O “Mαύρος Σεπτέμβρης” των Ολυμπιακών του Μονάχου 1972 – Ένα αστυνομικό φιάσκο με πολλές συνέπειες
Χρονικό της πιο αιματηρής σελίδας στην ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, του χτυπήματος της οργάνωσης “Μαύρος Σεπτέμβρης” στην ισραηλινή αθλητική αποστολή του Μονάχου, μιας υπόθεσης που εξακολουθεί να γεννά ερωτηματικά ως τις μέρες μας.
Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες 46 χρόνια από την πιο αιματοβαμμένη σελίδα στην ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Επρόκειτο για την απαγωγή Ισραηλινών αθλητών από το Ολυμπιακό Χωριό του Μονάχου, στις 5 Σεπτέμβρη 1972, που διοργανώθηκε από την τρομοκρατική οργάνωση Μαύρος Σεπτέμβρης και κατέληξε στο θάνατο συνολικά 12 ανθρώπων. Ο Μαύρος Σεπτέμβρης ήταν μια ομάδα που είχε αποσπαστεί από την παλαιστινιακή Φατάχ (παρότι μέχρι και σήμερα, η ακριβής πορεία των σχέσεών τους παραμένει αμφιλεγόμενη) και διεξήγαγε μια σειρά επιθέσεων ως τη διάλυσή της με επέμβαση της Φατάχ το 1974, ανάμεσά τους και η επίθεση σε επιβάτες που περίμεναν να επιβιβαστούν σε πτήση από Αθήνα προς Νέα Υόρκη τον Αύγουστο του 1973.
Σύμφωνα με αρχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα το 2012, επιβεβαιώθηκε η υποψία πως τα μέλη της Οργάνωσης είχαν λάβει βοήθεια από νεοναζιστικούς κύκλους της ΟΔΓ, όπως την οργάνωση “Μεγάλη Γερμανία” και μάλιστα πως ήδη από τον Ιούλη του 1972 η τοπική και η Ομοσπονδιακή Αστυνομία, όπως και η υπηρεσία προστασίας του πολιτεύματος, ήταν ενήμεροι για τις επαφές αυτές. Αργότερα, ένας από τους ναζί συνελήφθη για άλλη κατηγορία, ωστόσο, παρά τα στοιχεία εναντίον του, ποτέ δεν εξετάστηκε έστω ως μάρτυρας στην υπόθεση.
Τα ξημερώματα της 5ης Σεπτέμβρη, 8 μέλη του Μαύρου Σεπτέμβρη σκαρφάλωσαν το φράχτη στην Πύλη 25Α και μπήκαν στο Ολυμπιακό Χωριό. Τα μέτρα ασφαλείας ήταν χαλαρά, καθώς η διοργανώτρια χώρα ήθελε να αποφύγει κάθε σύνδεση με τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου το 36′. Οπλισμένοι με καλάζνικοφ, οι τρομοκράτες εισέβαλαν στο διαμέρισμα της αποστολής του Ισραήλ, όπου οι πόρτες ήταν ξεκλείδωτες και συνέλαβαν 11 ομήρους διαφόρων αθλημάτων, ενώ ορισμένοι αθλητές διέφυγαν από τα παράθυρα. Δύο από τους αθλητές πυροβολήθηκαν προσπαθώντας να δραπετεύσουν και υπέκυψαν στα τραύματά τους την ίδια μέρα.
Οι απαγωγείς ζήτησαν ως τις 9 το πρωί την απελευθέρωση 232 Παλαιστίνιων από τις ισραηλινές φυλακές, όπως και των μελών της RAF Μπάαντερ και Μάινχοφ και του Ιάπωνα Κόζο Οκαμότο. Η κυβέρνηση της Γκόλντα Μέιρ διεμήνυσε πως “δεν εκβιαζόταν”. Με διαρκείς διαπραγματεύσεις η προθεσμία παρατεινόταν, ενώ Βαυαροί κυρίως πολιτικοί και αξιωματούχοι πρότειναν μάταια να μπουν στη θέση των ομήρων. Ένα σχέδιο εφόδου της αστυνομίας ναυάγησε, καθώς διέρρευσε στα ΜΜΕ και από εκεί στους απαγωγείς, που εξακολουθούσαν να έχουν ρεύμα και ως εκ τούτου τηλεόραση και ραδιόφωνο.
Τελικά συμφωνήθηκε οι όμηροι να επιβιβαστούν με τους απαγωγείς σε αεροπλάνο για το Κάιρο. Το ελικόπτερο τους μετέφερε κοντά σε ένα Boeing 727, με αναμμένο κινητήρα αλλά χωρίς καύσιμα, καθώς η αστυνομία σχεδίαζε να επιτεθεί στο αεροπλάνο. Ακολούθησε μια σειρά τραγικών χειρισμών από πλευράς αστυνομίας, κάποια μάλιστα ως εκείνη τη στιγμή δε γνώριζε καν τον πραγματικό αριθμό των απαγωγέων, κάνοντας λόγο για πέντε άτομα. Όταν δύο από τα μέλη της οργάνωσης αντιλήφθηκαν πως δεν υπήρχε πλήρωμα στο αεροσκάφος, έτρεξαν πίσω στα ελικόπτερα, ενώ στις 22.36, ο υπουργός Εσωτερικών του κρατιδίου της Βαυαρίας Μπρούνο Μερκ έδωσε εντολή στην αστυνομία να ανοίξει πυρ. Ήταν τέτοια η έλλειψη οργάνωσης, που ένας αστυνομικός τραυματίστηκε από φίλια πυρά, γιατί τον πέρασαν για απαγωγέα.
Υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, στις 11 το βράδυ ανακοινώθηκε από επίσημη πηγή ότι οι όμηροι είχαν απελευθερωθεί κι οι περισσότεροι τρομοκράτες ήταν νεκροί, είδηση που επανέλαβε λίγο μετά τα μεσάνυχτα και ο Εκπρόσωπος Τύπου της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης, Κόνραντ (…), κάνοντας λόγο για μια ευτυχή κι επιτυχημένη ενέργεια. Στην πραγματικότητα, την ίδια ώρα συνεχίζονταν οι μάχες στον αεροδιάδρομο, ενώ οι τρομοκράτες, βλέποντας θωρακισμένα αστυνομικά οχήματα να πλησιάζουν, άνοιξαν πυρ κατά των άοπλων ομήρων στο πρώτο ελικόπτερο, δίνοντας σε δύο από αυτούς την ευκαιρία να διαφύγουν, ενώ ένας αποτελείωσε με χειροβομβίδα τους επιβάτες του άλλου, παρότι σύμφωνα με τον τότε αρχηγό της Μοσάντ, πέντε από τους ομήρους σκοτώθηκαν από έκρηξη χειροβομβίδας φωσφόρου, κάτω από το ελικόπτερο.
Ο τελικός απολογισμός ήταν άλλοι εννέα όμηροι νεκροί, ενώ από τους δράστες είχαν σκοτωθεί τρεις κι οι υπόλοιποι συνελήφθησαν. Από αδέσποτη σφαίρα σκοτώθηκε κι ο αρχηγός της Αστυνομίας του Μονάχου, που παρακολουθούσε από το ισόγειο του Πύργου Ελέγχου.
Οι Ολυμπιακοί αρχικά συνεχίστηκαν κανονικά μετά την είδηση της απαγωγής, διακόπηκαν όμως κατόπιν διαμαρτυριών την ίδια μέρα, όπως και μισή μέρα μετά την ανακοίνωση των θανάτων. Το Ισραήλ συναίνεσε στη συνέχιση των αγώνων, η Ισραηλινή αποστολή αναχώρησε ωστόσο, εκτός από το δρομέα Σαούλ Λαχτάνι (;) που δήλωσε πως “δε θα υπέκυπτε στους τρομοκράτες”. Τη 12η μέρα πραγματοποιήθηκε τελετή μνήμης με συμμετοχή 80.000 ανθρώπων, όπου ο πρόεδρος της ΔΟΕ Avery Brundage δήλωσε: “Οι αγώνες πρέπει να συνεχιστούν” (The games must go on). Έκτοτε δεν έχει υπάρξει άλλη εκδήλωση για το γεγονός στους Ολυμπιακούς, λόγω φόβων της ΔΟΕ για πολιτικές αντιδράσεις κυρίως αραβικών χωρών.
Τον Οκτώβρη του 1972, οι τρεις συλληφθέντες απελευθερώθηκαν μετά από επίθεση ομοϊδεατών τους σε πτήση της Λουφτχάνσα. Δύο εξ αυτών σκοτώθηκαν από τη Μοσάντ στη διάρκεια της πολύχρονης επιχείρησης “Οργή του Θεού”, όπου σε διάφορες χώρες βρήκαν το θάνατο δεκάδες άνθρωποι, ορισμένοι συνδεόμενοι με τα γεγονότα, αλλά και πολλοί αθώοι. Η γερμανική κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Βίλι Μπραντ αντέδρασε με μαζικές απελάσεις Αράβων και απαγόρευση πολλών παλαιστινιακών οργανώσεων, ανάμεσά τους συνδικάτα και φοιτητικές οργανώσεις, προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις εντός κι εκτός χώρας.
Οι συγγενείς των θυμάτων αποζημιώθηκαν με 3 εκατομμύρια ευρώ από το γερμανικό δημόσιο, μετά από δικαστική διαμάχη 30 ετών. Πολλά σημεία παραμένουν σκοτεινά έως σήμερα, ιδίως για το ρόλο των γερμανικών κι ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών στην υπόθεση, ενώ αρκετά από τα αρχεία παραμένουν σφραγισμένα έως σήμερα. Κατηγορίες για γνώση της απαγωγής έχουν διατυπωθεί τόσο κατά του Γιάσερ Αραφάτ, όσο και του Μαχμούτ Αμπάς, βασισμένες όμως αποκλειστικά σε δηλώσεις του θεωρούμενου ως “εγκεφάλου” της ενέργειας, Αμπού Νταγύντ, που πέθανε στη Δαμασκό το 2010. Οι συνεντεύξεις του παρουσιάζουν συνεχείς αντιφάσεις και δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστες.