Κώστας Βιδάλης: Μια πένα βουτηγμένη στο αίμα του λαού μας
«Να γράφεις, κύριε συνάδελφε, για τους απλούς ανθρώπους. Καθαρά, όχι συννεφώδη, σύντομα και περιεκτικά. Αφηνε στην άκρη τις φλυαρίες και δίνε το λόγο στα γεγονότα. Αυτά πείθουν»…
«Να γράφεις», έλεγε, «κύριε συνάδελφε, για τους απλούς ανθρώπους. Καθαρά, όχι συννεφώδη, σύντομα και περιεκτικά. ‘Αφηνε στην άκρη τις φλυαρίες και δίνε το λόγο στα γεγονότα. Αυτά πείθουν»… Αυτό υπηρέτησε με την πένα του, που ήταν πιο θανάσιμη για τους κυριάρχους κι από φονικό όπλο, γι’αυτό και βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να τον φιμώσουν τον εξόντωσαν.
Ήρθε στη ζωή στην Αθήνα το 1904 σε εργατική οικογένεια, καθώς ο πατέρας του ήταν μαρμαράς και η μάνα του ράφτρα. Η ορφάνια από πατέρα τον εξαναγκάζει να βγει νωρίς στο μεροκάματο, κι από τα 12 του χρόνια έκανε διάφορες δουλειές, όπως σε μπαξέ και καφενείο. Μολονότι για ένα διάστημα άφησε το σχολείο, κατόρθωσε τελικά να περάσει τις εξετάσεις για τη Νομική, την οποία δεν ολοκλήρωσε γιατί αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία. Διακρίνεται στο οικονομικό ρεπορτάζ, ως συνεργάτης διαφόρων καθημερινών και περιοδικών εντύπων. Το “λιμάνι” του ωστόσο θα είναι ο Ριζοσπάστης, όπου με εξαίρεση μια μικρή διακοπή στις αρχές της δεκαετίας του ’30 θα βρει τον ιδανικό τρόπο να συνδυάσει το λειτούργημά του με τις ιδέες του. Ως απεσταλμένος του Ρίζου για τη Σπαρτακιάδα της Βαρκελώνης, που προγραμματιζόταν ως απάντηση στους Ολυμπιακούς αγώνες στο ναζιστικό Βερολίνο, ο Βιδάλης θα δει το ξέσπασμα του εμφυλίου μετά το φρανκικό πραξικόπημα και θα επιστρέψει στην Αθήνα, όπου από τη Σκύλλα θα περάσει στη Χάρυβδη, καθώς στις 4 Αυγούστου θα επιβληθεί η δικτατορία του Μεταξά.
Πέρα από δημοσιογραφική του δράση θα αναδειχθεί και σε ιδρυτικό μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Συντακτών. Συνεχίζει τα μαχητικά του ρεπορτάζ και μάλιστα εξορίζεται στα Κύθηρα λόγω της αποκάλυψης σκανδάλου γύρω από τον ισχυρό επιχειρηματία κι έμπιστο του καθεστώτος Μποδοσάκη. Από το 1941 μπαίνει στο ΚΚΕ και πρωταγωνιστεί στην έντυπη προπαγάνδιση της εαμικής αντίστασης, όντας και γραμματέας της Επιτροπής Κεντρικής Διαφώτισης του ΕΑΜ. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του στο στήσιμο του δικτύου του παράνομου αντιστασιακού τύπου, με ναυαρχίδα τη θρυλική “Ελεύθερη Ελλάδα”, που στήθηκε σε μυστικό τυπογραφείο στην Καλλιθέα. Ο ίδιος κατέγραψε από κοντά, κατόπιν σχετικής εντολής της ΚΕ του ΕΑΜ το 1944 όλη την εποποιία που διεξαγόταν στην Ελεύθερη Ελλάδα, με ιδιαίτερη στιγμή τη μάχη τη σοδειάς στο θεσσαλικό κάμπο το καλοκαίρι του 1944, όπου όπως σημείωνε ο Ριζοσπάστης μετά το θάνατό του, είχε περπατήσει μεσάνυχτα, είχε περάσει όλες τις επικίνδυνες γραμμές, γύρισε μαύρος με πρησμένα τα μάτια από την κακουχία.. Ο κάμπος έμελλε να παίξει μοιραίο ρόλο για εκείνον, καθώς εκεί στήθηκε η ενέδρα θανάτου των εχθρών του. Μετά τη Βάρκιζα επέστρεψε στην Αθήνα αναλαμβάνοντας την έκδοση του “Ριζοσπάστη” και της “Ελεύθερης Ελλάδας”. Ήταν η περίοδος της Λευκής Τρομοκρατίας, του μονόπλευρου εμφυλίου που είχε κηρύξει η αστική τάξη στους αγωνιστές σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, όπου το όργιο δολοφονιών, ξυλοδαρμών και βιασμών από παρακρατικούς που αναλάμβαναν τη βρωμική δουλειά πριν εμπλακεί επίσημα το ίδιο το κράτος, δίδοντας όμως την πλήρη ανοχή του, είχε ξεπεράσει κάθε όριο.
