Το «παραδοτέο»
Η χώρα πεθαίνει, ο πλούτος της κατακρημνίζεται, η παραγωγή της συρρικνώνεται, οι νέοι της μεταναστεύουν, οι υποδομές της καταρρέουν, η θέση της στο γεωπολιτικό χάρτη θολώνει, η επικράτειά και η κυριαρχία της γίνονται «γκρι», αλλά τίποτε από αυτά δεν έχει σημασία. Τα «προγράμματα» πέτυχαν, το «παραδοτέο» εγγυάται την επιτυχία.
Ακόμα και στα πιο μικρά χωριά, στις πιο ξεχασμένες περιφέρειες της ελληνικής επικράτειας, εκεί, ανάμεσα στην εκκλησία, στο ηρώο, στο πάλαι ποτέ δημοτικό κατάστημα και στο προ καιρού σχολείο, θα συναντήσουμε το απρόσμενο δείγμα του νέου, «ευρωπαϊκού», ελληνικού πολιτισμού. Πρόκειται για τις πλακοστρώσεις με εκείνους τους τσιμεντένιους κυβόλιθους που υποκαθιστούν, επί το δυτικότερο (;), το παραδοσιακό καλντερίμι.
Ανάμεσα στην μονότονη γκρι απόχρωση των κυβόλιθων ξεχωρίζει σε κάθε περίπτωση μια υποκίτρινη σειρά δημιουργημένη από την εν σειρά παράταξη πλακιδίων με υποκίτρινο χρώμα. Ετούτα τα πλακίδια φέρουν χαραγμένες πάνω τους ανάγλυφες ραβδώσεις. Το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα είναι σαφώς πιο σκληρό από το αντίστοιχο των παράπλευρων κυβόλιθων, σε τρόπο ώστε να κινδυνεύει να γλιστρήσει ο απρόσεκτος διαβάτης στην περίπτωση που το βήμα του τον οδηγήσει στη φορά των ραβδώσεων σε ώρα βροχής ή υγρασίας.
Οπωσδήποτε ο καθόλα καλλιτεχνικός σχεδιασμός του κοινόχρηστου χώρου δεν αποσκοπεί στο να θέσει σε κίνδυνο τη σωματική ακεραιότητα των περιπατητών που διακινδυνεύουν πάνω του. Στο αντίθετο μάλιστα αποσκοπεί. Στο να εξασφαλίσει δηλαδή στους άτυχους συνανθρώπους μας που έχουν προβλήματα όρασης έναν «οδηγό» στα ίχνη του οποίου θα μπορούν και αυτοί να κινηθούν με άνεση στον δημόσιο χώρο.
Προσωπικά -όπως, υποθέτω, ο καθένας από εμάς- μου έχει συμβεί να περπατήσω εκατοντάδες ώρες και αντίστοιχα χιλιόμετρα κατά μήκος ετούτων των πανταχού παρόντων υποκίτρινων γλιστερών λωρίδων. Ποτέ σε αυτές τις ώρες και σε αυτά τα χιλιόμετρα δεν συνάντησα τυφλό συνάνθρωπό μου να τις χρησιμοποιεί. Ίσως να φταίει ο νόμος των πιθανοτήτων… Παρατηρώντας πιο προσεκτικά πάντως αξιολόγησα ως εξαιρετικά ευφυή την αποχή των τυφλών από τη «διευκόλυνση» που τους παρέχεται. Πολλές από αυτές τις λωρίδες οδηγούν το χρήστη τους είτε μετωπικά πάνω σε εμπόδια, είτε τον εγκαταλείπουν αιφνίδια στο πουθενά. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις, σε χωριά, οι λωρίδες αυτές οδηγούν απευθείας σε παρακείμενη χαράδρα ή σε διάβαση επικίνδυνου δρόμου σε σημείο όπου δεν υπάρχει διάβαση πεζών (ό,τι και αν σημαίνει αυτό στην Ελλάδα!). Σε μια εξαιρετική περίπτωση, στην πόλη του Ρεθύμνου, μια λωρίδα αυτού του τύπου διακλαδώνεται επίμονα με την ακανόνιστη και βαθιά κοίτη τεχνητού ρυακιού το οποίο, με βάση τα αρχιτεκτονικά σχέδια όφειλε να φιλοξενεί γάργαρο νερό πλην όμως, με βάση την χρηστική πραγματικότητα, φιλοξενεί όζοντα σκουπίδια. Η τυχόν διάβαση του διαδρόμου χωρίς ατύχημα είναι τόλμημα για τους ως προς την όραση αρτιμελείς. Τυχόν επιτυχία τυφλού στο αγώνισμα θα άξιζε να του αποδώσει όλα τα μετάλλια των παραολυμπιακών αγώνων ή και συλλήβδην τα βραβεία του όποιου Σαρβάιβορ!
Είναι λοιπόν βέβαιο ότι η αποχή από τη χρήση ετούτων των λωρίδων έχει πιθανότατα σώσει πολλές ζωές άτυχων συνανθρώπων μας. Εφόσον όμως η αποχή από τη χρήση τους σώζει ζωές προς τι η επιμονή στην ξέφρενη τοποθέτησή τους; Η απάντηση στο εύλογο αυτό ερώτημα είναι ελάχιστα ορθολογική, δεν παύει όμως να είναι απόλυτα ερμηνευτική.
Είναι γνωστό ότι τα έργα ανάπλασης και εξωραϊσμού των πόλεων και των χωριών της χώρας εκπορεύονται από τον στρατηγικό σχεδιασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις μακρινές –και διαφορετικά διακοσμημένες- Βρυξέλλες. Η χρηματοδότησή τους προέρχεται από τα περίφημα κονδύλια ΕΣΠΑ δια την απόκτηση των οποίων σπεύδουν στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα δήμαρχοι και περιφερειάρχες. Η ιδέα της ενίσχυσης της αναιμικής «ανάπτυξης» του ευρωπαϊκού καπιταλισμού διαμέσου των χωροταξικών παρεμβάσεων –κυρίως «αισθητικών»- δεν είναι παρά αναπαλαίωση της παλαιότερης ιδέας της κυβέρνησης Ρούσβελτ στις ΗΠΑ την επομένη της οικονομικής κρίσης του 1929. Η χωροθέτηση και η «αξιοποίηση» των «εθνικών πάρκων» αποτέλεσε τότε, για ένα διάστημα, «αιχμή του δόρατος» του σχεδίου για έξοδο από την κρίση, του «Νιου Ντιλ». Το σχέδιο αποσκοπούσε στην μετατροπή της γης και του περιβάλλοντος σε εμπόρευμα στη μεγαλύτερη δυνατή κλίμακα, σε τρόπο ώστε να αξιοποιηθούν από τον καπιταλισμό όλες οι παράπλευρες προς τη «φυσιολατρία» δραστηριότητες: τουρισμός, δρόμοι, αυτοκίνητα και τα λοιπά. Στα παράπλευρα ωφελήματα θα μπορούσε κανείς να προσμετρήσει και το ξήλωμα των «αναχρονιστικών» θυλάκων των εκτός καπιταλιστικής οικονομίας ιθαγενών ινδιάνων, που από καιρό είχαν αποκλειστεί στις μη παραγωγικές «ρεζέρβες» τους. Οι τελευταίες ως «εθνικά πάρκα» έγιναν επιτέλους οικονομικά «ανταγωνιστικές» – όχι προς όφελος των ιθαγενών εννοείται.
Φυσικά δεν ήταν η λαμπρή ιδέα των «εθνικών πάρκων» που έβγαλε τις ΗΠΑ από την καπιταλιστική κρίση. Τέτοια πράγματα τα κάνουν μόνο οι μεγάλοι πόλεμοι που επανασχεδιάζουν την καπιταλιστική τάξη του κόσμου ιεραρχώντας ισχυρούς και αδύναμους. Καθώς όμως στη γηραιά Ευρώπη ο πόλεμος δεν είναι ακόμα άμεση προοπτική, οι κυβόλιθοι και τα πλακάκια επιχειρούν να αποτρέψουν την περαιτέρω παρακμή. Οπωσδήποτε δε, στο εδώ σκηνικό, απουσιάζουν και οι Ινδιάνοι.
Για τους λόγους αυτούς συνεχίζεται με αμείωτο ενθουσιασμό η δια των κυβόλιθων ανάπλαση του δημόσιου χώρου ολόγυρά μας και συνεπακόλουθα η ανάπλαση των συνειδήσεών μας. Το τελευταίο ίσως να είναι το πιο σημαντικό στην όλη υπόθεση.
