Τσιγγάνοι και προσαρμοστικότητα
Με αφορμή το θάνατο του 10χρονου στο Μενίδι έχουν ακουστεί πολλές βλακείες σχετικά με τους Τσιγγάνους. Κάτι ότι έχουν στο DNAτους την εγκληματικότητα, κάτι ότι παρά τις προσπάθειες του κράτους δεν θέλουν να προσαρμοστούν στην ευρύτερη κοινωνία κ.α. Όλα αυτά βέβαια δεν είναι καινούρια…
Ξεκινώντας το άρθρο να ξεκαθαρίσω ότι τους Τσιγγάνους εγώ δεν μπορώ να τους πω Ρομά, μου μοιάζει τόσο μεταμοντέρνο και πολιτικά ορθό που νιώθω λες και πρέπει να προσποιηθώ για να το εκφέρω. Στο άρθρο που ακολουθεί λοιπόν, όπως μαρτυρά ο τίτλος, τους Τσιγγάνους θα τους λέω Τσιγγάνους, αφού και εγώ αν ήμουν Τσιγγάνος Τσιγγάνο θα ήθελα να με έλεγαν. Και τώρα που ξεκαθαρίσαμε τα γλωσσικά μου κολλήματα ας προχωρήσουμε στην ουσία.
Επέλεξα να γράψω το άρθρο αυτό, διότι με αφορμή το θάνατο του 10χρονου στο Μενίδι έχουν ακουστεί πολλές βλακείες σχετικά με τους Τσιγγάνους. Κάτι ότι έχουν στο DNAτους την εγκληματικότητα, κάτι ότι παρά τις προσπάθειες του κράτους δεν θέλουν να προσαρμοστούν στην ευρύτερη κοινωνία κ.α. Όλα αυτά βέβαια δεν είναι καινούρια, τα ακούω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, απλώς τώρα η κουβέντα αναζωπυρώθηκε και βγήκαν στην επιφάνεια ξανά τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις. Ανάλογες προκαταλήψεις υποθέτω θα έχουν και οι Τσιγγάνοι προς εμάς, όμως επειδή εμείς κυριαρχούμε οικονομικά/πληθυσμιακά και πολιτικά έχομε την πολυτέλεια οι δικές μας προκαταλήψεις να υπερνικούνε τις δικές τους, χα! 1-0.
Προσωπικά, όλους αυτούς που προσπαθούν να ερμηνεύσουν διαφορετικές κοινωνικές συμπεριφορές με βάση το DNA, τείνω να τους θεωρώ φασίζοντες. Δεν είναι το DNA που καθορίζει το κοινωνικό γίγνεσθαι, όχι άμεσα τουλάχιστον, αλλά οι κοινωνικές σχέσεις ατόμων, ομάδων και δομών. Δεν υπάρχει κάποιος ξεχωριστός κανόνας συμπεριφοράς γραμμένος στο DNA του μαύρου, ή του Τσιγγάνου ή του λευκού, παρόλα αυτά έμμεσα το χρώμα του δέρματος τους επηρεάζει τελικά τη ζωή και τη συμπεριφορά, και αυτό γίνεται επειδή οι ίδιοι οι άνθρωποι κάνουν διακρίσεις και ταυτοποιήσεις με βάση το δέρμα. Οι λόγοι που το κάνουμε αυτό, μπορεί είτε να είναι ιστορικά προσδιορισμένοι, για παράδειγμα η υποδούλωση ενός λαού από έναν άλλο, που μετατρέπει τον έναν λαό σε αφέντη και τον άλλο σε δούλο. Έτσι λοιπόν –μπαίνοντας στο παιχνίδι η εκμετάλλευση και το συμφέρον– δημιουργείται κοινωνικό στάτους με βάση τη φυλή ή το χρώμα. Ίσως όμως να υπάρχει και κάτι πιο ενστικτώδες, που έχει να κάνει με το ότι οι άνθρωποι ταυτίζονται πιο εύκολα με ό,τι τους μοιάζει περισσότερο οικείο. Αν πχ βάλεις ένα μαυράκι σε ένα σχολείο με λευκά παιδιά που δεν έχουν συνηθίσει να σχετίζονται με μαύρους, ίσως να χρειαστεί και από τις δυο πλευρές ένας χρόνος προσαρμογής. Φυσικά τα παιδιά δεν είναι tabula rasa, οπότε πέρα από την ενστικτώδη αντίδραση που μπορεί να τους προκαλέσει το διαφορετικό, θα παίξει ρόλο και το τι εικόνες και παραδόσεις κουβαλάει το κάθε ένα από το σπίτι του. Αντίστοιχα, ένα παιδί με ειδικές ανάγκες, πιθανόν και αυτό να ξενίσει τα άλλα παιδιά που μπορεί αρχικά να είναι επιφυλακτικά μαζί του.
