Ίων Δραγούμης – Ένας διαχρονικός “σταρ” της ελληνικής ακροδεξιάς
Αποκλίνοντας από την κυρίαρχη έκφανση του μεγαλοϊδεατικού εθνικισμού, που έβλεπε ως κλειδί της επέκτασης του ελληνικού κεφαλαίου τις εδαφικές προσαρτήσεις, αντέτεινε το σχέδιο εκ των έσω διάβρωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσω της οικονομικής κι εν συνεχεία πολιτικής κυριαρχίας της ελληνικής αστικής τάξης.
Ευφυής, εμφανίσιμος, δραστήριος πολιτικά και λογοτεχνικά και με έντονη προσωπική ζωή, ο Ίων Δραγούμης είχε όλα τα προσόντα για να αναδειχθεί σε σύμβολο των εθνικιστών, ιδιαίτερα μετά το βίαιο θάνατό του από βενιζελικούς παρακρατικούς σαν σήμερα το 1920. Αποκλίνοντας από την κυρίαρχη έκφανση του μεγαλοϊδεατικού εθνικισμού, όπως εκφράστηκε στην εποχή του κυρίως μέσω του Ελευθερίου Βενιζέλου, που έβλεπε ως κλειδί της επέκτασης του ελληνικού κεφαλαίου τις εδαφικές προσαρτήσεις, αντέτεινε το σχέδιο εκ των έσω διάβρωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσω της οικονομικής κι εν συνεχεία πολιτικής κυριαρχίας της ελληνικής αστικής τάξης, θέση που τον ανέδειξε σε έναν από τους βασικούς εκπροσώπους του αντιβενιζελικού ρεύματος.
Γεννήθηκε στις 2 Σεπτέμβρη του 1878 στην Αθήνα κι ήταν γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας με παράδοση σε πολιτικές θέσεις ισχύος. Ο πατέρας του Στέφανος Δραγούμης είχε υπάρξει υπουργός του Χαρίλαου Τρικούπη, τον οποίο θαύμαζει ιδιαίτερα κι ο γιος του, κι είχε διατελέσει πρωθυπουργός για ένα διάστημα μετά το κίνημα στο Γουδί το 1909.
Μετά από σπουδές νομικής στην Αθήνα και το Παρίσι εισήλθε το 1899 στην διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, ενώ τρία χρόνια μετά με αίτησή του διορίστηκε στο Προξενείο του Μοναστηρίου, όπου πρωτοστάτησε στον αγώνα του ελληνικού κράτους να επηρεάσει υπέρ του τους διαμφισβητούμενους πληθυσμούς της Δυτικής Μακεδονίας. Συνδέθηκε στενά με τον Παύλο Μελά, ο οποίος ήταν σύζυγος της αδελφής του, από το θάνατο του οποίου εμπνεύστηκε και το πρώτο του έργο, που κυκλοφόρησε με ψευδώνυμο το 1907, “Μαρτύρων και Ηρώων αίμα”, που αποτελεί μια εξιδανικευτική παρουσίαση του Μακεδονικού Αγώνα, διανθισμένη από ρατσιστικές αντιλήψεις περί φυλής. Μετά από μια σειρά πόλεων στις οποίες υπηρέτησε ως πρόξενος μετατέθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου γνωρίστηκε με την Πηνελόπη Δέλτα, που τον ερωτεύτηκε παράφορα, χωρίς να ολοκληρώσουν το δεσμό τους. Μετά το χωρισμό τους το 1908, με εξαίρεση την αλληλογραφία και κάποιες σποραδικές συναντήσεις τα επόμενα χρόνια, ο Δραγούμης συνδέθηκε με τη διάσημη ηθοποιό Μαρίκα Κοτοπούλη ως το θάνατό του, προκαλώντας σκάνδαλο στην υψηλή κοινωνία των Αθηνών και αποκλεισμό από την κληρονομιά του πατρικού του σπιτιού.
Το 1907 τοποθετήθηκε στην ελληνική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, όπου ένα χρόνο μετά ίδρυσε με τον Αθανάσιο Σουλιώτη Νικολαΐδη την “Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως”, η οποία, όπως και η προηγούμενη οργάνωση που είχε ιδρύσει ως υποπρόξενος Μοναστηρίου, περιλάμβανε στο ρεπερτόριό της την οργάνωση πολιτικών δολοφονιών στα οθωμανικά εδάφη.
