Βασίλης Μπαρτζιώτας – Ο “Φάνης” της ΚΟΑ στην Κατοχή και τα Δεκεμβριανά
“Πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε” λέει ένα παλιό ρητό, που ο Μπαρτζιώτας τήρησε στο έπακρο, αφού έπειτα από μια θυελλώδη πολιτική δράση, κατέγραψε σε σειρά βιβλίων τις εμπειρίες του στα καθοριστικά χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου.
“Σε όλη μου τη ζωή ήμουν και παραμένω στρατιώτης μαχητής του ΚΚΕ. Και σαν τέτοιος θα πεθάνω, στρατιώτης της επανάστασης”. Έτσι έγραφε στο βιβλίο του “Εξήντα χρόνια κομμουνιστής” ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, ο “Φάνης” του ΚΚΕ, που έζησε από κοντά και από υψηλόβαθμες κομματικές θέσεις μερικές από τις κρισιμότερες στιγμές της ιστορίας του κόμματος και του λαού μας.
“Πρώτα ζούμε και μετά γράφουμε” λέει ένα παλιό ρητό, που ο Μπαρτζιώτας τήρησε στο έπακρο, αφού έπειτα από μια θυελλώδη πολιτική δράση, κατέγραψε σε σειρά βιβλίων τις εμπειρίες του στα καθοριστικά χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, αλλά και έργα αφιερωμένα σε ξεχωριστές μορφές αγωνιστών, όπως η Ηλέκτρα Αποστόλου, ενώ κατά καιρούς έχει γράψει και στη μνήμη άλλων σπουδαίων κομμουνιστών, όπως ο Στέργιος Αναστασιάδης.
Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1909 και μπήκε στην ΟΚΝΕ πολύ νέος το 1924. Αποφοίτησε από την ΑΣΟΕΕ και το 1935 συμμετείχε ως εκπρόσωπος της ΟΚΝΕ στο 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς Νέων στη Μόσχα. Αναδείχτηκε στη θέση του Γραμματέα της Οργάνωσης. Πέρασε στην παρανομία επί Μεταξά, αλλά το 1937 συνελήφθη κι οδηγήθηκε στην Ακροναυπλία, όπου ανέλαβε την καθοδήγηση το 1942, όταν ο Ιωαννίδης έφυγε για σανατόριο στον Όλυμπο από όπου δραπέτευσε. Απελευθερώθηκε μαζί με συντρόφους του Ακροναυπλιώτες από τον ΕΛΑΣ στις αρχές του 1943, όταν νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο “Σωτηρία”. Αμέσως εντάσσεται στο στενό ηγετικό πυρήνα του Κόμματος ως Φάνης, αναλαμβάνοντας το καίριο πόστο του Γραμματέα της ΚΟΑ, βιώνοντας αλλά και συνδιαμορφώνοντας τα μεγάλα δραματικά γεγονότα της Αντίστασης και της Μαζικής Λαϊκής Αυτοάμυνας, στη μεταβαρκιζιανή περίοδο, η οποία στελεχώθηκε από παλιούς ΕΛΑΣίτες με εμπειρία στην Αντίσταση και στα Δεκεμβριανά.
Στο σημαντικότερο ίσως έργο του “η Εθνική Αντίσταση στην αδούλωτη Αθήνα”, ο Μπαρτζιώτας υπερασπίζεται με ενθουσιασμό τη ΜΛΑ, τηρεί ωστόσο αμφίθυμη και τελικά απορριπτική στάση ως προς την αναγκαιότητα της ΟΠΛΑ. Παρότι θεωρεί μια σειρά ενεργειών της κατά δωσιλόγων, του υπουργού Εργασίας Καλύβα, των πρώην κομμουνιστών Μανωλέα και Σαμαρά που είχαν εξελιχθεί σε πράκτορες του Μεταξά και των Γερμανών, ως “δίκαια, πατριωτικά χτυπήματα”, καταλήγει ότι “η δημιουργία της ήταν λάθος” καθώς πίστευε πως “υπήρχαν άλλοι τρόποι να προστατέψουμε τη ζωή αγωνιστών”.
