29 κατασκευαστές πλυντηρίων φασισμού συνιστούν Έρνστ Νόλτε
Ο αναθεωρητής ιστορικός Έρνστ Νόλτε δεν περιορίστηκε στην εξίσωση ναζισμού – κομμουνισμού, αλλά εμφάνισε τον πρώτο ως κατά βάση δικαιολογημένη αντίδραση στη βία του πρώτου.
Το δίδυμο Καλύβα-Μαραντζίδη μπορεί να είναι γνωστό σε όλους, σε αντίθεση με το όνομα του Ερνστ Νόλτε, του “πατριάρχη” του γερμανικού αναθεωρητισμού, που με όλες τις διαφορές από τους εγχώριους ομολόγους του, μπορεί να θεωρηθεί ιστοριογραφικός τους πρόγονος. Κι αυτό γιατί στον καιρό του ο Νόλτε έκανε grosso modo το ίδιο με τους Καλύβα-Μαραντζίδη, συλλέγοντας παλιά επιχειρήματα της ακροδεξιάς, κι ενδύοντάς τα με επιστημονικοφανή, ραφιναρισμένο λόγο, με στόχο τη σχετικοποίηση του ναζιστικού φαινομένου. Στην περίπτωση του Νόλτε βέβαια, η εν λόγω επιχείρηση είχε και μια έντονη αντισημιτική χροιά, που απουσιάζει από την ντόπια εκδοχή της. Εξάλλου, αυτή η διάσταση της σκέψης του Νόλτε, πιο φανερή μάλιστα στο πέρασμα των χρόνων, του στέρησε κάτι από την έξωθεν καλή μαρτυρία του. Αυτό όμως δε σημαίνει πως πρέπει να υποτιμάται η επιρροή του, ιδιαίτερα σήμερα που ο ακροδεξιός λόγος στη Γερμανία (και όχι μόνο) αναζωπυρώνεται και σε πολιτικό επίπεδο από το AfD και πιο έμμεσα από πολλές ακόμα πλευρές.
Γεννήθηκε το 1923 στο Βίτεν από καθολική οικογένεια και ο πατέρας του ήταν σχολικός διευθυντής δημοτικού. Από το 1941 άρχισε να σπουδάζει Φιλοσοφία, Φιλολογία, γερμανική και αρχαιοελληνική σε διάφορα πανεπιστήμια. Δεν υπηρέτησε στη Βέρμαχτ λόγω αδαχτυλίας (του έλειπαν εκ γενετής τρία δάχτυλα στο αριστερό χέρι), σε αντίθεση με τον αδερφό του που έπεσε στη μάχη. Αυτή η προνομιακή μεταχείριση σε σχέση με τους συνομήλικούς του υπήρξε το έναυσμα για την ενασχόλησή του με το ναζισμό, τον οποίο κατά δήλωσή του απέρριπτε, αλλά δε μισούσε. Υπήρξε μαθητής του Μάρτιν Χάιντεγκερ, στον οποίο σκόπευε βασίσει και το διδακτορικό του, σχέδιο που ναυάγησε, καθώς μετά τον πόλεμο ο φιλοναζιστής φιλόσοφος παύθηκε από τα καθήκοντά του. Τελικά αναγορεύθηκε διδάκτορας το 1952, με την εργασία “αλλοτρίωση και διαλεκτική στο γερμανικό ιδεαλισμό και το Μαρξ”. Δίδαξε κάποια χρόνια σε γυμνάσιο κι αργότερα έγινε βοηθός καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Κολονίας και αργότερα τακτικός καθηγητής νεότερης ιστορίας στο Μάρμπουργκ και το Βερολίνο.
Το 1963 κυκλοφόρησε το βιβλίο του “Ο φασισμός στην εποχή του” που έκανε διεθνώς γνωστό το Νόλτε καθώς μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Στο βιβλίο αυτό δίδεται ο πρώτος μη μαρξιστικός ορισμός του φασισμού, μέσα από την εξέταση του ναζισμού, του ιταλικού φασισμού καθώς και της Action Française, ακροδεξιάς οργάνωσης που είχε ιδρυθεί το 19ο αιώνα στη Γαλλία, της οποίας η ρατσιστική και αντισημιτική σκέψη επηρέασε πολύ το ναζισμό. Ως βασικά στοιχεία του φασισμού ορίζονται ο αντιμαρξισμός, ο αντιφιλελευθερισμός, ο εθνικισμός και η βία. Το έργο χαιρετίστηκε ακόμα κι από αρκετούς κύκλους της μη κομμουνιστικής αριστεράς ως “απάντηση στη θεωρία του ολοκληρωτισμού”. Την παρεξήγηση αυτή έλυσε ο ίδιος το 1978, γράφοντας πως με το βιβλίο στόχευε μεταξύ άλλων στη ” συναισθηματική αποφόρτιση”, όχι όμως και στην υπέρβαση ή την παράκαμψη της εν λόγω θεωρίας. Είναι βέβαια απορίας άξιον πώς μπόρεσαν ορισμένοι να παραβλέψουν τόσο τρανταχτές ομοιότητες του βιβλίου με τη θεωρία των 2 άκρων, όταν υπάρχουν αποσπάσματα που χαρακτηρίζουν το μαρξισμό “γειτνιάζουσα” με το φασισμό ιδεολογία και κάνουν λόγο για χρήση “ταυτόσημων” μεθόδων.