Συνεχίζει τη διπλωματική του καριέρα και συμμετέχει στην προετοιμασία του κινήματος στο Γουδί το 1909. Το 1910 επιστρέφει στο Υπουργείο Εξωτερικών, συντάσσοντας το υπόμνημα με τίτλο “Γενικόν Εθνικόν Πρόγραμμα”, στο οποίο προτείνει τις συμμαχίες που θα έπρεπε να συνάψει η ελληνική κυβέρνηση για να πετύχει τους στόχους της στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Το 1911 εκδίδεται το έργο του “Όσοι ζωντανοί”, όπου καταθέτει τις απόψεις του περί “αναγέννησης της φυλής”.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού συμμετείχε ως δεκανέας στη μάχη τον Γιαννιτσών, αναρτώντας προσωπικά την πρώτη ελληνική σημαία στην αρχιεπισκοπή της πόλης. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον έπαυσε για ένα διάστημα από τη θέση του, αποδίδοντάς του την κατάληψη του ιταλοκρατούμενου Καστελόριζου εν γνώση του τότε υπ. Εξωτερικών Λάμπρου Κορομηλά, κάτι που αρνήθηκε ο ίδιος. Πάντως συνέχισε να υπηρετεί υπό τις εντολές του Βενιζέλου σε διπλωματικά πόστα και τα επόμενα χρόνια.
Αποφασίζει να έλθει σε ρήξη μαζί του τερματίζοντας τη διπλωματική του καριέρα και κατερχόμενος στην πολιτική το 1915 ως ανεξάρτητος βουλευτής Φλώρινας – Καστοριάς, απ’όπου καταγόταν κι η οικογένειά του. Υιοθέτησε έντονα αντιανταντική στάση, κατηγορώντας τη βενιζελική παράταξη ότι άνοιξε ορθάνοιχτα το δρόμο για τις παρεμβάσεις των Αγγλογάλλων στην Ελλάδα, θέσεις που ανέπτυξε και μέσω άρθρων αλλά και των περιοδικών “Πολιτική Επιθεώρηση” και “Εξωτερική Επιθεώρηση”.
Τον Ιούνη του 1917 δημοσιεύει στην “Πολιτική επιθεώρηση” το άρθρο “Το Μάθημα των Πραγμάτων”, όπου διαμαρτύρεται για την επέμβαση της Αντάντ και την εξορία του βασιλιά Κωνσταντίνου, κάτιπου είχε ως αποτέλεσμα το κλείσιμο του περιοδικού και τον εκτοπισμό του στην Κορσική, όπου θα παραμείενι ως το Μάη του 1919. Εκεί συγγράφει το “Σταμάτημα” έργο φιλοσοφικού κυρίως χαρακτήρα.
Αντιτάχθηκε στη Μικρασιατική Εκστρατεία, θεωρώντας πως ήταν ανέφικτο να πραγματοποιηθεί η κατάκτησή της μέσω ενός νέου πολέμου, προκρίνοντας την πάγια ιδέα του για τη δημιουργία ενός ελληνοτουρκικού κράτους. Μετά την απελευθέρωσή του στα τέλη του 1919 επέστρεψε στην Αθήνα, όπου πρωτοστάτησε στην συνεννόηση των αντιβενιζελικών κομμάτων, με αποκορύφωμα τη δημιουργία της “Ενωμένης Αντιπολίτευσης” που θα κέρδιζε τις εκλογές του 1920. Δεν πρόλαβε να δει την επιτυχία αυτή της παράταξής του, καθώς μια μέρα μετά την ανεπιτυχή απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου στο Παρίσι στις 30 Ιούλη 1920, έγινε ο ίδιος στόχος δολοφονικής επίθεσης απέναντι από το ξενοδοχείο “Χίλτον”, από σωματοφύλακες του Βενιζέλου, με επικεφαλής το διαβόητο Κρητικό οπλαρχηγό Παύλο Γύπαρη.
