλυπτά συναντά τη γλυπτική των Αζτέκων από το 900-1000 μ.Χ., που θα επηρεάσει αποφασιστικά την πρώιμη δουλειά του. Ενισχύεται έτσι η τάση του να δημιουργήσει άμεσες σκαλισμένες, μοναδικές φιγούρες που επικεντρώνονται στη μάζα και τη μορφή τους.
Με την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής του, αποδέχεται επταετή θέση διδασκαλίας στο Royal College of Art στο Λονδίνο και το 1932 γίνεται επικεφαλής του Τμήματος Γλυπτικής στην Σχολή Τέχνης της Τσέλσι. Μαζί με τη ζωγράφο σύζυγό του Ιρίνα Ράντεσκι κι άλλους μοντερνιστές καλλιτέχνες κυριαρχούν στο κίνημα «Seven and Five Society». Επισκέπτονται τακτικά το Παρίσι για να δουν τις δουλειές του Πάμπλο Πικάσο, του Ζωρζ Μπρακ και του Αλμπέρτο Τζακομέττι. Το ενδιαφέρον του για το σουρεαλισμό διαρκεί μέχρι και το 1936.
Με την έναρξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου αναγκάζεται να παραιτηθεί από τη θέση διδασκαλίας που κατείχε. Κατά τη διάρκεια του πολέμου δημιουργεί μια σειρά από σχέδια, κυρίως ανθρώπων σε καταφύγια και σε πλατφόρμες των σταθμών του μετρό.
Το 1946, ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Αμερική για την αναδρομική του έκθεση στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Νέα Υόρκη. Παράλληλα, με τη γέννηση της κόρης του Μαρίας και το θάνατο της μητέρας του, το έργο του το οποίο ήταν συνήθως μια φιγούρα, μετασχηματίζεται, για να αντικατοπτρίζει τώρα τη νέα δομή της οικογένειάς του. Αρχίζει τώρα να ενδιαφέρεται για το μοτίβο «μητέρας και παιδιού». Ωστόσο, το έργο του γίνεται ακόμη πιο αφηρημένο.
Ταξίδι στην Ελλάδα
Το 1951 παρουσιάζεται στο Ζάππειο Μέγαρο η διετής ευρωπαϊκή περιοδεύουσα έκθεση που ξεκίνησε το 1949. Ο ίδιος παραβρίσκεται σε αυτή και επισκέπτεται πολλές πόλεις με αρχαιολογικό ενδιαφέρον: Μυκήνες, Κόρινθο, Δελφούς και Ολυμπία.
Την επιρροή που είχε στα έργα του η κυκλαδική, η αρχαϊκή και η κλασική τέχνη, συνόψισε ο ίδιος ο Χένρι Μουρ, μετά το ταξίδι του στην Ελλάδα:
«Το ελληνικό φως είναι, όπως λένε όλοι, κάτι που δεν μπορείς να το φανταστείς προτού το βιώσεις. Στην Αγγλία, το μισό φως, κατά κάποιον τρόπο, απορροφάται μέσα στο αντικείμενο, όμως στην Ελλάδα το αντικείμενο μοιάζει να αναδίδει φως σα να φωτίζεται το ίδιο από μέσα».
Κατά τη δεκαετία του 1950, τα δημόσια έργα του Μουρ ήταν σε σταθερή ζήτηση. Οι τιμές για τα έργα του αυξήθηκαν σημαντικά και το προφίλ του ως διεθνής καλλιτέχνης ενισχύθηκε. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, γίνονταν πάνω από 40 εκθέσεις έργων του το χρόνο και ήταν ένας από τους πιο οικονομικά επιτυχημένους καλλιτέχνες εν ζωή.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του, το όνομά του ήταν συνώνυμο με τη σύγχρονη γλυπτική και σχεδόν συνώνυμο με τους παγκόσμιους οργανισμούς έξω από τους οποίους βρίσκονται τα μεγαλοπρεπή γλυπτά του, μέσω των οποίων προσπάθησε να αποδώσει την ανθρωπιστική τους αποστολή. Αναμφισβήτητα είχε μεγάλη επίδραση στη γενιά γλυπτών που τον ακολούθησε, όπως ο Εντουάρντο Παολόζι, ο Ουίλιαμ Τέρονμπουλ, Άνθονι Κάρο και Φίλιπ Κίνγκ.
Το καλοκαίρι του 2000, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου παρουσίασε την έκθεση «Henry Moore: Υπό το Φως της Ελλάδος». Στόχος της θεματικής έκθεσης ήταν να προσεγγίσει συγκεκριμένες πτυχές του έργου του μεγάλου βρετανού γλύπτη, να αναζητήσει και να αναδείξει ορατές ή αδιόρατες επιρροές που δέχθηκε από την αρχαία ελληνική τέχνη. Μια τέχνη που ο Μουρ στην αρχή της σταδιοδρομίας του, απέρριψε σθεναρά και ύστερα, περίπου τρεις δεκαετίες αργότερα, την ενστερνίστηκε εξίσου σθεναρά.
Πηγή: theartstory