Γιαν Πάλατς – Ιδεαλισμός κι αντεπανάσταση
Μια ευγενική μορφή που επέλεξε την αυτοθυσία για έναν κόσμο του παρελθόντος.
Το όνομα του Γιάν Πάλαχ ή Πάλατς όπως ονομάζεται συνήθως στα ελληνικά, θεωρείται μέχρι και σήμερα συνώνυμο της λεγόμενης “Άνοιξης της Πράγας” στην Τσεχοσλοβακία, παρότι η αυτοπυρπόληση που τον κατέστησε σύμβολο κατά της σοβιετικής “κατοχής” συνέβη πολλούς μήνες μετά το τερματισμό των “φιλελεύθερων” μεταρρυθμίσεων του Αλεξάντρ Ντούμπτσεκ από την επέμβαση των χωρών του συμφώνου της Βαρσοβίας τον Αύγουστο του 1968.
Στην πραγματικότητα, παρά την τεράστια δημοσιότητα που πήρε στο δυτικό τύπο και μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση και στη χώρα του η μορφή του, σχετικά λίγα πράγματα είναι βεβαιωμένα με ακρίβεια για τη σύντομη έτσι κι αλλιώς ζωή και κυρίως του 20χρονου τότε φοιτητή. Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1948 στο Μέλνικ της Τσεχοσλοβακίας σε σανατόριο. Ο πατέρας του είχε κατάστημα ή κατ’ άλλους εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής. Σε κάθε περίπτωση η επιχείρησή του κρατικοποιήθηκε από το σοσιαλιστικό καθεστώς κι ο ίδιος έγινε εργάτης. Πέθανε όταν ήταν 13 ετών και μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν για την επίδραση της αλλαγής ταξικής θέσης της οικογένειας για την ιδεολογία του νεαρού Γιαν.
Το 1966 αποφοίτησε από το γυμνάσιο της πόλης του και έδωσε εξετάσεις στο τμήμα Φιλοσοφίας, όπου δεν έγινε δεκτός αρχικά, παρότι πέτυχε στις εξετάσεις, λόγω υπερπληρότητας των προσφερόμενων θέσεων. Έτσι σπούδασε αρχικά κάποια εξάμηνα στη Σχολή Οικονομίας της Πράγας, αλλάζοντας για το τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Καρόλου στην Πράγμα την περίοδο που ξεκινούσε η λεγόμενη “άνοιξη”. Λίγες μέρες πριν την επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία, ο Πάλατς είχε επιστρέψει από ταξίδι στην ΕΣΣΔ, που ενίσχυσε τις πεποιθήσεις του κατά του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Συμμετείχε σε σειρά φοιτητικών κινητοποιήσεων κατά της επέμβασης τους επόμενους μήνες, στο μυαλό του όμως άρχισε να συλλαμβάνει ένα πολύ πιο δραστικό σχέδιο.
Στις 16 Γενάρη 1969 βρισκόταν μεταξύ τρεις και τέσσερις το απόγευμα στα σκαλιά του Εθνικού Μουσείου στα νότια της κεντρικής πλατείας Βεντσεσλάς. Έχοντας αγοράσει δυο μπιτόνια βενζίνης, έβγαλε το παλτό και άφησε το χαρτοφύλακά του στην άκρη ενός συντριβανιού, στον οποίο βρισκόταν επιστολή που είχε στείλει σε συμφοιτητές και τους συγγενείς του, και αφού περιλούστηκε με βενζίνη άναψε το σπίρτο κι άρχισε να τρέχει στην πλατεία. Ένας υπάλληλος σε κοντινό σταθμό του τραμ του πέταξε το παλτό του για να πνίξει τις φλόγες, πριν ακόμα τον παρακαλέσει ο φοιτητής να το κάνει. Ο νέος έπεσε στο έδαφος και τον συνόδευσε στο ασθενοφόρο που έφθασε αμέσως. Εκεί ο Πάλατς, που διατηρούσε τις αισθήσεις του, είπε πως η πυρκαγιά οφειλόταν στον ίδιο. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο φέροντας εγκαύματα στο 85% του σώματός του.
Στις 19 Γενάρη ο Πάλατς υπέκυψε στα τραύματά του. Σύμφωνα με τη Γιαροσλάβα Μορέσοβα, ειδική στα εγκαύματα, που ήταν η πρώτη γιατρός που τον περιέθαλψε, ο Πάλατς της δήλωσε πως δεν αυτοπυρπολήθηκε ενάντια στη σοβιετική “κατοχή” αυτή καθεαυτή, αλλά ενάντια στην “πτώση του ηθικού” που αυτή είχε προκαλέσει στους συμπολίτες του. Όπως και στο γραπτό του μήνυμα, έτσι και στο νοσοκομείο επανέλαβε ότι ήταν μέρος μιας ευρύτερης ομάδας που θα χρησιμοποιούσε την αυτοπυρπόληση για να αρθεί η λογοκρισία και να σταματήσει η κυκλοφορία της φιλοσοβιετικής εφημερίδας “Ειδήσεις” (Ζρπράβι), ωστόσο τίποτε δεν είναι γνωστό γι’αυτή και η ύπαρξή της έχει αμφισβητηθεί.
Αμφισβητούμενο είναι επίσης αν υπαγόρευσε όντως στο Λουμπομίρ Χολέτσεκ, ηγέτη απεργών αντικαθεστωτικών φοιτητών που τον επισκέφτηκε λίγο πριν το θάνατό του στο νοσοκομείο, ότι καλούσε τους άλλους φοιτητές να μην επαναλάβουν την πράξη του, για να “συμβάλλουν ζωντανοί στον αγώνα”.
Οι τσεχοσλοβακικές αρχές, μετά από την αρχική αμηχανία, (όταν και ανακοίνωσαν μεταξύ άλλων ότι ο Πάλατς έπεσε θύμα συμφοιτητών του, που άλλαξαν το αρχικό υγρό που χρησιμοποιούν αρτίστες του τσίρκου για να δημιουργούν φωτιές με βενζίνη), φοβούμενες αναζωπύρωση της έντασης, επέτρεψαν τόσο το πολυήμερο λαϊκό προσκύνημα στο φέρετρό του που εκτέθηκε στο πανεπιστήμιο του Καρόλου, όσο και την πάνδημη κηδεία του στις 25 Γενάρη, όπου όπως ήταν αναμενόμενο κυριάρχησαν τα αντισοβιετικά συνθήματα. Για την αποφυγή της μετατροπής του τάφου του σε επίκεντρο αντικαθεστωτικών εκδηλώσεων, η στάχτη του μεταφέρθηκε στο κοιμητήριο του Βσέταρι, κοντά στο χωριό που μεγάλωσε. Μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση και τη λεγόμενη “βελούδινη επανάσταση”, τάφηκε εκ νέου στο κοιμητήριο Ολσάνι. Η πράξη του Πάλατς αποτέλεσε πρότυπο κι άλλων επτά αυτοπυρπολήσεων Τσεχοσλοβάκων φοιτητών τους επόμενους μήνες, ενώ και σε διαφορετικά πια συμφραζόμενα, το 2003, έξι νέοι έβαλαν τέλος στη ζωή τους με τον ίδιο τρόπο, ένας από αυτούς αφήνοντας αποχαιρετιστήριο σημείο στο οποίο ανέφερε ότι η δημοκρατία είναι “κυριαρχία αξιωματούχων, του χρήματος και των καταπιεστών του λαού”.