Η Θεσσαλία ειδικά είχε χτυπηθεί πολύ άγρια από τις “εκκαθαριστικές επιχειρήσεις” του τότε υπουργού Δημοσίας Τάξεως Σπύρου Θεοτόκη, με σπιτφάιρς, ρουκετοβόλα και τανκς, που παρότι όπως έλεγε ο Βιδάλης έριχναν “στο γάμο του Καραγκιόζη” σκορπούσαν τον τρόμο στους αμάχους. Παράλληλα ο στρατηγός Γεωργούλης είχε επιβάλει τον πλήρη ελεγχό του στην περιοχή, μέσω των τρομοκρατικών ακροδεξιών ληστοσυμμοριών του Σούρλα, του Καλαμπαλίκη και του Τσαντούλα.
Έχοντας πλήρη συναίσθηση των κινδύνων, ο Βιδάλης ως πολιτικός συντάκτης του Ριζοσπάστη έκρινε ότι δεν μπορούσε να καλύψει επαρκώς τα γεγονότα βασισμένος στις “μπούρδες του Θεοτόκη” κι αναχώρησε για τη Θεσσαλία. Στις 13 Αυγούστου έστειλε το τελευταίο του μήνυμα στην εφημερίδα, προαναγγέλλοντας την επιστροφή του στις 16 με “φοβερό υλικό” όπως έλεγε. Δεν πρόλαβε όμως να πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι. Την ίδια μέρα στον Πλατύκαμπο, στο δρόμο από τη Λάρισα για το Βόλο, είκοσι παρακρατικοί του Σούρλα θα κυκλώσουν το τραίνο. Ένας αυτόπτης μάρτυρας εκμυστηρεύθηκε αργότερα στον τότε διευθυντή του Ριζοσπάστη Κώστα Καραγιώργη τη σκηνή της σύλληψης:«Κατέβασαν από το τρένο κάποιον άντρα έως 40 χρόνων, που φορούσε άσπρο κοστούμι. Οι χωροφύλακες έκαναν ότι χάζευαν χωρίς να αντιδρούν. Οι ένοπλοι πήραν τον αιχμάλωτο, το τρένο ξεκίνησε πάλι…». Οι Σούρληδες των βάζουν σε αυτοκίνητο και πηγαίνουν προς τη Μελία. Μπαίνουν στο καφενείο όπου ο Βιδάλης συζητά με τους χωρικούς ψύχραιμος, κρατώντας σημειώσεις στο πακέτο των τσιγάρων, καθώς οι συμμορίτες του είχαν πάρει το χαρτοφύλακα. Μια περαστική κοπέλα ακούγουντας τους ψιθύρους των Σούρληδων ταράχτηκε κι έφυγε τρέχοντας και τότε ο Βιδάλης συνειδητοποίησε την τύχη που τον περίμενε, αντιδρώντας και πάλι νηφάλια.
Ο φόνος έγινε το ίδιο βράδυ, αφού πρώτα τον γδύσανε, του πήρανε τα ρούχα και τον βασάνισαν ανακρίνοντάς το με ρόπαλα. Αφού ξεψύχησε τα ξημερώματα για να βεβαιωθούν του έριξαν μερικές σφαίρες, βάζοντας το πτώμα του, που δεν βρέθηκε ποτέ στο αυτοκίνητο προς άγνωστη κατεύθυνση. Λέγεται πως αφέθηκε άταφος να τον φάνε τα όρνια. Η κυβέρνηση προσπάθησε να θολώσει τα νερά, αποφεύγοντας να επιβεβαιώσει την είδηση της δολοφονίας και προσπαθώντας να αποποιηθεί τις ευθύνες της, συγκαλύπτοντας την υπόθεση κι αφήνοντας στο απυρόβλητο τους εκτελεστές. Μπορεί ο Κώστας Βιδάλης να μην πρόλαβε να δημοσιεύσει το ρεπορτάζ για την τρομοκρατία στη Θεσσαλία, έγραψε ωστόσο τον τραγικό του επίλογο με το ίδιο του το αίμα.
Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις στο Αφιέρωμα για τα 100 χρόνια ΚΚΕ και τα 50 χρόνια ΚΝΕ