Το ορατό και πραγματικό αποτέλεσμα των επίμονων αυτών επενδύσεων είναι, τα είδαμε παραπάνω, κραυγαλέα ασήμαντο και εμφανέστατα άχρηστο ως προς τους σκοπούς που κλήθηκε να υπηρετήσει. Δεν έχει καμία σημασία αυτό. Ουδεμία ευρωπαϊκή επιτροπή ή κρατική ελεγκτική αρχή θα βρεθεί να ζητήσει επιστροφή των χρημάτων του έργου επειδή το τελευταίο είναι επικίνδυνο, άχρηστο ή παράλογο. Επειδή όλα ετούτα τα ωραία πνίγονται μέσα στην ανυπαρξία αποχετευτικού, την απουσία όποιας πρόβλεψης για κόστη συντήρησης, και όλες τις λοιπές παθογένειες της αρχιτεκτονικής μας –και όχι μόνο- καθημερινότητας. Μόνο μια αιτία μπορεί να εμποδίσει την πληρωμή και την παραλαβή του έργου: η μη συμμόρφωση με τις προδιαγραφές του «παραδοτέου» -ιδού η ισχύς και η σημασία των υποκίτρινων πλακιδίων.
Το «παραδοτέο» γίνεται λοιπόν η απόλυτη αξία, ο λόγος για τον οποίο γίνεται το έργο, ο αισθητικός και πρακτικός «οδηγός» για το σύνολο ή για τις λεπτομέρειες. ‘Όταν το όλο έργο δεν είναι λειτουργικό ή απλά ορθολογικό ή έστω σοβαροφανές, τόσο το χειρότερο για το έργο: εάν το «παραδοτέο» είναι εντάξει, όλα είναι εντάξει. Και οι χρήστες, οι κάτοικοι ετούτης της χώρας, θα υποχρεωθούν να ζήσουν μέσα σε αυτό, ερήμην των πραγματικών επιθυμιών και αναγκών τους.
***
Στην περίπτωση που επιθυμούμε να μεταφερθούμε σε άλλο επίπεδο και να κάνουμε συγκρίσεις, πολλά θα μπορούσαμε να υποθέσουμε. Υπήρξαν, το νοιώσαμε όλοι στο πετσί μας, ετούτα τα περίφημα «προγράμματα διάσωσης» της ελληνικής αστικής οικονομίας –τα μνημόνια. Αυτά ήταν «προγράμματα» μέσα στη λογική του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η λογική προσέγγιση θα ήθελε ίσως τα προγράμματα αυτά να αποκαθιστούν και να διασφαλίζουν την όποια ευημερία και την όποια καθημερινή άνεση στη ζωή των πολιτών της χώρας στο βαθμό έστω που ετούτο είναι εφικτό στον καπιταλισμό. Δεν ήταν όμως αυτό το «παραδοτέο» των προγραμμάτων. Το «παραδοτέο» ήταν μια Ελλάδα που θα υπάρχει αποκλειστικά και μόνο για να δημιουργεί πλεονάσματα που θα αρπάζονται από τους δανειστές και που αέναα θα διασώζει τις «συστημικές της τράπεζες» στο βαθμό που τις χρειάζονται οι πολυπόθητοι «επενδυτές».
Όπως λοιπόν έγινε στις μικρές πλατείες των χωριών, όπου ο μεν παραδοσιακός πλάτανος και η βρύση ντύθηκαν ευπρεπώς με πλακάκια και κυβόλιθους ενώ την ίδια στιγμή χάνονταν και οι τελευταίες παραγωγικές δραστηριότητες και, τελικά, το ίδιο το χωριό έσβηνε ως τόπος κατοικίας και ζωής, έτσι «ολοκληρώθηκαν» τα «προγράμματα» και στο μεγάλο σκηνικό της χώρας.
Η χώρα πεθαίνει, ο πλούτος της κατακρημνίζεται, η παραγωγή της συρρικνώνεται, οι νέοι της μεταναστεύουν, οι υποδομές της καταρρέουν, η θέση της στο γεωπολιτικό χάρτη θολώνει, η επικράτειά και η κυριαρχία της γίνονται «γκρι», αλλά τίποτε από αυτά δεν έχει σημασία. Τα «προγράμματα» πέτυχαν, το «παραδοτέο» εγγυάται την επιτυχία. Οι δόσεις στους διεθνείς τοκογλύφους πληρώνονται, οι «συστημικές τράπεζες» απέκτησαν δικαίωμα ζωής και θανάτου επί των θυμάτων τους, ο δημόσιος πλούτος, οι υποδομές πέρασαν στα χέρια των «Φαντς», των μονοπωλίων και των κερδοσκόπων.
Το επουσιώδες –τα υποκίτρινα πλακάκια- είναι στη θέση τους, το «παραδοτέο» παραδόθηκε, το πρόγραμμα πέτυχε. Το ουσιώδες, η ζωή των ανθρώπων, η τύχη της χώρας, το μέλλον του λαού της, δεν βρίσκονται μέσα στους στόχους. Πέρα από το όποιο «παραδοτέο» φαίνεται πως δεν υπάρχει ζωή.