Παναγιώτης Κανελλόπουλος – Ένας αναβαπτισμένος υμνητής της Μακρονήσου
Οι όποιες προσωπικές αρετές ενός αστού πολιτικού δεν είναι εμπόδιο για οξύτατες φραστικές και πρακτικές επιθέσεις κατά του λαϊκού κινήματος σε στιγμές που η ταξική πάλη γίνεται απειλητική για την καθεστηκυία τάξη.
Συγγραφέας, ακαδημαϊκός και πολιτικός, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος συγκαταλέγεται μεταξύ των πρωταγωνιστών της αστικής πολιτικής σκηνής για μεγάλο μέρος του αιώνα που μας πέρασε. Συνεπής υπερασπιστής της τάξης του σε κρίσιμες για την κυριαρχία της στιγμές, επιδόθηκε κατά τη Μεταπολίτευση σε μια συστηματική επιχείρηση αποκατάστασης της υστεροφημίας του, με επιτυχία κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, κερδίζοντας το προσωνύμιο του μετριοπαθούς Νέστορα και στυλοβάτη της “Εθνικής Συμφιλίωσης”. Παρότι δεν υπάρχουν λόγοι να αμφισβητήσει κανείς την ειλικρίνεια των προθέσεων του Κανελλόπουλου σε προσωπικό επιπεδο5, αφενός η τελευταία δε σημαίνει και παράδοση του της ακραία αντικομμουνιστικής και αυταρχικής προδοκτατορικής πορείας του, αφετέρου δεν πρέπει να συσκοτίζει το βασικό πολιτικό συμπέρασμα της μεταστροφής ρου. Ότι οι όποιες προσωπικές αρετές ενός αστού πολιτικού δεν είναι εμπόδιο για οξύτατες φραστικές και πρακτικές επιθέσεις κατά του λαϊκού κινήματος σε στιγμές που η ταξική πάλη γίνεται απειλητική για την καθεστηκυία τάξη αλλά και πως κι αυτή η μεταμέλεια -αν έχει νόημα αυτός ο ποινικού ή θρησκευτικού περισσότερο χαρακτήρα όρος- είναι κυρίως απότοκο ιστορικών συνθηκών και μεταβολών στο συσχετισμό δυνάμεων.
Πατρινής καταγωγής, γεννήθηκε στην Αχαϊκή πρωτεύουσα στις 11 Σεπτέμβρη 1902 κι ήταν γιος φαρμακοποιού. Θείος του ήταν ο γνωστός πολιτικός και μετέπειτα αντιβενιζελικός πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης που εκτελέστηκε μετά τη δίκη των έξι ως υπεύθυνος της Μικρασιατικής Καταστροφής. Έγινε διδάκτωρ Νομικής του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης και συνέχισε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική του Μονάχου. Αν και υπήρξε από τους εισηγητές της Κοινωνιολογίας στην Ελλάδα αναλαμβάνοντας τη σχετική έδρα στο πλαίσιο της Νομικής ως ο νεότερος τότε Πανεπιστημιακός το 1929, έμεινε αμόλυντος από το μικρόβιο του κομμουνισμού. Διορισμένος από το 1925 σε μια σειρά θέσεων στον κρατικό μηχανισμό, ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία ως αντιβασιλικός και φιλοβενιζελικός παρά τις οικογενειακές του καταβολές.
Λόγω της διαμαρτυρίας του στο Γεώργιο Β’ το 1937 για τη δικτατορία του Μεταξά, εκτοπίστηκε στην Κύθνο και αργότερα τη Θάσο και την Κάρυστο. Υπηρέτησε κατόπιν αιτήματός του ως οπλίτης στον πόλεμο του 40′ και στην Κατοχή πρωτοστάτησε στην ίδρυση της ΠΕΑΝ, από τις σημαντικότερες αστικές οργανώσεις της Αντίστασης. Διέφυγε στην Αίγυπτο και ανέλαβε αντιπρόεδρος της εξόριστης κυβέρνησης Τσουδερού. Αν και τάχθηκε υπέρ της διεξαγωγής δημοψηφίσματος για το Πολιτειακό, ο φόβος επικράτησης του ΕΑΜ τον οδήγησε σε πλήρη ευθυγράμμιση με το διαμορφούμενο στρατόπεδο των εθνικοφρόνων, πέρα από τις διαχωριστικές γραμμές βενιζελικών-αντιβενιζελικών.
Συμμετείχε στο συνέδριο του Λιβάνου, όπου εγινε μελος της κυβέρνησης “Εθνικής Ενότητας” του Γ. Παπανδρέου ως την παραίτηση της τελευταίας μετά τα Δεκεμβριανά. Κατά την ασταθή μεταβαρκιζιανή περίοδο, ανέλαβε πρωθυπουργός μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Δαμασκηνού, παραιτήθηκε όμως μετά από τρεις βδομάδες λόγω βρετανικής πίεσης. Στις νόθες εκλογές του 46′ το κόμμα που είχε συγκροτήσει με τους Σοφούλη και Παπανδρέου αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση κι ο ίδιος με μικρές διακοπές υπήρξε υπουργός στις περισσότερες κυβερνήσεις του εμφυλίου. Εκείνη την περίοδο γράφτηκαν οι πιο μελανές σελίδες της πολιτικής του διαδρομής. Διαβόητη έγινε η υποδοχή που επιφύλαξε στο αμερικανό στρατηγό Βαν Φλιτ, στον οποίο παρουσίασε μονάδες του Ελληνικού Στρατού με την προσφώνηση “Στρατηγέ μου ιδού ο στρατός σας”. Ακόμα μεγαλύτερο σάλο όμως προκάλεσαν οι δηλώσεις του για τη Μακρόνησο. Ο ίδιος αρνήθηκε κατηγορηματικά πως είχε εκστομίσει τα περί “νέου Παρθενώνα”, κάτι που όντως δεν καταγράφεται σε κείμενο, επιβεβαιώνεται όμως από πολλές μαρτυρίες εξόριστων. Η ουσία εξάλλου δεν είναι η ακριβής διατύπωση αλλά οι διθυραμβικές του τοποθετήσεις για το κολαστήριο που το χαρακτήριζε “φαινόμενο της Μακρονήσου”, “μοναδικόν εις τον κόσμον ολόκληρον. Πρόκειται περί θαυμαστού συνδυασμού της παιδείας με το στρατώνα” ενώ σε άλλη περίσταση διαβεβαίωνε πως “στο ξερονήσι αυτό εβλάστησε ή Ελλάς ωραιοτέρα απο κάθε άλλη φορά”. Λίγο μετά το τέλος του εμφύλιου μάλιστα, μιλώντας σε αμερικανικά μέσα, καλούσε τις “ελεύθερες κυβερνήσεις να θέσουν εκτός νόμου τα ΚΚ και τον αμερικανικό λαό να παραδειγματιστεί από τα γεγονότα στην Ελλάδα”.
Συνέχισε την υπουργική του πορεία και στη μετεμφυλιακή κυβέρνηση Βενιζέλου και προσχώρησε στο Συναγερμό του Παπάγου (με τον οποίο συνεργάστηκε στις εκλογές του 52′ και ο επίσης κεντρώων καταβολών Γ. Παπανδρέου φτάνοντας μάλιστα να θεωρείται μαζί με το Στ. Στεφανόπουλο δελφίνος του Στρατάρχη. Όπως είναι γνωστό βέβαια, αμφότεροι παραμερίστηκαν μετά το θάνατο του πρωθυπουργού προς όφελος του Υπουργού Συγκοινωνιών Κωνσταντίνου Καραμανλή. Με τον Καραμανλή που είχε παντρευτεί για κάποια χρόνια την ανιψιά του Κανελλόπουλου, Αμαλία Μεγαπάνου, τον συνέδεε μια στενή όσο και ανταγωνιστική σχέση, καθώς έκτοτε ο Κανελλόπουλος θα βρισκόταν πάντα υπό τη σκιά του ιδρυτή της ΕΡΕ και της ΝΔ μετέπειτα.
Μετά την παραίτηση του Καραμανλή το 1963 και τη φυγή του τελευταίου στο Παρίσι, ο Κανελλόπουλος ανέλαβε τα ηνία της ΕΡΕ όπου αντιμετωπίστηκε ως “τοποτηρητής” μέχρι την προσδοκώμενη επιστροφή Καραμανλή, με μάλλον χαμηλό κύρος. Η θητεία του συνέπεσε με την άνοδο της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία και το εκλογικό ναδίρ της ΕΡΕ το Φλεβάρη του 1964 με ποσοστό 35,3%. Η αντιπολίτευση που άσκησε ο ίδιος και το κόμμα του κινήθηκε σε εμφυλιοπολεμικού επιπέδου αντικομμουνισμό. Χαρακτηριστική ήταν ομιλία του στη βολή όπου επέρριπτε την ευθύνη για τη σφαγή των Καλαβρύτων το 1943 στον ΕΛΑΣ ή η γκροτέσκα κατηγορία του πως “οι Λαμπράκισσες φορούν μαύρες κάλτσες για να παρασέρνουν με τα ερωτικά τους τερτίπια τους αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού και να τους προσηλυτίσουν στον κομμουνισμό”. Ακόμα και μετά την έκρηξη νάρκης στο Γοργοπόταμο το 1964, που σκότωσε 13 ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους 50, στην πλειονότητά τους οπαδούς της ΕΔΑ, ο Κανελλόπουλος ενοχοποίησε τα θύματα, κατηγορώντας τα για προπηλακισμούς σε βάρος αστυνομικών και καταγγέλλοντας “ανεκτική στάση” της – σκληρά αντικομμουνιστικής στην πραγματικότητα- Ένωσης Κέντρου προς την “κομμουνιστική απειλή”.
