Μπάρακ Ομπάμα – Τι έχουν να χωρίσουνε λευκοί και νέγροι ιμπεριαλιστές
“Ναι, μπορούμε” ήταν ένα από τα κεντρικά συνθήματα με τα οποία εξελέγη ο πρώτος μαύρος πρόεδρος των ΗΠΑ. Το ερώτημα ήταν τι μπόρεσε και για ποιους.
Η αγιοποίηση Αμερικανών προέδρων σαφώς και δεν είναι καινούριο φαινόμενο, σπάνια όμως μετά τη δολοφονία του Τζον Κένεντι είχαμε περιπτώσεις όπου τόσο ένθερμοι διεθνείς διθύραμβοι γράφτηκαν κι ακούστηκαν πριν ακόμα αναλάβει κάποιος το προεδρικό αξίωμα, όπως συνέβη με τον Μπάρακ Ομπάμα, 44ο πρόεδρο των ΗΠΑ και πρώτο Αφροαμερικανό στην ιστορία της χώρας στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, που σήμερα κλείνει τα 57 του χρόνια. Παρουσιάστηκε περίπου σαν κάτι μεταξύ μετενσάρκωσης του Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ και του Γκάντι, ενώ ενδεικτική της τεράστιας παγκόσμιας εκστρατείας προβολής του ήταν το γεγονός πως το 2009, μόλις λίγους μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, του απονεμήθηκε “προκαταβολικά” το Νόμπελ Ειρήνης, στη λογική “ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε”. Στην πραγματικότητα, όπως εξάλλου κι άλλοι κάτοχοι του βραβείου μέσα στα χρόνια, μόνο φιλειρηνική δεν αποδείχτηκε παρά τις προεκλογικές διακηρύξεις η οκταετής συνολικά θητεία του, ενώ ακόμα και στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής όπου τόσες προσδοκίες είχε καλλιεργήσει, ελάχιστα ήταν τα βήματα που έγιναν, ενώ σε μια σειρά ζητημάτων υπήρξε στασιμότητα ή και οπισθοχώρηση. Στην πραγματικότητα, ο Ομπάμα, ακόμα και σήμερα που οι θριαμβικοί τόνοι κάπως μετριάστηκαν, κατορθώνει να διατηρεί ένα προσωπείο “προοδευτισμού” πρακτικά μόνο λόγω της έξαλλης αντιπολίτευσης που δέχτηκε από την πρώτη στιγμή από μεγάλη μερίδα των πολιτικών του αντιπάλων στις ΗΠΑ, που τον παρουσίασαν κατά καιρούς ως άθεο, κρυπτομουσουλμάνο, ακόμα και…μαρξιστή. Ορισμένοι μάλιστα είχαν φτάσει στο σημείο να αμφισβητούν την αμερικανική του ιθαγένεια, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάδειξη στο προεδρικό αξίωμα, οδηγώντας τον Ομπάμα να δείξει ζωντανά σε εκπομπή το πιστοποιητικό γέννησής του σε εκπομπή.
Γεννήθηκε στη Χονολουλού της Χαβάης σαν σήμερα το 1961 από πατέρα Κενυάτη και μητέρα λευκή από τη Wichita των ΗΠΑ, που είχαν παντρευτεί ως φοιτητές στην νεότερη πολιτεία των ΗΠΑ γιατί μόνο εκεί επιτρεπόταν τότε οι μεικτοί γάμοι λευκών και μαύρων. Χώρισαν όταν ήταν 3 ετών κι ο μικρός Μπάρακ ξανάδε τον πατέρα του τελευταία φορά όταν ήταν 10 ετών. Ο Μπάρακ Χουσεΐν Ομπάμα σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο Ναϊρόμπι το 1982, αφήνοντας πίσω του οχτώ παιδιά από διαφορετικές μητέρες. Ο μικρός Μπάρακ μετακόμισε με την διδάκτορα ανθρωπολογίας μητέρα του στην Ινδονησία, όπου η ίδια είχε ξαναπαντρευτεί ντόπιο, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, ένα ακόμα από τα ετεροθαλή αδέλφια του τέως προέδρου. Εκεί φοίτησε αρχικά σε σχολή Καπουκίνων μοναχών και στη συνέχεια σε κρατικό σχολείο της Τζακάρτα. Το 1971 επέστρεψε στους παππούδες του στη Χαβάη κι αργότερα σπούδασε νομικές επιστήμες κι αργότερα νομική στο Χάρβαρντ, όπου γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του Μισέλ, με την οποία απέκτησαν δυο κόρες.
Ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία στις εκλογές του 1992, συμμετέχοντας ενεργά στην καμπάνια του Μπιλ Κλίντον. Τα επόμενα χρόνια δίδαξε συνταγματικό δίκαιο στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, ενώ από το 1996 ως το 2000 υπήρξε βουλευτής και από το 2004 ως το 2008 γερουσιαστής του Ιλινόις, όπου κέρδισε τη φήμη προοδευτικού μεταρρυθμιστή, εφαρμόζοντας μεταξύ άλλων μια πρόδρομη τοπική μορφή του μεταγενέστερου διασημότερου μέτρου του, του Obamacare. Το 2007 ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για το χρίσμα των δημοκρατικών στις προεδρικές εκλογές του επόμενου χρόνου, υποσχόμενος τερματισμό του πολέμου στο Ιράκ, προσιτή ασφάλιση για κάθε Αμερικανό και στροφή στον τομέα της ενέργειας. Επικράτησε της συνυποψήφιάς του Χίλαρι Κλίντον στις προκριματικές των δημοκρατικών ενώ υπήρξε ο πρώτος υποψήφιος που τον Ιούνη του 2008 ανακοίνωσε πως η εκστρατεία του θα χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από δωρεές ιδιωτών. Ανάμεσα στους βασικούς χρηματοδότες του βρισκόταν οι 4 από τις 5 μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες της Νέας Υόρκης, όπως η Goldman-Sachs, η JP Morgan, η Morgan Stanley, αλλά και η “μοιραία” Lehman Brothers, της οποίας η κατάρρευση λίγους μήνες αργότερα το Σεπτέμβρη του 2008 θα σηματοδοτούσε την απαρχή της μεγαλύτερης ως τώρα καπιταλιστικής κρίσης στην ιστορία.
Ο Ομπάμα κατόρθωσε να επικρατήσει σε δυο συνεχόμενες προεδρικές αναμετρήσεις, αρχικά επί του Τζον Μακκέην και το 2012 επί του Μιτ Ρόμνεϊ, στηριγμένος μεταξύ άλλων όχι μόνο στην ψήφο των Αφροαμερικανών, που εξάλλου παραδοσιακά τις τελευταίες δεκαετίες στηρίζουν το Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά και μεγάλων τμημάτων των λαϊκων στρωμάτων που ευελπιστούσαν σε βελτίωση της ζωής τους με το νέο πρόεδρο. Οι προσδοκίες δεν επαληθεύτηκαν στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους, καθώς στην πραγματικότητα η κοινωνική ανισότητα στις ΗΠΑ διευρύνθηκε, μάλιστα το διάστημα 2003-2013 άγγιξε τα μεγαλύτερα επίπεδα μετά την περίοδο 1923-1928, τις παραμονές του μεγάλου κραχ του 1929 δηλαδή. Το όριο όσων Αμερικανών ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας αυξήθηκε, αγγίζοντας το 2014 τα 100 εκ., ανάμεσά τους 16 εκ. ανήλικοι, δηλαδή το 20% του πληθυσμού κάτω των 18 ετών. Το μέσο οικογενειακό εισόδημα στο διάστημα 2013-2016 έπεσε κατά 2,3%. 46, 7 εκατομμύρια Αμερικανοί έφτασαν να σιτίζονται με κουπόνια, ενώ δε βελτιώθηκε το απαράδεκτο για εκατομμύρια εργαζόμενους καθεστώς αδειών σε περίπτωση ασθενείας ή μητρότητας. Η ανάπτυξη γύρω στο 2% που ακολούθησε την κρίση του 2008 δε σήμανε ουσιαστική βελτίωση για τη ζωή του 95% των νοικοκυριών, σύμφωνα με έρευνα του ινστιτούτου Brookings, ενώ και η πτώση της ανεργίας από 7,8% σε 5% υπήρξε περισσότερο λογιστική και πλασματική, οφειλόμενη κυρίως σε μη καταγραφή μακροχρόνια ανέργων, παρά πραγματική.
Ακόμα και η πιο περίφημη μεταρρύθμισή του, που φέρει και το όνομά του, το Obamacare δηλαδή, κάθε άλλο παρά κατόρθωσε λύσει τα τραγικά προβλήματα όσων Αμερικανών δεν μπορούν να καλύψουν το πρακτικά αποκλειστικά ιδιωτικό σύστημα υγείας στις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα κάλυπτε απλώς κάποιες επισκέψεις, φάρμακα και εξετάσεις υπό αυστερές προϋποθέσεις, ενώ συχνή και ενίοτε αρκετά υψηλή ήταν η οικονομική συμμετοχή των ίδιων των δικαιούχων του προγράμματος, ειδικά σε περίπτωση χρόνιων ασθενειών όπως ο διαβήτης. Παρόλαυτα, η μικρή αυτή στην πράξη αλλαγή, που σε συμβολικό επίπεδο πάντως ήταν όντως σημαντική και πρωτοφανής για τα αμερικανικά δεδομένα, ξεσήκωσε τη μήνι των Ρεπουμπλικανών, με κραυγές στα όρια της υστερίας και πέρα από αυτά. Καθόλου τυχαία εξάλλου ο Τραμπ δεν ενέταξε την κατάργηση του προγράμματος στην προμετωπίδα των προεκλογικών του εξαγγελιών, αν και μέχρι σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία πλήρους αποσάθρωσης αυτών των έστω ελάχιστων καλύψεων.
Ούτε όμως στον τομέα των δικαιωμάτων, στον οποίο είχε επίσης ήδη ως γερουσιαστής εδραιώσει τη φήμη του κατόρθωσε να κάνει κάποια ουσιαστική διαφορά σε σχέση με τους προκατόχους του ή ακόμα και το διάδοχό του. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Αφροαμερικανικών κοινοτήτων, που όχι μόνο δεν είδαν επί της ουσίας την ποιότητα ζωής τους να αναβαθμίζεται επί ημερών Ομπάμα, αλλά στοχοποιήθηκαν ακόμα εντονότερα από την αστυνομική βία, συχνά με φονικά αποτελέσματα. Στην μεταναστευτική πολιτική επίσης υπήρξε μια αρκετά αυταρχική προσέγγιση, παρότι στο συγκεκριμένο, όπως και σε άλλα ζητήματα ο τέως πρόεδρος μπορούσε να υπολογίζει στην ευνοϊκή στάση της πλειονότητας των ΜΜΕ υπέρ του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα “κλουβιά” παράτυπων μεταναστών που ξεσήκωσαν σάλο πριν λίγους μήνες επί Τραμπ, ενώ είχαν περάσει απαρατήρητα επί Ομπάμα, σε βαθμό που σχετικές φωτογραφίες διέρρευσαν αρχικά από το δικό του επιτελείο ως δήθεν πρόσφατες.
Σε διεθνές επίπεδο, ακολούθησε σε γενικές γραμμές την ιμπεριαλιστική πεπατημένη των προκατόχων του, όχι όμως μόνο στην ουσία, όπως θα ήταν και αναμενόμενο για οποιονδήποτε άλλο στη θέση του, αλλά συνήθως ακόμα και στην μορφή, με ελάχιστες τροποποιήσεις ή αποκλίσεις, όπως πχ. η συμφωνία με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα ή μια κάποια προσέγγιση με την Κούβα, πολιτικές που αναιρέθηκαν από το διάδοχό του. Κατά τα λοιπά, τόσο στο Ιράκ όσο και στο Αφγανιστάν η εμπλοκή των ΗΠΑ συνεχίστηκε, ενώ ακόμα και η βάση του Γκουαντάναμο παρά τις κατά καιρούς διακηρύξεις γαι το κλείσιμό της, παρέμεινε και παραμένει σε λειτουργία. Ιδιαίτερα βρώμικος υπήρξε ο ρόλος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής επί ημερών του στη λεγόμενη Αραβική Άνοιξη, με αποκορύφωμα την ωμή επέμβαση το 2011 για την ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι, ενώ εγκληματική ήταν και εμπλοκή των ΗΠΑ στη Συρία, με την ανοιχτή στήριξη και χρηματοδότηση της λεγόμενης “μετριοπαθούς” συριακής αντιπολίτευσης κατά του Μπασάρ-αλ Άσαντ, που στην πραγματικότητα βέβαια ήταν πιο φανταστική κι από μονόκερο, προκαλώντας έναν από τους πιο ματοβαμμένους πολέμους στη Μέση Ανατολή. Τέλος δεν πρέπει να ξεχαστεί και ο ρόλος των ΗΠΑ στη στήριξη των φασιστικών κυβερνήσεων που αναδείχθηκαν στην Ουκρανία μετά το Ευρωμεϊντάν του 2014, στα γενικότερα πλαίσια της όξυνσης της ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία, που συνεχίζεται αμείωτη ως τις μέρες μας, ενώ ειδικά στο στρατόπεδο των δημοκρατικών έλαβε διαστάσεις μιας ενίοτε γκροτέσκας ρωσοφοβίας.
Ο Ομπάμα επέλεξε να κλείσει τα ταξίδια του ως πρόεδρος με την επίσκεψή του στην Αθήνα το Νοέμβρη του 2016, απευθύνοντας μάλιστα και τμήμα της ομιλίας στο ίδρυμα “Σταύρος Νιάρχος” στα ελληνικά. Έτσι τροφοδότησε ένα νέο κύμα λατρείας στην κυβέρνηση Σύριζα και τα ελληνικά ΜΜΕ, που δεν εμπόδισε όμως, ειδικά την πρώτη, μετά από ένα σύντομο ξέσπασμα κατά Τραμπ να συμφιλιωθεί με το διαβολικά καλό νέο πρόεδρο, οδηγώντας τις διαχρονικά στενές ελληνοαμερικανικές σχέσεις σε επίπεδα “αλληλοκατανόησης” που είχαμε να δούμε από τη χούντα. Εξάλλου, όπως θα έλεγε και μια πρώην ΚΚΕ ψυχή “Οι φιλίες δε χαλάνε για τα κόμματα”. Πολλώ δε μάλλον αν είναι και αμερικάνικα.