Μίλτον Φρίντμαν – Το “πρόσωπο” του νεοφιλελευθερισμού
Δεν είναι τυχαίο ότι οι θεωρίες της λεγόμενης “Σχολής του Σικάγο”, αναδείχθηκαν δυναμικά μετά από δεκαετίες “προετοιμασίας” ακριβώς την περίοδο που το μοντέλο της μεταπολεμικής κεϊνσιανής συναίνεσης στο δυτικό καπιταλισμό έφτανε στα όρια του.
Η αστική οικονομική σκέψη του 20ου αιώνα κινήθηκε ανάμεσα στο δίπλο του Τζον Μέιναρντ Κέινς από τη μια και των Μίλτον Φρίντμαν και Φρίντριχ Χάγιεκ. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι οι θεωρίες της λεγόμενης “Σχολής του Σικάγο”, αναδείχθηκαν δυναμικά μετά από δεκαετίες “προετοιμασίας” ακριβώς την περίοδο που το μοντέλο της μεταπολεμικής κεϊνσιανής συναίνεσης στο δυτικό καπιταλισμό έφτανε στα όρια του, με την πετρελαϊκή κρίση του 1973. Η απονομή του βραβείου Νόμπελ στο Μίλτον Φρίντμαν το 1976, που ήρθε στη ζωή σαν σήμερα το 1912, υπήρξε συμβολικά πεδίο καμπής, παρότι σε πρακτικό επίπεδο οι πολιτικές που πρέσβευαν οι μονεταριστές του Σικάγο θα διαδίδονταν κάποια χρόνια αργότερα – κάνοντας πάντως δυναμική αρχή στη Χιλή του Πινοσέτ την ίδια περίοδο – για να καταλήξουν να αποτελούν την κυρίαρχη οικονομική ορθοδοξία μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ακόμα και – αν όχι περισσότερο – μεταξύ των δυνάμεων της δυτικής σοσιαλδημοκρατίας.
Ο Φρίντμαν ήταν γιος ουγγροεβραϊκής οικογένειας της Νέας Υόρκης. Σε ηλικία 16 ετών ξεκίνησε σπουδές Μαθηματικών και Οικονομίας στο πανεπιστήμιο του Rutgers, συνεχίζοντας αργότερα με οικονομικές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Έγινε διδάκτορας του πανεπιστημίου της Κολούμπια με διατριβή για την εισοδηματική κατάσταση των ελεύθερων επαγγελματιών, όπου ανιχνεύονται ήδη οι θεωρητικοί του προσανατολισμοί στην κατεύθυνση αυτού που ο ίδιος θεωρούσε αναβίωση του κλασικού φιλελευθερισμού. Το 1946 ξεκίνησε να διδάσκει στο πανεπιστήμιο του Σικάγου, θέση που θα κρατούσε τα επόμενα χρόνια, διαμορφώνοντας σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο της ομώνυμης σχολής. Συμμετείχε στην ιδρυτική συνάντηση της Εταιρείας Mont Pelerin του ομοϊδεάτη του Χάγιεκ τον Απρίλη του 1947, ενός από τα βασικά θινκ τανκ προώθησης φιλελεύθερων ιδεών στον αντίποδα των αναδιανεμητικών μοντέλων που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή.
Η πρώτη συστηματική κριτική του κεϊνσιανισμού από πλευράς του εμφανίζεται το 1957 στο έργο “Μια θεωρία της λειτουργίας της κατανάλωσης”, ενώ μέσα από την εβδομαδιαία στήλη του στο περιοδικό Newsweek από το 1966 ως το 1984, βρήκε σημαντική απήχηση σε πολιτικούς και επιχειρηματικούς κύκλους, αρχικά με λανθάνοντα κι αργότερα με εμφανή τρόπο. Υπήρξε επίσης οικονομικός σύμβουλος του υπερσυντηρητικού Ρεπουμπλικανού προεδρικού υποψηφίου Μπάρι Γκόλντγουοτερ το 1964.