Πραγματικό πάταγο θα προκαλούσε ωστόσο με το άρθρο του στη “Frankfurter Allgemeine Zeitung” στι 6 Ιούνη 1986, που είχε τίτλο “Το παρελθοόν που δε λέει να περάσει”. Πυρήνα τους κειμένου είναι η δικαιολόγηση του ναζισμού, παρουσιάζοντας τα γκούλαγκ ως “λογικό και γεγονοτολογικό προηγούμενο” του Άουσβιτς και τη “φυλετική εξόντωση” απλώς ως φοβική αντίδραση στις προηγηθείσες “ταξικές δολοφονίες” των μπολσεβίκων. Το άρθρο προκάλεσ την άμεση απάντηση του γνωστού φιλοσόφου της Σχολής της Φρανκφούρτης Γιούργκεν Χάμπερμας, εγκαινιάζοντας μέσα από τις στήλες της ίδιας εφημερίδας τη λεγόμενη “Διαμάχη των Ιστορικών” (Historikerstreit) με τις τοποθετήσεις ιστορικών κι άλλων επιστημόνων να συνεζίζονται για ένα χρόνο, ενώ το θέμα έλαβε και διεθνείς διαστάσεις. Τόσο η κριτική του Χάμπερμας, όσο και το σύνολο της διαμάχης χρήζουν ξεχωριστής αναφοράς, συνοπτικά να επισημάνουμε απλά ότι βασικός άξονας της κριτικής ήταν μεθοδολογικά προβλήματα του άρθρου, η υποβάθμιση του Ολοκαυτώματος και ο κίνδυνος απαλλαγής της γερμανικής κοινωνίας από το αίσθημα ευθύνης για το ναζιστικό παρελθόν της, παραμένοντας πάντως κατά βάση στις ράγες του αστικού φιλελευθερισμού ή της σοσιαλδημοκρατίας.
Ο Νόλτε ανέλυσε περαιτέρω τις θέσεις του στο βιβλίο του 1987 με τίτλο “Ο ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος 1917 – 1945”, όπου παρουσιάζει το φασισμό ως απάντηση στην Οχτωβριανή Επανάσταση. Ένα βήμα παραπέρα πήγε στο ζήτημα της απενεχοποίησης του Ολοκαυτώματος, επικαλούμενος άρθρο της βρετανικής Daily Express με τίτλο “Η Ιουδαία κηρύσσει πόλεμο στη Γερμανία” και τη δήλωση πίστης το Χαΐμ Βάιτσμαν στη Βρετανική αυτοκρατορία το 1939. Τέτοιες ενέργειες κατά το Νόλτε έκαναν το Χίτλερ να πιστεύει πως μπορούσε να συλλάβει και να βάλει σε στρατόπεδα τους Εβραίους ως “αιχμάλωτους πολέμου”.
Η επιμονή του σε αυτές τις απόψεις τον οδήγησε σε μια σχετική απομόνωση στην ακαδημαϊκή κοινότητα, ενώ το 1988 και το 1994 δέχτηκε επιθέσεις από αγνώστους, την πρώτη με κάψιμο του αυτοκινήτου του και τη δεύτερη με χρήση σωματικής βίας. Τάχθηκε επίσης κατά της ποινικοποίησης της άρνησης του Ολοκαυτώματος ως “πλήγματος στην ανθρώπινη ελευθερία”. Στήριξε μια σειρά ακροδεξιών εντύπων και πολιτικών, παρέλαβε πάντως το 2000 το σημαντικό βραβείο Κόνραντ Αντενάουερ με την Άνγκελα Μέρκελ να αρνείται να εκφωνήσει τιμητική ομιλία εκ μέρους των χριστιανοδημοκρατών.
Ο Έρνστ Νόλτε έφυγε από τη ζωή μετά από σύντομη ασθένεια σαν σήμερα το 2016 σε ηλικία 93 ετών.