Φυσικά αντιλήψεις του στυλ «οι μαύροι έχουν στο αίμα τους το έγκλημα» ή «οι τσιγγάνοι έχουν στο αίμα τους την κλεψιά», ακόμα και αν δεν εκφέρονται από φασίστες, αποτελούν στερεότυπα τα οποία μόνο φασίστες δικαιολογούνται στις μέρες μας να τα αναπαράγουν, οι υπόλοιποι οφείλουμε να γνωρίζουμε καλύτερα. Αιτία της όποιας παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι φυσικά το αίμα ή το DNA, αλλά η γκετοποίηση και η περιθωριοποίηση που αναγκάζουν τα άτομα να ζουν με ένα διαφορετικό πλαίσιο κανόνων από το δικό μας προκειμένου να επιβιώσουν. Οι γκετοποιημένες κοινότητες λοιπόν, μπορεί να εμφανίσουν εσωστρέφεια, παραβατικές συμπεριφορές, αντιδραστικές συμπεριφορές, πουριτανισμό, συντηρητισμό κ.α. Αυτό γίνεται σε μεγάλο βαθμό επειδή πολλοί δρόμοι που μπορεί να είναι ανοιχτοί για τους περισσότερους είναι συχνά κλειστοί ή πολύ δύσβατοι, για τους μειονοτικούς και γκετοποιημένους πληθυσμούς. Οι μαύροι στην Αμερική για παράδειγμα βρίσκουν δουλειά πολύ πιο δύσκολα από τους λευκούς, ενώ και οι δουλειές που βρίσκουν βρίσκονται συνήθως σε χαμηλότερη εκτίμηση και θέση στην κοινωνική και μισθολογική κλίμακα.
Ακόμη και καλοπροαίρετοι άνθρωποι μπορεί να «πάσχουν» από προκαταλήψεις απέναντι σε τέτοιου είδους μειονοτικές ομάδες. Αυτό συμβαίνει επειδή αυτές οι προκαταλήψεις τους δημιουργήθηκαν σε μικρή ηλικία και άρα λειτουργούν σε κάποιο βαθμό υποσυνείδητα με τέτοιο τρόπο που ακόμα και αν τις έχουν με τη λογική τους απορρίψει, ο σπόρος τους δεν έχει παντελώς εκλείψει. Έτσι, ένας άνθρωπος μπορεί να προσπαθεί να μην κάνει διακρίσεις με βάση το χρώμα, αλλά να μην του καλοφανεί αν η κόρη του παντρευτεί έναν τσιγγάνο, ή να μην προσλάβει έναν τσιγγάνο στη δουλειά του. Σε αυτό βέβαια συμβάλει και η στάση της υπόλοιπης κοινωνίας απέναντι στις μειονοτικές ομάδες. Δηλαδή, μπορεί κάποιος που είναι θεωρητικά κατά των διακρίσεων να μην προσλάβει έναν τσιγγάνο ή να μη συνάψει ερωτική σχέση με μια τσιγγάνα επειδή είναι κάτι για το οποίο νιώθει ότι θα τον κατακρίνει ο κοινωνικός του περίγυρος. Αντίστοιχα, ο προσωπάρχης σε μια ελληνική εταιρία, δεν θα προσλάβει εύκολα για κάποια θέση έναν τσιγγάνο διότι γνωρίζει ότι για την πράξη του αυτή κατά πάσα πιθανότητα θα πρέπει να λογοδοτήσει στον ιδιοκτήτη της εταιρίας ή στον ανώτερ.ο του. Φυσικά υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις ανθρώπων οι οποίοι κάνουν την υπέρβαση γράφοντας τις κοινωνικές νόρμες στα παλαιότερα των υποδημάτων τους.
Πλανάται όμως και μια αντίληψη, σύμφωνα με την οποία οι ίδιοι οι Τσιγγάνοι δεν θέλουν να προσαρμοστούν στην ευρύτερη κοινωνία, και είναι αλήθεια ότι εμφανίζουν αντιστάσεις από την πλευρά τους, όμως καλό θα ήταν να αναρωτηθούμε λίγο και το γιατί. «Τους δίνει το κράτος σπίτια και αυτοί γυρνάνε πάλι στους καταυλισμούς», λένε κάποιοι. Προσωπικά δεν ξέρω αν αυτό αληθεύει, όμως ακόμη και αν αληθεύει δεν μου κάνει καμία εντύπωση το να μην εγκαταστάθηκαν εκεί οι Τσιγγάνοι των καταυλισμών. Για τον Τσιγγάνο η ζωή στον καταυλισμό δεν είναι μόνο κατοικία, αλλά μια σειρά από κοινωνικές σχέσεις απαραίτητες για την διαβίωσή του. Ο καταυλισμός είναι μια μικροκοινωνία στην οποία επικρατεί ο κοινοτικός τρόπος ζωής, με το να πάρεις το άτομο από εκεί και να το βάλεις σε ένα διαμέρισμα, δεν τον απομακρύνεις μόνο από τις συνήθειές του, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο έχει μάθει να επιβιώνει. Η προσαρμογή του δε στον «έξω κόσμο» είναι πιο δύσκολη σε σχέση με κάποιον λευκό, εφόσον ο Τσιγγάνος κατά πάσα πιθανότητα δεν θα μπορέσει να βρει δουλειά και επειδή στερείται των απαραίτητων προσόντων (χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης) και επειδή όπως είπαμε πιο πάνω, δύσκολα θα προσληφθεί ως υπάλληλος. Πέρα όμως από όλα τα παραπάνω, είναι και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κοινοτικού τρόπου ζωής που κάνουν για αυτόν τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα. Διότι τα άτομα που ζουν σε τέτοιες κοινότητες (σκεφτείτε και τη ζωή των παππούδων μας στα χωριά) είναι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό αλληλεξαρτημένα το ένα από το άλλο σε σχέση με εμάς τους κατοίκους των σύγχρονων αστικών κέντρων. Πχ σε πολλές περιπτώσεις το μεγάλωμα των παιδιών δεν το αναλαμβάνει μόνο ο γονέας αλλά συνδράμει και η υπόλοιπη κοινότητα, ενώ οι οικογένειές τους είναι πολύ πιο διευρυμένες από ότι οι δικές μας, αφού το ζευγάρι ζει πολύ κοντά ή μαζί με τους γονείς, τον παππού και τη γιαγιά, ή καμιά φορά και με τα αδέρφια του. Στη δική μας ζωή η παρέμβαση των φίλων και των γνωστών στην καθημερινότητά μας περιορίζεται στις φιλικές σχέσεις, αν θέλουμε κάποιον να φυλάει τα παιδιά μας θα προσλάβουμε κάποια γυναίκα(εκτός και αν το αναλάβουν οι γονείς), αν θέλουμε να γίνει μια επισκευή στο σπίτι θα φωνάξουμε κάποιο μάστορα, και ου το καθ εξής. Στην περίπτωση των τσιγγάνων που ζουν σε μικρές κοινότητες, πολλά από αυτά για τα οποία εμείς χρησιμοποιούμε υπηρεσίες επί πληρωμή, τα αναλαμβάνει η ίδια η κοινότητα. Η κοινότητα αναλαμβάνει σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και να «ταιριάξει» τα παιδιά και μάλιστα σε μικρή ηλικία, αφού το προξενιό μεταξύ δυο οικογενειών είναι κάτι όχι ασυνήθιστο για τις μικροκοινωνίες των Τσιγγάνων. Όταν παίρνεις λοιπόν τον άνθρωπο που έχει μάθει να ζει με αυτόν τον τρόπο και τον πετάς σε ένα διαμέρισμα, του στερείς ένα ολόκληρο δίκτυο σχέσεων που καθόριζαν την ύπαρξή του χωρίς να του προτείνεις μια ολοκληρωμένη εναλλακτική, λογικό λοιπόν είναι να τσινίσει. Πόσο μάλλον όταν συχνά με επιδρομές της αστυνομίας – που έχουν ως πρόσχημα την πάταξη του εγκλήματος- οι καταυλισμοί τους διαλύονται και οι Τσιγγάνοι εξαναγκάζονται σε μετακίνηση.
Υπάρχουν βέβαια και Τσιγγάνοι οι οποίοι έχουν ως ένα βαθμό προσαρμοστεί, όμως αν το παρατηρήσετε, οι Τσιγγάνοι αυτοί ασχολούνται κυρίως με το εμπόριο, πράγμα που τους επιτρέπει ή απαιτεί από αυτούς:
Α) Να έχουν μια πιο εξωστρεφή συμπεριφορά αφού πρέπει να πουλήσουν την πραμάτεια τους.