Ο ίδιος προσπαθούσε να δικαιολογήσει αργότερα τη στάση του παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως θύμα “χαλκευμένων και υποβολιμιαίων” πληροφοριών περί ύπαρξης κομμουνιστικού κινδύνου. Το Φλεβάρη του 1965 κάλεσε δημόσια σε ομιλία του στην πλατεία Κλαυθμώνος βουλευτές της ΕΚ να συμβάλουν στην ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου. Παρά τις επιμέρους ενστάσεις του, στήριξε και τις τρεις κυβερνήσεις αποστατών (Νόβα, Τσιριμώκου και Στεφανόπουλου) με ψήφο εμπιστοσύνης. Συμφώνησε με τον Γ. Παπανδρέου κατόπιν βασιλικής διαμεσολάβησης για σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης που θα έφερνε την απλή αναλογική και στη συνέχεια θα οδηγούσε τη χώρα σε εκλογές το Μάη του 1967. Η συμφωνία ΕΡΕ-ΕΚ κατέρρευσε με αφορμή την άρση ασυλίας κάποιων βουλευτών και τότε ο Κανελλόπουλος έγινε πρωθυπουργός στις 3 Απρίλη του ’67, χωρίς να καταφέρει να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης. Έτσι η βουλή διαλύθηκε ενόψει των εκλογών της 28ης Μάη που πρόλαβε το χουντικό πραξικόπημα.
Ο Κανελλόπουλος παρουσιάστηκε ως υπέρμαχος της αστικής δημοκρατίας την περίοδο πριν τη δικτατορία, η αλήθεια είναι όμως πως τις παραμονές του πραξικοπήματος φλέρταρε κι ο ίδιος με την ιδέα κάποιας “νομότυπης” εκτροπής. Σε συνάντησή του με τον Αμερικανό πρέσβη Φίλιπς Τάλμποτ στις 7 Απρίλη 1967, διαβεβαίωσε το διπλωμάτη πως “Το ελληνικό έθνος δε θα παραδοθεί ποτέ στους κομμουνιστές ή στον Ανδρέα Παπανδρέου. Θα διασωθεί η πραγματική δημοκρατία, όχι η ψεύτικη που υποστηρίζει ο Ανδρέας και οι φίλοι του. Ως προς αυτό το σημείο δεν υπάρχει καμιά ασάφεια. ” Φαίνεται πως ο Κανελλόπουλος είχε κατά νου να κάνει χρήση των αυταρχικών διατάξεων του μετεμφυλιακού συντάγματος του 1952 περί κατάστασης πολιορκίας, σε περίπτωση που κατά την προεκλογική περίοδο σημειώνονταν “έκτροπα” από τους κομμουνιστές.
Στη διάρκεια της δικτατορίας πάντως τήρησε αξιοπρεπή στάση, κάνοντας διεθνή δήλωση αποδοκιμασίας της Χούντας με αποτέλεσμα των κατ’οίκον περιορισμό, ενώ αρνήθηκε να συμμετάσχει στο πείραμα “φιλελευθεροποίησης” της χούντας υπό το Μαρκεζίνη. Μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο διορίστηκε από τους στρατιωτικούς πρωθυπουργός κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, αλλά σύντομα παραγκωνίστηκε προς όφελος του “εθνάρχη” Καραμανλή. Συνεργάστηκε ως ανεξάρτητος βουλευτής με τη ΝΔ και υπήρξε ο μόνος βουλευτής του κόμματος που υπερψήφισε την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το 1982, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που αποχώρησαν από την αίθουσα. Παράλληλα, με συνεντεύξεις και κυρίως με τα “Ιστορικά Δοκίμια” του (1975) έκανε αυτοκριτική για το παρελθόν του, χτίζοντας το συμφιλιωτικό προφίλ το οποίο μονομερώς συχνά προβάλλεται ως σήμερα. Προτάθηκε επανειλημμένα για πρόεδρος της Δημοκρατίας, την τελευταία φορά το 1985 από τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά αρνήθηκε. Η θέσπιση ηλικιακού ορίου στους βουλευτές της ΝΔ την ίδια χρονιά σήμανε το τέλος της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Έφυγε από τη ζωή στις 11 Σεπτέμβρη 1986 από καρδιακή ανακοπή.