Αποδοκιμασίες στην αντιπολίτευση χειροκροτήματα στην κυβέρνηση κατά την κηδεία των θυμάτων στη Γένοβα
Ενισχυμένη σε επίπεδο εντυπώσεων φαίνεται να βγαίνει η ιταλική κυβέρνηση, που εισέπραξε ενθουσιώδη υποδοχή στην κηδεία των θυμάτων, μια μέρα μετά την απόφασή της να ανακαλέσει την άδεια παραχώρησης στην εταιρεία που διαχειριζόταν τη γέφυρα.
Επικοινωνιακά αλώβητη, αν όχι οφελημένη φαίνεται να βγαίνει μέχρι στιγμής η ιταλική συγκυβέρνηση Λέγκας του Βορρά και Κινήματος πέντε αστέρων από την κατάρρευση της γέφυρας στη Γένοβα, έχοντας κατά τα φαινόμενα πείσει ένα σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης πως για όλα φταίνε οι προηγούμενοι και η αρμόδια εταιρεία διαχείρισης, βγαίνοντας στο βαθμό ως άφθαρτη δύναμη που ήρθε “να αλλάξει τα πράγματα”.
Έτσι δείχνουν τουλάχιστον οι αντιδράσεις του πλήθους στη διάρκεια της κηδείας των θυμάτων, καθώς αρχικά όταν είδαν ανάμεσα στους επισήμους την πρώην υπουργό άμυνας της προηγούμενης κυβέρνησης της κεντροαριστέρας Ρομπέρτα Πινότι καθώς και τον σημερινό γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος Μαουρίτσιο Μαρτίνα, ξέσπασαν σε αποδοκιμασίες, φωνάζοντας “Ντροπή”, “Φύγετε” και “Φτάνει”. Αντιθέτως, όταν λίγο αργότερα κατέφτασαν με πομπώδη τρόπο ο πρωθυπουργός ντι Μάιο με τον υπουργό εσωτερικών Ματέο Σαλβίνι, η ατμόσφαιρα σείστηκε από χειροκροτήματα και επευφημίες. Παρόμοιας υποδοχής έτυχε και ο πρόεδρος Σέρτζιο Ματαρέλα κατά την άφιξή του, από ανθρώπους μάλιστα που πιθανόν μέχρι λίγο καιρό πριν να τον έβριζαν ως “ενεργούμενο των Βρυξελλών”, όταν αρχικά είχε αρνηθεί να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στη συμμαχία των δυο κομμάτων.
Στη δημοφιλία της κυβέρνησης φαίνεται να συμβάλει και η χθεσινή της απόφαση του υπουργού υποδομών Τονινέλι να επισπεύσει τη διαδικασία ανάκλησης της σύμβασης παραχώρησης της διαδρομής Α10 μεταξύ Γένοβας και Σαβόνας, όπου σημειώθηκε η κατάρρευση, από τη διαχειρίστρια εταιρεία Autostrade Italia, που ελέγχεται από την οικογένεια Μπένετον. Η κυβέρνηση κατά δήλωσή της εξετάζει την πιθανή ανάκληση του συνόλου της παραχώρησης που είχε υπογραφεί με την εταιρεία το 2007 και λήγει το 2038. Εφόσον προχωρήσει, ακόμα και αν περιοριστεί στο μικρό κομμάτι του δικτύου που προαναφέραμε, αναμένεται να προκαλέσει μεγάλη δικαστική διαμάχη με τις δυο πλευρές να αλληλοκατηγορούνται για αποζημιώσεις, την ώρα που το συμβόλαιο παραχώρησης προβλέπει τεράστια ρήτρα σε περίπτωση αθέτησης.
Όπως κι αν εξελιχθεί η υπόθεση, είναι σαφές ότι η απάντηση της ιταλικής κυβέρνησης κινείται σε διαχειριστική λογική, που αφήνει άθικτο τον πυρήνα του προβλήματος, δηλαδή την ίδια τη λογική ιδιωτικοποίησης του οδικού δικτύου, και γενικότερα την κυριαρχία ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων σε ζητήματα υποδομών και συντήρησής τους, ακόμα και όσων βρίσκονται υπό τον έλεγχου του (αστικού) κράτους.