Η άποψή του αυτή, αν και την χαρακτηρίζει προσωπική, δεν μπορεί παρά να ενταχθεί στο γενικότερο κλίμα αμηχανίας που για δεκαετίες υπήρχε στο ΚΚΕ για τη δράση του ΟΠΛΑ, που λόγω των υπαρκτών υπερβάσεων στη δράση της, αποτελούσε αιχμή του δόρατος στην “πτωματολογία” των αστών.
Στον Μπαρτζιώτα ανήκει και η ιδέα για την ανατίναξη της Μεγάλης Βρετανίας κατά την επίσκεψη του Τσώρτσιλ στην Ελλάδα το Δεκέμβρη του 44′, σχέδιο που παρότι ήταν έτοιμο, καθώς τα εκρηκτικά είχαν ήδη τοποθετηθεί μέσω του δικτύου υπονόμων της πρωτεύουσας, τελικά δεν τέθηκε σε εφαρμογή από την ηγεσία του ΚΚΕ.
Με την επάνοδο του Νίκου Ζαχαριάδη το Μάη του 45′ από το Νταχάου, ο Μπαρτζιώτας έγινε ένας από τους πιο έμπιστους συνεργάτες τους, γεγονός που αργότερα του επέφερε κατηγορίες για συμμετοχή στο “ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς” που αποδόθηκε στον τέως Γ.Γ. μετά την καθαίρεσή του το 56′. Ο Μπαρτζιώτας, καίτοι σε δυσμένεια πια, επιβίωσε πολιτικά των αλλαγών στην ηγεσία του κόμματος, κάτι που αντανακλάται και στα γραπτά του, που συχνά ισορροπούν με τάσεις κεντρισμού ανάμεσα στην υπεράσπιση του Ζαχαριάδη και των δικών του πεπραγμένων και της γενικά αντι-ζαχαριαδικής στάσης της ηγεσίας του κόμματος, για αρκετά χρόνια μετά από τη διαγραφή του ΓΓ.
Κατά τον Εμφύλιο υπηρέτησε ως Υπουργός Οικονομικών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και Πολιτικός Επίτροπος του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, αναλαμβάνοντας μαζί με τους Γούσια και Ζαχαριάδη την ηγεσία του, το 1948, μετά την αποπομπή του Μάρκου Βαφειάδη. Βρέθηκε στην πολιτική υπερορία μετά την ήττα, ενώ κουβαλούσε δύο ερήμην του θανατικές καταδίκες από το αστικό κράτος. Εγκαταστάθηκε αρχικά στη Ρουμανία και μετά στο Σαράτοβ της ΕΣΣΔ το διάστημα 1957-54, από όπου έστελνε άρθρα στο περιοδικό των πολιτικών προσφύγων “Νέος Δρόμος” τα οποία αντέγραφε και υπέγραφε η σύζυγός του, Ηρώ Μπαρτζιώτα.
Μετά τον επαναπατρισμό του το 1976, αφοσιώθηκε στη συγγραφή, εκδίδοντας μεταξύ άλλων τα “Κι άστραψε φως η Ακροναυπλία”, “Στις φυλακές και τις εξορίες”, “Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944”, “Ηλέκτρα, αδελφή του κόμματός μας – μια ηρωική επαναστατική ζωή”, “Ο αγώνα του ΔΣΕ” και “Εθνική Αντίσταση στην αδούλωτη Αθήνα”. Τα βιβλία αποτελούν σημαντική πηγή για την εποχή, μέσα από τα μάτια ενός πρωταγωνιστή.
Παρότι, όπως συμβαίνει πάντα με τέτοια έργα, πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή λόγω του υποκειμενικού αναπόφευκτα χαρακτήρα τους, χρόνια μετά το θάνατό του, σαν σήμερα το 1994, έγινε γνωστό ότι το αρχείο του Άρη Βελουχιώτη είχε θαφτεί στο σπίτι του στη Λάρισα, όπου το παρέδωσε η Μαριγούλα Αρίδα στον εκεί γραμματέα της ΚΟ που με τη σειρά του το έδωσε στη μητέρα του Μπαρτζιώτα. Εκεί δυστυχώς καταστράφηκε από την υγρασία στο πέρασμα των ετών που έμεινε στο χώμα.
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις στο Αφιέρωμα για τα 100 χρόνια ΚΚΕ και τα 50 χρόνια ΚΝΕ