Το κυριότερο έργο του θεωρείται η “Νομισματική ιστορία των ΗΠΑ 1867-1960” που συνέγραψε με τη συνάδελφό του Άννα Σβαρτς, όπου υποστηρίζει ότι οι οικονομικές κρίσεις δεν οφείλονται σε αστάθεια του ιδιωτικού τομέα, αλλά στην ποσότητα χρήματος που παρήγαγε το Ομοσπονδιακό Σύστημα Αποθεμάτων. Την ίδια χρονιά έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό με το εκλαϊκευτικό έργο “Καπιταλισμός κι ελευθερία”, όπου μεταξύ άλλων υποστήριξε την αντικατάσταση της υποχρεωτικής δημόσιας εκπαίδευσης από σχολικά κουπόνια, όπως και την κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας. Ο ίδιος θεωρούσε μάλιστα ότι η τελευταία ήταν εν πολλοίς προσωπικό του επίτευγμα, παραβλέποντας το ρόλο που είχε παίξει η εμπειρία του πολέμου του Βιετνάμ και ο στόχος αποτροπής της επανάληψης ενός παρόμοιας έκτασης αντιπολεμικού κινήματος σε αμερικανικό έδαφος.
Μετά την κατάρρευση του συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών του Μπρέτον – Γουντς το 1971 εισηγήθηκε στην αμερικανική κυβέρνηση ένα νέο σύστημα ισοτιμιών που έφερε θετικά αποτελέσματα για την καπιταλιστική ανάπτυξη των ΗΠΑ, ενισχύοντας το κύρος του οικονομολόγου στους ηγετικούς κύκλους της χώρας. Καίριος υπήρξε ο ρόλος του στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής ραγδαίων ιδιωτικοποιήσεων και λιτότητας στη χούτνα του Πινοσέτ, πρόσκληση της οποίας αποδέχθηκε για ομιλίες στη χώρα αποδέχθηκε το 1975, ενώ μαθητές του, οι λεγόμενοι “Chicago boys” πρωτοστάτησαν στην πρακτική υλοποίηση των θεωριών του, με καταστροφικά αποτελέσματα για τα λαϊκά στρώματα. Ο ίδιος δικαιολογούσε το ρόλο του συγκρίνοντας τον με εκείνον ενός γιατρού που θα καλούνταν να αντιμετωπίσει μια επιδημία.
H προεδρία του Ρόναλντ Ρήγκαν υπήρξε μια “χρυσή εποχή” για τον Φρίντμαν, που με τη σύζυγό του εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’80 σε μια σειρά εκπομπών με οικονομικό περιεχόμενο και τίτλο “Free to choose”, ενώ το 1988 βραβεύτηκε με το “Μετάλλιο της ελευθερίας” των ΗΠΑ, την ανώτατη τιμητική διάκριση σε πολίτη. Ο ίδιος αντιπαθούσε τον όρο “νεοφιλελευθερισμός”, λέγοντας πως απλώς συνέχιζε την παράδοση του κλασικού φιλελευθερισμού του 18ου και 19ου αιώνα.
Συνέχισε ως τα βαθιά γεράματα να προπαγανδίζει τα πλεονεκτήματα της ελεύθερης αγοράς με ελάχιστη κρατική παρέμβαση, λειτουργώντας και ως πρότυπο για την “ανασύνταξη” της οικονομίας στα πρώην σοσιαλιστικά κράτη, με βασικότερο παράδειγμα την Εσθονία, την “Τίγρη της Βαλτικής”, όπως ονομάστηκε για ένα διάστημα, της οποίας ο πρόεδρος το διάστημα 1992-1994, Μαρτ Λααρ, δήλωνε πως πριν την ανάληψη των καθηκόντων του το “Καπιταλισμός και ελευθερία” ήταν το μόνο έργο που είχε διαβάσει. Για το ευρώ ο Φρίντμαν είχε εκφραστεί με επιφύλαξη, προβλέποντας πως θα διαλυόταν με την πρώτη μεγάλη παγκόσμια οικονομική ύφεση. Έφυγε από τη ζωή το Νοέμβρη του 2006 από καρδιακή ανεπάρκεια.