Ίνγκμαρ Μπέργκμαν – Η 7η σφραγίδα της ιδιοφυΐας στην έβδομη τέχνη
Επίκεντρο της θεματολογίας του ήταν υπαρξιακά θέματα, όπως ο θάνατος, η αναζήτηση του θείου, η μοναξιά κι οι διαπροσωπικές σχέσεις. Η προκλητική για την εποχή αναπαράσταση της σεξουαλικότητας οδήγησε συχνά στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 σε προβλήματα με τη λογοκρισία.
Δεν ξέρουμε αν έχει πραγματικό νόημα το βραβείο του “καλύτερου σκηνοθέτη όλων των εποχών” που του απονεμήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών το 1997, είναι ομως βέβαιο ότι ο Ερνστ Ίνγκμαρ Μπέργκμαν δικαιολογεί με το έργο του την επινόηση μιας τέτοιας διάκρισης. Εξαιρετικά παραγωγικός, κινήθηκε με ευχέρεια μεταξύ συγγραφής σεναρίων, κινηματογραφικής σκηνοθεσίας και θεάτρου.
Τα έργα του έχουν συχνά αυτοβιογραφικό υπόβαθρο, ενώ τα περισσότερα ήταν δράματα πλάι σε λίγες κωμωδίες και ντοκιμαντέρ. Επίκεντρο της θεματολογίας του ήταν υπαρξιακά θέματα, όπως ο θάνατος, η αναζήτηση του θείου, η μοναξιά κι οι διαπροσωπικές σχέσεις. Η προκλητική για την εποχή αναπαράσταση της σεξουαλικότητας οδήγησε συχνά στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 σε προβλήματα με τη λογοκρισία.
Γεννήθηκε στην Ουψάλα της Σουηδίας στις 14 Ιουλίου του 1918, ως το μεσαίο από τα τρία παιδιά ενός Λουθηρανού πάστορα, του Λερικ Μπέργκμαν και της συζύγου του, Κάριν. Έλαβε αυστηρή, χριστιανική ανατροφή, ενώ είχε πολύ συγκρουσιακή σχέση με τους γονείς του, καθώς σε περίπτωση ανυπακοής, τον χτυπούσαν με μπαστούνι ή τον έκλειναν στην ντουλάπα. Επηρεασμένος από το συντηρητικό περιβάλλον δήλωνε αργότερα πως ως νέος θαύμαζε το Χίτλερ και το ναζισμό.
Σε ηλικία 10 ετών, έδωσε εκατό στρατιωτάκια στον αδελφό το ως αντάλλαγμα για το κινηματογραφικό μηχάνημα που είχε κάνει ως δώρο. Πήγαινε συχνά σινεμά με τη γιαγιά του και θαύμαζε σκηνοθέτες του βωβού κινηματογράφου από την πόλη του, κυρίως το Βίκτορ Σγέστρεμ.
Στην εφηβεία του ασχολήθηκε με το θέατρο, ιδίως με το έργο του δραματουργού Άουγκουστ Στρίντμπεργκ. Το 1938 άρχισε να σπουδάζει Ιστορία της Λογοτεχνίας, χωρίς να τελειώσει τις σπουδές του και άρχισε να συμμετέχει σε θιάσους, αρχικά ερασιτεχνικά κι αργότερα σε επαγγελματική βάση.
Το 1944 γυρίστηκε σε ταινία το πρώτο σενάριο του Μπέργκμαν, “Η Υπάκουη”, ενώ δύο χρόνια μετά προβλήθηκε η πρώτη του κινηματογραφική ταινία, “Κρις, που πέρασε απαρατήρητη από κοινό και κριτικούς.
Οι πρώτες ταινίες του βρίσκονται υπό την επιρροή του ποιητικού ρεαλισμού, του νεορεαλισμού και του φιλμ νουάρ. Συχνό θέμα είναι η αγάπη δύο νέων που συνθλίβεται από το εχθρικό περιβάλλον αλλά και τη δική του ανικανότητα.
Η πρώτη ταινία που θεωρείται ότι αποτυπώνει το προσωπικό στιλ του Μπέργκμαν είναι το “ένα καλοκαίρι” που βασίζεται σε εμπειρίες του δεύτερου αποτυχημένου γάμου του με την Έλεν Λούντστρεμ. Ο ίδιος έλεγε για το έργο: “Ήξερα ξαφνικά πώς βάζω την κάμερα στο σωστό σημείο, ότι παίρνω τα σωστά αποτελέσματα, ότι όλα είναι εντάξει”. Η ταινία αποτέλεσε την πρώτη των λεγόμενων “καλοκαιρινών” ταινιών του σκηνοθέτη, συνήθως με πρωταγωνίστρια την Κάτιετ Άντερσον, με τόνο συγκριτικά ανάλαφρο. Μία εξ αυτών, το “χαμόγελο μιας καλοκαιρινής νύχτας”, βραβεύτηκε στις Κάννες το 1956, ανοίγοντας το δρόμο για τα γυρίσματα του αριστουργήματος του “Η έβδομη σφραγίδα”. Το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης και το ερώτημα για την ύπαρξη θεού αποτελούν τους θεματικούς πυλώνες της ταινίας, όπου ο ιππότης πρωταγωνιστής βιώνει μια τεράστια εσωτερική δοκιμασία και νιώθει την πίστη του να κλονίζεται.
Με το μεσαιωνικό και πάλι δράμα “Η πηγή των παρθένων” παίρνει για πρώτη φορά το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας το 1960. Τεράστιο σκάνδαλο προκαλείται διεθνώς με την ταινία “Η σιωπή” λόγω της απεικόνισης ερωτικών σκηνών που οδήγησε στην απαγόρευση της προβολής της ή έντονες περικοπές σε πολλές χώρες. Στην πειραματική ταινία “Περσόνα” εμφανίζεται για πρώτη φορά η Νορβηγίδα Λιβ Ούλμαν που πρωταγωνιστεί σε πολλές από τις επόμενες ταινίες του, ενώ από τη σχέση τους γεννήθηκε 1966 η κόρη τους, Λιν Ούλμαν.
Οι επόμενες ταινίες του δεν είχαν επιτυχία με εξαίρεση το “Κραυγές και Ψίθυροι” (1972). Πολύ μεγάλη απήχηση είχε αντίθετα η τηλεοπτική σειρά “Σκηνές από ένα γάμο” (1973) που διασκευάστηκε και κινηματογραφικά.
Σημαντική αναγνώριση κέρδισε και η διασκευή της όπερας του Μότσαρτ “Ο μαγικός αυλός” (1975). Ένα χρόνο μετά κατηγορήθηκε για φοροδιαφυγή, κατηγορία που αποσύρθηκε, ο σκηνοθέτης όμως, νιώθοντας θιγμένος, εγκαταστάθηκε στο Μόναχο, όπου εργάστηκε σε μεγάλο θέατρο της πόλης. Από τις επόμενες ταινίες ξεχωρίζουν η “Φθινοπωρινή Σονάτα” (1978) και η τελευταία του κινηματογραφική δουλειά “Φάννυ και Αλέξανδρος” (1981), που παρέλαβε 4 Όσκαρ. Ως το τέλος της ζωής του αφοσιώθηκε στο θέατρο, ενώ τελευταία του τηλεοπτική δουλειά ήταν το “Sarabande” με τη Λιβ Ούλμαν, συνέχεια του “Σκηνές από ένα γάμο”, σημειώνοντας ρεκόρ τηλεθέασης το 2003. Έφυγε από τη ζωή στις 30 Ιούλη του 2007, στο σπίτι του στο νησί Φάρε, όπου και κηδεύτηκε.