Πυρήνας του εθνικιστικού του οράματος ήταν η δημιουργία ενός “Ανατολικού Κράτους”, το οποίο θα αποτελούνταν από ένα συνασπισμό εθνών της Μικράς Ασίας και τον Βαλκανίων, με επικεφαλής Έλληνες και Τούρκους, και σε δευτερεύοντα ρόλο Αλβανούς και Αρμένιους, ενώ ως πρωτεύουσα θα οριζόταν η Κωνσταντινούπολη. Οι δύο κυρίαρχες εθνότητες θα ήταν οι μόνες που θα εξέλεγαν βουλευτές και θα καταλάμβαναν μόνιμες θέσεις. Πεπεισμένος για την πνευματική και οικονομική υπεροχή του ελληνικού στοιχείο στο νέο κράτος, καλούσε το υπάρχον ελληνικό κράτος να απομακρύνει τα ξενόφερτα δυτικά στοιχεία (δεν είναι τυχαίο ότι του αποδίδεται ο όρος “φραγκολεβαντινισμός”) λειτουργώντας ως πρότυπο οργάνωσης του νέου σχηματισμού. Οι Σλάβοι και οι Εβραίοι από την άλλη αντιμετωπίζονταν ως κίνδυνος για τον ελληνισμό, περιφρονώντας του πρώτους και θεωρώντας μη αφομοιώσιμους τους δεύτερους, θέση στην οποία συνέβαλε και ο ανταγωνισμός που αντιπροσώπευαν για την ελληνική αστική τάξη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής, θεωρώντας όπως και άλλοι εθνικιστές ομοϊδεάτες του πως η υιοθέτηση της γλώσσας του λαού θα διευκόλυνε τον προσεταιρισμό του στα αλυτρωτικά σχέδια της αστικής τάξης. Απέρριπτε το σοσιαλισμό σε ελιτίστικη βάση, προβάλλοντας ως απαραίτητο των ανταγωνισμό σε κοινωνικό και ταξικό επίπεδο, ώστε να προκύψει η αρχή της “αριστείας”. Κατηγορώντας το σοσιαλισμό ως επείσακτο μοντέλο, πρότεινε το “συνεργατισμό” ως “ελληνικότατο προϊόν”, ιδέα που παραπέμπει στον κορπορατισμό που εφάρμοσε ο αργότερο ο Μουσολίνι κι άλλα φασιστικά καθεστώτα, οδηγώντας ορισμένους μελετητές να κατατάξουν τη σκέψη του Δραγούμη στο λεγόμενο “πρωτοφασισμό”. Αινιγματικές είναι οι αποστροφές του προς το τέλος της ζωής του, που δείχνουν μια πιθανή ιδεολογική μεταστροφή ή τουλάχιστον κάποιο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στη Ρωσία και την Οχτωβριανή επανάσταση. “Τώρα μπαίνω σε μια σοσιαλιστική και ανθρωπιστική περίοδο. Αρχίζω να λαβαίνω συνείδηση του αναρχισμού μου (1917-1919) και προχωρώ…¨, ενώ από την Κορσική καταδίκαζε την ιμπεριαλιστική επέμβαση κατά των μπολσεβίκων και την ελληνική συμμετοχή, σημειώνοντας στο ημερολόγιό του: “Η Ρωσία, αφού έκαμε τη ριζοσπαστικότερη κοινωνική επανάσταση, παλεύει μεταξύ της και με την ξενική επέμβαση. Έλληνες και Γάλλοι στρατιώτες πολεμούν στην Οδέσσα. Μακάρι να τσακιστούν από τους μπολσεβίκους”.
Χαρακτηριστικό της ακτινοβολίας μεταξύ των εκπροσώπων του αστισμού στο πρώτο τρίτο του 20ου αιώνα είναι όσα έγραψε για εκείνον ο μεγάλος μαρξιστής ιστορικός Γιάννης Κορδάτος:
«Η αστική μας τάξη πρέπει να κλάψει ειλικρινά την τραγική δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη (Ίδα). Έχασε έναν πολιτικό της από τους πιο διαλεχτούς, τίμιους και ηθικούς. Ο αντιπολιτευόμενος αστικός κόσμος ίσως έχασε το μόνο πολιτικό άντρα που μπορούσε με τα ηθικά και πνευματικά του προσόντα ν’ αντικρύσει και να πολεμήσει τη βενιζελική ιδεολογία. Ο τραγικός του θάνατος αφαιρεί από την αστική αντιπολίτεψη το σημαντικώτερό της παράγοντα και κλονίζει την Κυβέρνηση στο «φιλελευτερισμό» της, που με την τελευταία αυτή πράξη των οργάνων της –μαζί με τόσες άλλες- ξεσκεπάζεται και στο Εξωτερικό ακόμα. (…)
Τον πρωθυπουργό Βενιζέλο τονέ μισούσε σαν πολιτικό. Το πήρε κατάκαρδα γιατί ο Β. με ξένη δύναμη επιβλήθηκε αυτός κ’ η πολιτική του. Το λογάριαζε πολύ που συνταγματικές ελευτερίες τσαλαπατηθήκανε από τους Βενιζελικούς. Εχαραχτήριζε πολύ άσκημα τους Βενιζελικούς κοινωνιολόγους που κολλήσανε στο βενιζελικό καθεστώς, και σε ωρισμένες κρίσιμες στιγμές εσωτερικής οξύτητας δε βγάλανε κραυγή διαμαρτυρίας».