Ότο Ρεχάγκελ – Από τη κορυφή του Ολύμπου, μνημονιακός πρέσβης
Ο Ότο Ρεχάγκελ που έγινε ο βασιλιάς Όθωνας του ελληνικού ποδοσφαίρου, πετυχαίνοντας τους άθλους του Ρεχακλή, ήταν ένας σπουδαίος προπονητής, μάχιμος ακόμα και στην όγδοη δεκαετία της ζωής του, που κατόρθωνε σχεδόν πάντα να μεγαλουργεί με τα αουτσάιντερ, για να βάλει όμως ένα υστερόγραφο στην πορεία του από την πλευρά των ισχυρών.
Ο Ότο Ρεχάγκελ που έγινε ο βασιλιάς Όθωνας του ελληνικού ποδοσφαίρου, πετυχαίνοντας τους άθλους του Ρεχακλή, ήταν ένας σπουδαίος προπονητής, μάχιμος ακόμα και στην όγδοη δεκαετία της ζωής του, που κατόρθωνε σχεδόν πάντα να μεγαλουργεί με τα αουτσάιντερ, για να βάλει όμως ένα υστερόγραφο στην πορεία του από την πλευρά των ισχυρών.
Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1938 στη ναζιστική Γερμανία, στην Έσση. Έκανε καριέρα ως αμυντικός, παίζοντας στην τοπική Ροτ Βάις, προτού καν ιδρυθεί η Μπουντεσλίγκα, στη Χέρτα Βερολίνου (στη δυτική πλευρά της πόλης) και την Καϊζερσλάουτερν, όπου επέστρεψε αργότερα ως προπονητής.
Το 1974, όταν η Δ. Γερμανία στεφόταν παγκόσμια πρωταθλήτρια, ξεκινούσε την προπονητική του καριέρα ως βοηθός στους Κίκερς Όφενμπαχ. Έγινε για μια περίοδο γυρολόγος των πάγκων, για να βρει την προ Ελλάδας Ιθάκη του στη Βρέμη, όπου έμεινε 15 συναπτά έτη, κέρδισε δύο πρωταθλήματα, ισάριθμα Κύπελλα κι έναν ευρωπαϊκό τίτλο -το Κύπελλο Κυπελλούχων- και καθιέρωσε τη Βέρντερ στις μεγάλες δυνάμεις της Γερμανίας.
Εξαργύρωσε τη φήμη που απέκτησε, αναλαμβάνοντας την τεχνική ηγεσία της Μπάγερν Μονάχου, όπου έμεινε μόλις ένα χρόνο και απολύθηκε λίγες βδομάδες πριν οι Βαυαροί κατακτήσουν το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ με τον Μπεκενμπάουερ προσωρινό αντικαταστάτη του.
Συνέχισε στην Καϊζερσλάουτερν, με την οποία κατάφερε κάτι μοναδικό για τα δεδομένα του σύγχρονου ποδοσφαίρου, αφού την ανέβασε κατηγορία και κατέκτησε μαζί της την αμέσως επόμενη σεζόν την Μπουντεσλίγκα, αν και η ομάδα ήταν “νεοφώτιστη”.
Έμεινε εκεί ως το 00′ και με το νέο αιώνα γύρισε σελίδα στην καριέρα του, αναλαμβάνοντας τη θέση του Ομοσπονδιακού προπονητή στην Ελλάδα, για να δοκιμάσει μια νέα πρόκληση σε επίπεδο εθνικών ομάδων. Το ξεκίνημα δεν ήταν όμως ιδιαίτερα ελπιδοφόρο. Μάλιστα μετά από μια βαριά ήττα (5-1) σε αγώνα με τη Φινλανδία, τα βέλη της κριτικής έπεφταν πανταχόθεν, με πρωτοσέλιδους τίτλους όπως “Πού πας ΡΕ… ΧΑΓΚΕΛ” -λογοπαίγνιο με γνωστό σλόγκαν της εποχής που έλεγε “πού πας ρε Καραμήτρο…”
Ακόμα και στην τελική ευθεία προς την κατάκτηση του EURO της Πορτογαλίας, υπήρχε έντονη κριτική γιατί παραγκωνίζονταν παίκτες όπως ο Στολτίδης και ο Άκης Ζήκος, που την ίδια χρονιά με τη Μονακό έγινε ο μοναδικός Έλληνας παίκτης που έχει αγωνιστεί σε τελικό Τσάμπιονς Λιγκ.