Β) Να έχουν κάποια σχετική οικονομική ανεξαρτησία, εφόσον βγάζουν τα προς το ζην από το επάγγελμα τους, άρα δεν είναι αναγκασμένοι να ψάξουν –και να μη βρουν– απασχόληση σε κάποιον τρίτο.
Γ) Και επιτρέπει και στα παιδιά τους να έρθουν σε επαφή και να συνάψουν σχέσεις με τα παιδιά των λευκών, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια προοδευτική προσαρμογή γενιά με τη γενιά.
Η συνολική προσαρμογή πάντως των Τσιγγάνων στην ευρύτερη κοινωνία για να γίνει χρειάζεται μεγάλη μακροχρόνια και συντονισμένη προσπάθεια από την πλευρά της πολιτείας, και όχι απλά σπασμωδικές κινήσεις που περισσότερα προβλήματα δημιουργούν παρά λύνουν. Για να εντάξεις αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να τους λύσεις πρώτα πρώτα το επαγγελματικό, και για να γίνει αυτό χρειάζεται είτε να δώσεις μόρια για να μπουν στο δημόσιο, είτε να δώσεις κίνητρα στις επιχειρήσεις για να τους προσλάβουν. Επίσης πρέπει, κατά τη διαδικασία ένταξής τους να επέμβεις με προσοχή και σεβόμενος κάποιες παραδόσεις τους, διαφορετικά πιθανόν να κρατήσουν αμυντική στάση και να επιβραδυνθεί έτσι η όποια διαδικασία. Οφείλεις επίσης να εξασφαλίσεις ότι η εκπαίδευση θα έχει αντίκρισμα και για αυτούς, διότι διαφορετικά, γιατί να σπουδάσει το τσιγγανόπουλο, αφού μετά δεν θα μπορεί να βρει εύκολα δουλειά πάνω στον τομέα του και άρα να αξιοποιήσει το πτυχίο του. Από την άλλη πλευρά, πρέπει με παρεμβάσεις (πχ μέσα από τα σχολικά βιβλία) να σπάσεις σιγά σιγά και τα ταμπού των λευκών απέναντι στους Τσιγγάνους. Στο ξεκίνημα μιας τέτοιας προσπάθειας κατά πάσα πιθανότητα θα προκύψουν και ζητήματα εργασιακής πειθαρχίας και ένα σωρό άλλα, αφού στην καθημερινή τους ζωή οι Τσιγγάνοι δεν έχουν μάθει να δουλεύουν με τον πειθαρχημένο τρόπο που απαιτείται σε μια καπιταλιστική επιχείρηση.
Όλα τα παραπάνω βήματα, είναι βέβαια πολύ δύσκολο να γίνουν, ακόμη και αν υπήρχε η βούληση, από την πολιτεία. Ενώ, για να επιτευχθεί ο τελικός στόχος, πιθανόν θα χρειαστεί να περάσουν δυο, τρείς ή και περισσότερες γενιές ώστε να σπάσει η δική μας προκατάληψη και οι δικές τους άμυνες. Το έχουμε δει πάντως να συμβαίνει στην ΕΣΣΔ. Αν, και για να πούμε την αλήθεια, στον καπιταλιστικό κόσμο και μάλιστα σε περίοδο κρίσης, η διαδικασία ένταξης των Τσιγγάνων μοιάζει χλωμή υπόθεση. Και αυτό διότι είναι μάλλον το τελευταίο πράγμα που απασχολεί τους οικονομικούς και κυβερνητικούς κύκλους. Ακόμη και κάποια σπασμωδικά μέτρα που παίρνονται, είναι μάλλον για να πέσει στάχτη στα μάτια και να αρπαχτούν κάποια κονδύλια, ενώ τα αποτελέσματά τους είναι αμφίβολα. Αυτό που εγώ προβλέπω μετά το περιστατικό στο Μενίδι, είναι μάλλον ότι για μια περίοδο θα αυξηθεί η καταστολή χωρίς να αλλάξει τίποτα προς την κατεύθυνση της προσαρμογής. Με φοβίζουν δε και οι δηλώσεις των ναζιστών της Χρυσής Αυγής, που ίσως βρήκαν έναν ακόμη αποδιοπομπαίο τράγο, τι και αν οι Τσιγγάνοι είναι 100/100 Έλληνες;
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback