Τζόλε – Λύμπε: βίοι παράλληλοι
Αν η πρόσφατη ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου (από το 95′ ως το 2010) είχε πρόσωπα, θα ήταν η απόλυτη αντίθεση μεταξύ των δύο σπουδαίων αθλητών με την τόσο διαφορετική τροπαιοθήκη: του Μίδα Τζόρτζεβιτς με το απίστευτο 12 στα 13 και του αρχοντικού αλλά άτυχου Λύμπε με το 0/15.
Γεννήθηκαν την ίδια μέρα με τρία χρόνια διαφορά, αναδείχτηκαν στην Πελοπόννησο, πήραν μεταγραφή το ίδιο καλοκαίρι για ομάδα του παλιού ΠΟΚ, ακολούθησαν όμως βίους παράλληλους κι εντελώς διαφορετικές πορείες στην καριέρα τους, σε μια εποχή που άλλαζαν τα κόζια στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς γεννήθηκε στο Κραγκούγεβατς της Σερβίας, πρόλαβε να παίξει μέχρι τα 20 του στον Πρωταθλητή Ευρώπης Ερυθρό Αστέρα και σε άλλες ομάδες, έφυγε όμως για να γλιτώσει από τη φρίκη του πολέμου και συνέχισε σε άλλες ερυθρές αποχρώσεις.
Ο Σταυρόπουλος του Πανηλειακού πρόλαβε το κελεπούρι κι έφερε τον Τζόλε στον Πύργο, για μια ομάδα που έπαιζε τότε στη Γ’ Εθνική. Τρία χρόνια αργότερα βρισκόταν στα μεγάλα σαλόνια, με συνεχόμενες ανόδους και ο πρόεδρος της ομάδας θα πουλούσε πακέτο τον Τζόρτζεβιτς μαζί με το Γιαννακόπουλο στον Ολυμπιακό του Σωκράτη Κόκκαλη και του Ντούσαν Μπάγεβιτς. Λίγοι το αντιλαμβάνονταν τότε, αλλά αυτές οι μεταγραφές έγιναν κομμάτι της ιστορίας που άλλαζε δραματικά.
Ο Τζόρτζεβιτς πήγε στον Ολυμπιακό που είχε περάσει δέκα πέτρινα χρόνια ξηρασίας χωρίς τίτλους. Πήρε όμως το πρωτάθλημα την πρώτη κιόλας χρονιά του στην ομάδα, όπως και τα επόμενα έξι, φτάνοντας τα επτά συνεχόμενα και φτιάχνοντας μια μικρή δυναστεία. Ακολούθησε μια πράσινη παρένθεση το 2004 κι ύστερα άλλα πέντε ερυθρόλευκα πρωταθλήματα, για να φτάσει συνολικά τα 12 σε 13 χρόνια, σε μια μοναδική επίδοση.
Ο Τζόλε ήταν από τους πλέον εμβληματικούς πρωταγωνιστές αυτής της πορείας, φτάνοντας παράλληλα στους 8 του Τσάμπιονς Λιγκ με τον Ολυμπιακό. Μολονότι ήταν μανιώδης καπνιστής, όργωνε με ανεξάντλητα αποθέματα την αριστερή πλευρά του γηπέδου, μοίραζε παιχνίδι, έβγαζε σέντρες ακριβείας με το φαρμακερό αριστερό του πόδι και έγινε σπεσιαλίστας στις στημένες φάσεις και τις εκτελέσεις πέναλτι.
Ο Τζόρτζεβιτς είναι ίσως η αυθόρμητη, αυτονόητη απάντηση στο ερώτημα για τον καλύτερο ξένο στην ιστορία του Ολυμπιακού, αν και λογίζεται βασικά σαν Έλληνας, ενώ και η γυναίκα του είναι Ελληνίδα. Αγωνιζόταν όμως για την Εθνική Σερβίας, με την οποία έπαιξε και στο Μουντιάλ του 06′ στη Γερμανία, στις τελευταίες του εμφανίσεις ως διεθνής.
Μπορεί η αγωνιστική κυριαρχία του Ολυμπιακού να ήταν βασικά καθρέφτης της απόλυτης κυριαρχίας του προέδρου του σε όλα τα επίπεδα, χρειαζόταν όμως και τους καλύτερους παίκτες για να εκφραστεί μες στο γήπεδο και ο Τζόρτζεβιτς ήταν ίσως ο κορυφαίος και πιο χαρισματικός παίκτης-σύμβολο αυτής της εποχής.
Ο Νίκος Λυμπερόπουλος, από την άλλη, ήταν από τους καλύτερους δεύτερους επιθετικούς, πίσω από τον κλασικό φορ, σε μια θέση που εκλείπει σταδιακά από το σύγχρονο ποδόσφαιρο. Το ίδιο καλοκαίρι που ο Τζόλε πήγαινε στον Πειραιά, αυτός ξεκινούσε το δικό του παράλληλο ποδοσφαιρικό βίο σε άλλα μονοπάτια.
Ξεκίνησε να παίζει μπάλα στην Εράνη Φιλιατρών -από όπου του έμεινε και η χαρακτηριστικά ένρινη προφορά- αναδείχτηκε στην Καλαμάτα και μπήκε σύντομα στο στόχαστρο των μεγάλων ομάδων, για να τον κερδίσει τελικά ο Παναθηναϊκός. Έμεινε στους πράσινους επτά χρόνια, που συνέπεσαν με τα επτά συνεχόμενα πρωταθλήματα του Ολυμπιακού. Χρεώθηκε μαζί με άλλους Έλληνες παίκτες εκείνης της γενιάς την ήττα στο διαβόητο ματς-τελικό της Ριζούπολης κι έφυγε από την ομάδα με τη στάμπα του αποτυχημένου λούζερ.
Την αμέσως επόμενη χρονιά, ο Παναθηναϊκός έσπασε το σερί του Ολυμπιακού, ο Λύμπε όμως δε γεύτηκε ποτέ τη χαρά ενός συλλογικού τίτλου κι είχε απίστευτη γκίνια σε επίπεδο ομαδικών διακρίσεων, μολονότι αναδείχτηκε δύο φορές πρώτος σκόρερ της Α’ Εθνικής, σε προσωπικό επίπεδο. Ήταν μάλιστα βασικό στέλεχος και στην Εθνική, δεν ήταν όμως στις επιλογές του Ρεχάγκελ για το EURO του 04′ κι έτσι περιορίστηκε σε ένα μετάλλιο κι ένα χαμένο τελικό με τους Εφήβους το 98′.
Στο ενδιάμεσο είχε ανοίξει και μια μικρή βεντέτα με το ερυθρόλευκο στρατόπεδο, μετά από ένα γκολ που πανηγύρισε στο ΟΑΚΑ, δείχνοντας προκλητικά τη φανέλα του στην κόκκινη κερκίδα, “για να τον θυμούνται” που θα έλεγε κι ο Οικονόμου. Πήρε όμως την απάντηση στον αγώνα-ρεβάνς για το Κύπελλο, με την εκκωφαντική τεσσάρα του αιώνιου αντιπάλου στη Λεωφόρο και την αντίστοιχη πόζα που πήραν τέσσερις ερυθρόλευκοι παίκτες.
Μετά από αυτά, η επιλογή της ΑΕΚ έμοιαζε μονόδρομος. Έμεινε εκεί συνολικά επτά χρόνια κι έκλεισε την καριέρα του, δοκιμάζοντας για λίγο την τύχη του και στην Μπουντεσλίγκα, με το πετυχημένο πέρασμά του από την Άιντραχτ Φρανκφούρτης. Με το δικέφαλο πήρε και ένα Κύπελλο Ελλάδας, ο μοναδικός τίτλος που κέρδισε στην καριέρα του ως ποδοσφαιριστής. Η ποδοσφαιρική μοίρα τον αδίκησε και του έδωσε τον άτυπο τίτλο του καλύτερου ίσως παίκτη στη σύγχρονη ιστορία της Α’ Εθνικής, που δεν πήρε ποτέ πρωτάθλημα… Το γιόρτασε όμως ως τεχνικός διευθυντής της ΑΕΚ, αφού παραμένει στο χώρο του ποδοσφαίρου από άλλο πόστο.
Αν η πρόσφατη ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου (από το 95′ ως το 2010) είχε πρόσωπα, θα ήταν η απόλυτη αντίθεση μεταξύ των δύο σπουδαίων αθλητών με την τόσο διαφορετική τροπαιοθήκη: του Μίδα Τζόρτζεβιτς με το απίστευτο 12 στα 13 και του αρχοντικού αλλά άτυχου Λύμπε με το 0/15. Κι αν αυτό αδικεί το Λύμπε, δεν τον αδικεί η στατιστική, αλλά η πραγματικότητα, που ήταν κακή μαζί του…