Το παραμύθι του EURO και την αίσια, πέρα από κάθε φαντασία, κατάληξή του, πιθανότατα δεν την είχε φανταστεί ούτε ο ίδιος. Οι καλοί οιωνοί φάνηκαν ήδη από τα προκριματικά με την τρελή εκτός έδρας νίκη επί της Ισπανίας, την πρωτιά στον όμιλο και την απευθείας πρόκριση στα γήπεδα της Πορτογαλίας. Εκεί όπου η εθνική νίκησε δύο φορές τους διοργανωτές, έμεινε αήττητη από τους Ισπανούς και πέτυχε τρεις απίστευτες νίκες, η μία μεγαλύτερη από την άλλη, στα νοκ-άουτ, με το ίδιο σκορ (το “άγιο 1-0”) και τον ίδιο τρόπο: με κεφαλιά από σέντρα ή κόρνερ.
Ο Ρεχάγκελ παρουσίασε μια πολύ δεμένη και συμπαγή ομάδα, με δυνατό σημείο την άμυνα, χωρίς πολλές φαντεζί ενέργειες, παιχνίδι πρωτοβουλίας και παραγωγή θεάματος. Κατηγορήθηκε πως έπαιζε αντιποδόσφαιρο, ο Ρεχάγκελ όμως απαντούσε σωστά πως το φαγητό του μάγειρα προσαρμόζεται στα υλικά και τις δυνατότητες που έχει. Και η αλήθεια είναι πως δικαιούταν να λέει ό,τι θέλει, αφού οι μέρες της αμφισβήτησης είχαν περάσει ανεπιστρεπτί και αυτός ήταν ο βασιλιάς Όθωνας, καβάλα στο άλογο.
Ο Ρεχάγκελ παρέμεινε άλλη μια εξαετία στην ομάδα. Απέτυχε να οδηγήσει την Εθνική στην τελική φάση του Μουντιάλ της πατρίδας του, που τον είχε καλέσει να αναλάβει τη Νάσιοναλ Μάνσαφτ αλλά αυτός προς τιμήν του σεβάστηκε το συμβόλαιό του, τα κατάφερε όμως τέσσερα χρόνια αργότερα, στο Μουντιάλ της Ν. Αφρικής κι έγινε ο γηραιότερος προπονητής στην ιστορία του θεσμού, πριν του πάρει φέτος το ρεκόρ ο Ουρουγουανός Ταμπάρες.
Μαζί του η Εθνική πέτυχε το πρώτο γκολ και την πρώτη της νίκη σε Μουντιάλ, επί της Νιγηρίας, ενώ ενδιάμεσα είχε προκριθεί και στα τελικά του EURO του 08′, σε έναν όμιλο που θύμιζε πολύ αυτόν της Πορτογαλίας, αλλά είχε πολύ διαφορετική κατάληξη, με τρεις ήττες σε ισάριθμους αγώνες κι έναν άδοξο αποκλεισμό.
Μετά το Ρεχάγκελ, ακολούθησε η πετυχημένη θητεία του Σάντος κι έτσι ολοκληρώθηκε μια χρυσή 10ετία για την Εθνική ομάδα, που σήμερα μοιάζουν “περασμένα μεγαλεία”. Όσο για το Ρεχάγκελ, αποδέχτηκε την πρόταση της Χέρτας Βερολίνου, όπου είχε αγωνιστεί ως παίκτης, αλλά δεν κατάφερε να αποτρέψει τον υποβιβασμό της.
Το υστερόγραφο του χερ Ότο στη σχέση του με τους Έλληνες που τον αγάπησαν και “θέλανε το Γερμανό τους”, μπήκε με άσχημο τρόπο στην περίοδο των πρώτων μνημονίων, όταν η Μέρκελ αξιοποίησε το κύρος και τη δημοφιλία του, για να μεσολαβήσει εν είδει μνημονιακού πρέσβη, να εξομαλύνει το κλίμα και τις αντι-Μερκελικές κορόνες, που ήταν ψωμοτύρι τότε για τα στελέχη του νυν κυβερνώντος κόμματος.
Το εγχείρημα ωστόσο δεν μπορούσε παρά να στεφθεί με παταγώδη αποτυχία. Άλλωστε ο Ρεχάγκελ τα πήγαινε πάντα καλά όταν συμμαχούσε με τους αδύναμους (πχ την Εθνική Ελλάδας) κι όχι με τους ισχυρούς -όπως η Μέρκελ και η Μπάγερν Μονάχου. Εντάξει, δεν ήταν και σαν το Λίνεν, για να έχει κανείς απαιτήσεις…